Ο αμερικανικός Νότος του 1837 είχε περισσότερες ομοιότητες με την Ευρώπη του σήμερα απ’ ό,τι νομίζουμε.
Όταν δείτε το Django Unchained, τη νέα ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο (την οποία, παρεμπιπτόντως, συνιστώ ανεπιφύλακτα), ίσως να μη διακρίνετε τη...
σχέση της με την κρίση μας. Τι σχέση, θα αναρωτηθείτε, έχει η δραματική ιστορία ενός σκλάβου στον αμερικανικό Νότο με την τραγωδία του δικού μας ευρωπαϊκού Νότου; Κι όμως, έχει.
Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα ο Νότος ήταν πιο πλούσιος από τον Βορρά, που δεν είχε ακόμη εκβιομηχανιστεί. Ο λόγος
συνοψίζεται σε δύο λέξεις: βαμβάκι και σκλάβοι. Στη βάση του πλούτου των Νοτίων, επιχειρηματίες από τη Βόρεια Αγγλία, η οποία τότε ήταν πολύ πλουσιότερη από τον αγγλικό Νότο (καθώς η βιομηχανική επανάσταση έλαβε χώρα στα Midlands και βορειότερα), αποφάσισαν να επενδύσουν τα συσσωρευόμενα κέρδη τους δανείζοντας τις τράπεζες του αμερικανικού Νότου. Ως εχέγγυα γι' αυτά τα δάνεια έπαιρναν
τα λεγόμενα cotton-credits, βαμβακο-ομόλογα επί το ελληνικότερον. Για να το πω απλά, οι τράπεζες των νότιων πολιτειών της Αμερικής δάνειζαν τους βαμβακοπαραγωγούς, κρατώντας ως εχέγγυο ομόλογα που τους έδιναν ιδιοκτησιακά δικαιώματα στη μελλοντική παραγωγή βαμβακιού, και τα οποία προωθούσαν στους Άγγλους επενδυτές ως εχέγγυα για τα χρήματα που δανείζονταν, σε αγγλικές λίρες, που κατόπιν δάνειζαν στους ντόπιους βαμβακοπαραγωγούς, σε δολάρια. Εκείνοι χρησιμοποίησαν αυτά τα δανεικά για να αγοράζουν εισαγόμενα από την Ευρώπη, και ιδίως από τη Βρετανία, καταναλωτικά αγαθά. Λέγεται ότι τα μαγαζιά του αμερικανικού Νότου ήταν γεμάτα με πορσελάνες και υφάσματα από την Αγγλία, ακριβά γαλλικά κρασιά, δερμάτινα από τη Βόρεια Ιταλία κ.ο.κ.
Το επιτόκιο με το οποίο δανείζονταν οι νότιοι Αμερικανοί από τους βόρειους Άγγλους, ώστε να επιδοθούν στον πρωτόγνωρο καταναλωτισμό τους, προσδιοριζόταν από τις βρετανικές τράπεζες (το λεγόμενο Libor, που μόλις τώρα, εν έτει 2013, καταργείται λόγω πρόσφατου σκανδάλου) και για χρόνια ήταν σταθερό, γύρω στο 4%. Με άλλα λόγια έφτανε να πιάσει βήχας το τραπεζικό σύστημα της Βρετανίας για να αρπάξει πνευμονία ο Νότος της Αμερικής.
Το 1837 ήταν για τη γενιά εκείνη ό,τι το 2008 για τη δική μας: η χρονιά ενός μεγάλου Κραχ. Όπως συμβαίνει σε κάθε παγκόσμιο Κραχ, η ρευστότητα εξαφανίστηκε και οι τράπεζες άρχισαν να ζητούν όλο και υψηλότερο επιτόκιο για να συνεχίσουν να δανείζουν τους πελάτες τους. Αργά, αλλά σταθερά, το Libοr αυξήθηκε από 4% σε 5%, κατόπιν σε 6%, έως ότου, κάποια στιγμή, έφτασε το 9%. Παράλληλα, η ζήτηση για αμερικανικό βαμβάκι στην Ευρώπη μειώθηκε λόγω της ύφεσης που πάντα ακολουθεί ένα Κραχ. Έτσι, οι Αμερικανοί βαμβακοπαραγωγοί ξάφνου φαλίρισαν: τα δάνεια που είχαν συνάψει έγιναν απαγορευτικά ακριβά, ενώ τα έσοδά τους κατέρρεαν. Μαζί τους πτώχευσαν και οι τράπεζες που τους είχαν δανείσει.
Αντιμέτωπες με το φάσμα της πτώχευσης μεγαλοαγροτών και τραπεζών, οι κυβερνήσεις των πολιτειών άρχισαν να εκδίδουν πολιτειακά ομόλογα ώστε να τους στηρίξουν – ακριβώς όπως τα κράτη της Ευρωζώνης (μαζί τους και το δικό μας) σήμερα δανείζονται για να στηρίξουν το καταρρέον τραπεζικό σύστημα. Για τρία χρόνια, η μεταβίβαση των ιδιωτικών ζημιών στις πλάτες των πολιτειών (δηλαδή των φορολογούμενων) απέδωσε. Αυτό που συνέβη ήταν ότι οι επενδυτές της Βόρειας Αγγλίας δάνειζαν τις πολιτείες ώστε εκείνες να αποπληρώνουν τα δάνεια των τραπεζών προς... αυτούς. Σύντομα, όμως, οι Άγγλοι δανειστές άρχισαν να ανησυχούν ότι, κάποια στιγμή, οι πολιτείες δεν θα μπορούσαν να αποπληρώσουν τα ομολογιακά δάνεια που τους είχαν δώσει.
Πράγματι, πολύ γρήγορα ο κύκλος της δυστυχίας έκλεισε, καθώς έφτασαν στη Βόρεια Αγγλία τα φρικτά μαντάτα: πρώτη πτώχευσε η πολιτεία του Μισισίπι. Ακολούθησαν η Aλαμπάμα, το Iλινόις, η Iντιάνα, το Mίσιγκαν. Ξάφνου, ένα τοπικό «πρόβλημα» του αμερικανικού Νότου μετετράπη σε εθνική και παγκόσμια κρίση χρέους. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Τζον Κουίνσι Άνταμς, έγινε έξαλλος με τους Νότιους συμπατριώτες του και, πεπεισμένος ότι οι νότιες πολιτείες των ΗΠΑ δεν δικαιούνταν να ζητήσουν «κούρεμα» των χρεών τους στους ξένους δανειστές, διέταξε το Αμερικανικό Ναυτικό να αποσύρει τις κανονιοφόρους του από τον ποταμό Mισισιπή. Γιατί; Για να επιτραπεί, άκουσον-άκουσον, στο Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό να πλεύσει προς τις πρωτεύσουσες των πτωχευμένων πολιτειών και, υπό την απειλή των κανονιών, να επιβάλει το «δίκαιο του δανειστή», να απαιτήσει δηλαδή και να λάβει ό,τι περιουσιακό στοιχείο υπήρχε έναντι των δανείων των Άγγλων επενδυτών. Ούτε την Τρόικα να καλούσε δεν θα έσπερνε τέτοιο πανικό στις νότιες πολιτείες!
Φανταστείτε τον θυμό των Άγγλων όταν συνειδητοποίησαν ότι το μόνο περιουσιακό στοιχείο που τους εξασφάλιζαν τα εχέγγυα που είχαν στα χέρια τους, τα βαμβακο-ομόλογα που προανέφερα, ήταν οι σκλάβοι – οι μαύροι δούλοι εξ Αφρικής που εργάζονταν στις βαμβακοφυτείες υπό τις συνθήκες που αποτυπώνει επακριβώς ο Tαραντίνο στην ταινία του. Βλέπετε, το Βρετανικό Ναυτικό δεν βρήκε σοβαρές ποσότητες βαμβακιού για να κατασχέσει, καθώς η παραγωγή είχε μειωθεί ιδιαίτερα λόγω της πτώχευσης των λευκών αφεντικών. Μπορεί η εργασία να ήταν δωρεάν (να ένα τέλειο παράδειγμα «ελαστικής αγοράς εργασίας»), όμως οι σκλάβοι έπρεπε να τρώνε, οι φυτείες είχαν μη εργασιακό κόστος και, σε τελική ανάλυση, η ζήτηση για βαμβάκι είχε εκλείψει. Να γιατί η παραγωγή έπεσε τόσο που οι Άγγλοι ανακάλυψαν ότι το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που μπορούσε να φέρει πίσω στην Αγγλία το Ναυτικό τους ήταν οι... δούλοι. Έλα, όμως, που στο μεταξύ η δουλεία είχε απαγορευτεί στη Βρετανία! Το αποτέλεσμα ήταν οι Άγγλοι να πουλήσουν σε ντόπιους δουλεμπόρους, βεβαίως σε εξευτελιστικές τιμές, το δικαίωμα να «κατάσχουν» δούλους, των οποίων τα αφεντικά χρώσταγαν στις τράπεζες.
Αυτές ήταν οι συνθήκες υπό τις οποίες ο αμερικανικός Νότος πήρε φωτιά μετά το 1840. Η βία εναντίον των μαύρων σκλάβων κορυφώθηκε και οι ΗΠΑ εισήλθαν σε μία μεγάλη κρίση που δημιούργησε το παρασκήνιο μέσα στο οποίο έστησε την τελευταία του ταινία ο Tαραντίνo (η οποία διαδραματίζεται τη δεκαετία του 1850).
Πολλοί θα πουν ότι, όπως εκείνη η κρίση έφερε την πραγματική ενοποίηση της Αμερικής, έτσι και η σημερινή κρίση της Ευρωζώνης μας ωθεί, αργά αλλά σταθερά, προς την Ομόσπονδη Ευρώπη. Μακάρι! Τους θυμίζω, όμως, ότι για να ενοποιηθεί η Αμερική μετά το Κραχ του 1837 έπρεπε πρώτα να ξεσπάσει ένας απάνθρωπος εμφύλιος (το 1861), στον οποίο ξεκληρίστηκε μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού απ' ό,τι στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη.
Σήμερα, στις αρχές του 2013, στην Ευρωζώνη μπορεί να έχουμε πολιτικούς όπως ο Τζον Κουίνσι Άνταμς, που προσκαλούν στα μέρη μας το «βαρύ πυροβολικό» των δανειστών μας, και σκλάβους του χρέους που δημιούργησαν άλλοι. Έναν Αβραάμ Λίνκολν που θα καταργήσει τη δουλεία και θα ενοποιήσει την ήπειρό μας, δυστυχώς, δεν φαίνεται να διαθέτουμε.
Γιάννης Βαρουφάκης
lifo
manier-manier.blogspot.gr