Ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος μιλάει για τη ζωή του από τη γνωριμία του με τον Παλαμά, για τη σχέση του με τον Ρίτσο και για το σήμερα...
Η ποίηση σε βρίσκει παντού, ισχυρίζεται ο Τίτος Πατρίκιος. Κι αν της αφοσιωθείς, «σε ανταμείβει, σου αποκαλύπτει την αλήθεια, σου λέει καθαρά πως ανήκει σε όλους»...
Εκείνον τον πρωτοσυνάντησε στο σπίτι που ...
μεγάλωσε, «στον τελευταίο όροφο μιας πολυκατοικίας ίδιας με βαπόρι», ανάμεσα σε μαθήματα αρχαίων και γαλλικών, φλερτ, κυνηγητά, ποδηλατάδες και σε φιλολογικές βραδιές που τον έσερνε με το ζόρι η θεία του, η Λιλή Ιακωβίδη, στον «Παρνασσό». Εκεί ήταν που ένα βράδυ κλήθηκε να φιλήσει με σεβασμό ένα χέρι «τόσο παγωμένο, λες και ήταν χέρι νεκρού. Του Παλαμά!»
Κάποιοι άλλοι ισχυρίζονται ότι η ποίηση, από τέχνη, έγινε χόμπι. Ο Πατρίκιος θεωρεί ότι «όσοι γράφουν κάνουν άριστα!» Τους συμβουλεύει, μάλιστα, να μην κρατάνε τα ποιήματά τους και σαπίζουν, αλλά να τα δημοσιεύουν, ώστε να παίρνουν φόρα για τα επόμενα. Το τι θα επιβιώσει είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. «Το να γράφεις ποίηση είναι μια θαυμάσια κι ανέξοδη αυτο-ψυχανάλυση», αναγνωρίζει, «αλλά, για να γίνεις ποιητής, χρειάζεται και κάτι πολύ περισσότερο: να ρισκάρεις σ' αυτή τη ζωή σου, να μην έχεις άλλο υπαρξιακό στήριγμα». Το λέει στα 85 του, με τις κεραίες πάντα τεντωμένες και με δύο πρόσφατα δημοσιευμένες συλλογές - «Συγκατοίκηση με το παρόν» («Κέδρος»), «Σε βρίσκει η ποίηση» («Κίχλη»).
Υπερβαλλόντως αισιόδοξος
Αυτές τις μέρες, στον έκτο όροφο μιας άλλης πολυκατοικίας, μακριά απ' τα νεανικά του στέκια στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, σ' ένα διαμέρισμα γεμάτο βιβλία, πίνακες, φωτογραφίες και στοίβες με πρόσφατα αλλά και παλιά ανέκδοτα χειρόγραφα, ο Τίτος Πατρίκιος διαβάζει μια φρεσκοτυπωμένη μελέτη για τον Αριστοτέλη της Γαλλίδας φιλοσόφου Φρανσουάζ Κλετζ Ντραπό. «Σε μια εποχή που κυριαρχούν οι αντιλήψεις των άκρων, είναι πολύ ανακουφιστικό να βλέπεις την αρετή της μεσότητας να εκτιμάται και να επανέρχεται στο προσκήνιο», λέει. Ο ίδιος, πάντως, δηλώνει... υπερβαλλόντως αισιόδοξος. Για ποιους λόγους ακριβώς;
«Ο πρώτος είναι προσωπικός, ιδιοτελής», παραδέχεται. «Αν είναι να 'ρθει η καταστροφή, γιατί να στενοχωρηθώ από τώρα; Υπάρχουν όμως κι ενδείξεις που με κάνουν ν' αναθαρρώ. Ορίστε τρεις, που τις έχω πρόχειρες: στο Παρίσι κάνουν ουρές για ν' αγοράσουν εξαιρετικό λάδι Σητείας, οι παραγωγοί κρασιού της Νάουσας έστειλαν έντεκα εκατομμύρια μπουκάλια στην Κίνα, οι κοπελιές του γουότερ πόλο κέρδισαν το παγκόσμιο πρωτάθλημα. Σύμφωνοι, η επικαιρότητα είναι αμείλικτη - λίστα Λαγκάρντ, Παπακωνσταντίνου, διεφθαρμένοι αστυνομικοί... Μπορεί, άραγε, να συμβιώσει η Ελλάδα που επιθυμούμε με την Ελλάδα που απεχθανόμαστε; Το σκεφτόμουν στο Μεξικό, αυτή την αχανή πόλη των 25 εκατομμυρίων κατοίκων όπου βρέθηκα τελευταία με αφορμή ένα λογοτεχνικό φεστιβάλ. Εχουν λατρεία για την Ελλάδα εκεί πέρα. Οδός Ομήρου ο κεντρικός τους δρόμος, στην οδό Ηροδότου το ξενοδοχείο μας. Εβλεπα, λοιπόν, θέατρα, μουσεία, βιβλιοθήκες, πανεπιστήμια, εξαιρετικές εκδόσεις, όλα σε αφθονία στην πόλη με τη μεγαλύτερη εγκληματικότητα ταυτόχρονα! Κατέληξα ότι στην Ελλάδα, από το μέγεθός της και μόνο, δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα. Είναι πολύ μικρή για να χωρέσει τόση αντίθεση»...
Οπότε; «Δεν έχω να προτείνω τίποτα. Οι προτάσεις γίνονται αυτοεκπληρούμενες προφητείες, κι όσες έγιναν από τους ειδικούς απέτυχαν. Κάποιοι φοβούνται το χειρότερο, ένα νέο εμφύλιο. Δεν πιστεύω ότι πάμε προς τα 'κεί. Δεν είναι απόλυτος ο διαχωρισμός εδώ ανάμεσα στους έχοντες και στους μη έχοντες...
Προσπάθεια για επικοινωνία
»Για ν' αντιμετωπίσουμε το ξεχαρβάλωμα, χρειαζόμαστε γερά σανίδια, μερικά από τα οποία τα διαθέτουμε. Οι άνθρωποι βγαίνουν από την απομόνωσή τους, ανοίγονται και πάλι σε νέες φιλίες, προσπαθούν να επικοινωνήσουν, κι ας διαφωνούν. Το είδα να συμβαίνει σε μπαρ των Εξαρχείων, στο "Νοσότρος", όπου με κάλεσαν να διαβάσω ποιήματά μου και, ξαφνιάζοντας ορισμένους, πήγα ευχαρίστως. Δεν συνέπιπταν όλες οι ιδέες, αλλά μπορούσε καθένας να διατυπώσει τη δική του. Η πλήρης συμφωνία καταλήγει στον ολοκληρωτισμό».
Στο βιογραφικό του Πατρίκιου, πλάι στην ποιητική διαδρομή του, υπάρχουν οι ηθοποιοί γονείς του, το Βαρβάκειο, η Νομική Αθηνών, η ΕΠΟΝ, ο ΕΛΑΣ, η Μακρόνησος, ο Αϊ-Στράτης, το Παρίσι, οι σπουδές, η «Επιθεώρηση Τέχνης», η μάχιμη δικηγορία, η κοινωνιολογία, οι μεταφράσεις. Ανάμεσά τους και η παρ' ολίγον εκτέλεσή του, το '44. Τον παρακαλώ να μου πει τι είχε συμβεί.
«Οχι, δεν πέρασα στρατοδικείο... Είχα ραντεβού στους Αέρηδες για αφισοκόλληση με μια επονίτισσα - το υλικό θα το έφερνε εκείνη. Με το που έφτασα μ' έπιασε μια ομάδα συνεργατών των Γερμανών, οπλισμένων με γερμανικά αυτόματα και χειροβομβίδες, και με στήσανε στον τοίχο. Δεν βρήκαν τίποτε πάνω μου. Προφασίστηκα ότι περίμενα την αγαπημένη μου. "Αν δεν έρθει σε δέκα λεπτά, τέλειωσες!" μου είπαν. Ηρθε όμως η κοπέλα, κατάλαβε εγκαίρως τι τρέχει, έπεσε στην αγκαλιά μου, κι έτσι τη γλίτωσα...» Αυτά στα 16 του. Τα αφηγείται και χαμογελάει. Τώρα πια «εντυπωσιάζομαι από την ακλόνητη πίστη της εποχής των νιάτων μου. Αυτό τον συνδυασμό εξέγερσης και τάσης προς χειραφέτηση από τη μια και απόλυτης υποταγής σε μια νέα πειθαρχία, γεμάτη υποσχέσεις, από την άλλη. Οι προσηλώσεις των σημερινών νέων σε σχέση με τις δικές μας μου φαίνονται απαλές, σχεδόν ρόδινες».
Θαυμασμός και ταύτιση
Στην εξορία δέθηκε πολύ με τον Ρίτσο. Από το '63 κι έπειτα όμως δεν τον ξανασυνάντησε. «Ο Ρίτσος για μένα ήταν και δάσκαλος και φίλος. Του έχω μεγάλη οφειλή. Ο,τι έγραφα αμέσως του το έδειχνα. Δεν έκανε ποτέ διορθώσεις, αλλά μου εξηγούσε τι θεωρούσε περιττό. Στάσου να φέρω την "Αγρύπνια" που μου χάρισε το '54, ένα μήνα πριν κυκλοφορήσει ο "Χωματόδρομος", η πρώτη μου συλλογή. Κοίτα την αφιέρωση: "Στον Τίτο Πατρίκιο, που το ποιητικό του άστρο θα φεγγοβολήσει αυτόνομα". Κι όμως επί δεκαετίες είχα κολλήσει τις σελίδες μεταξύ τους, για να μη φαίνεται... Στην αρχή υπήρχε πλήρης θαυμασμός και πλήρης ταύτιση. Αν δεν θέλεις όμως να μείνεις αιωνίως υπό κηδεμονία, κάποια στιγμή πρέπει να "σκοτώσεις" τον πατέρα σου. Η ρήξη μου με τον Ρίτσο ήταν πολιτική κι έγινε πολύ πριν διασπαστεί το ΚΚΕ. Δεν μπορούσα να δεχτώ τη διπλή του γλώσσα. Οταν ήμασταν μόνοι, ασκούσε στο Κόμμα οξύτατη κριτική, αλλά δημοσίως το εξυμνούσε και το δικαίωνε έως υπερβολής! Αργησα να το συνειδητοποιήσω, αλλά, τελικά, ό,τι καταλόγιζα στον Ρίτσο τότε το κάνει κάθε πολιτικός σχηματισμός σήμερα. Και σε μεγάλο βαθμό το κάνουμε όλοι»...
Αν ήταν τώρα 25 χρόνων, τι θα 'κανε; Θα 'μενε ή θα 'φευγε; «Αλίμονο, δεν κουβαλώ το μυαλό 25ετούς. Κι ανατριχιάζω βλέποντας τι σημείωνα νέος στα ημερολόγιά μου, με το φανατικό δογματισμό μου... Τέλη του '75 στο Παρίσι, και η γυναίκα μου και εγώ είχαμε εξαιρετικές επαγγελματικές προτάσεις από την Ουνέσκο, από το πανεπιστήμιο. Είπαμε όχι σε όλες. Θέλαμε το παιδί που περιμέναμε να γεννηθεί στην Ελλάδα. Ημασταν κι οι δυο... υπερβαλλόντως αισιόδοξοι για τις αλλαγές που θα 'φερνε η μεταπολίτευση. Και βρεθήκαμε άνεργοι, να ξεκινάμε από την αρχή.... Παρ' όλο που έζησα χρόνια στο εξωτερικό, και τότε και τώρα είμαι κατά της αποδημίας. Αυτός είναι ο τόπος μας, αυτός μας έλαχε. Με πονάει η καρδιά μου βλέποντας τόσα παιδιά να εκπατρίζονται. Εντάξει, να βγούμε από τον επαρχιωτισμό μας, αλλά να παλεύουμε και για τον τόπο μας».
enet.gr