Η Κίνα με την οικονομική ισχύ της, η Ρωσία με τη στρατιωτική δύναμή της και το θεοκρατικό Ιράν με την ικανότητά του να επιβιώνει παρά τις (ιστορικά αναποτελεσματικές) διεθνείς οικονομικές κυρώσεις αποσκοπούν στη δημιουργία ενός σχήματος συνεργαζόμενων και μικρής εμβέλειας ιμπεριαλισμών, που θεωρούν ότι μπορεί να αποτελέσει το αντίπαλο δέος στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Είναι όμως αυτό εφικτό;...
Η Κίνα, η Ρωσία και το Ιράν είναι τρεις άλλοτε κραταιές αυτοκρατορίες που κάποια στιγμή βρέθηκαν στη λάθος πλευρά της Ιστορίας (το γιατί είναι μια άλλη ιστορία) και που σήμερα πιστεύουν ακράδαντα -η κάθε μία για τους δικούς της λόγους και όχι πάντα αδίκως- πως γι’ αυτό ευθύνεται η καπιταλιστική Δύση. Στην περίπτωση της Κίνας οι ρίζες αυτής της πεποίθησης έχουν βάθος αιώνων, δηλαδή από την εποχή που πρωτίστως οι Βρετανοί επέβαλαν διά της βίας στους Κινέζους να εθιστούν στο όπιο.
Στην περίπτωση της -αιωνίως διχασμένης ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή- Ρωσίας, οι ρίζες βρίσκονται βεβαίως στην επανάσταση των Σοβιέτ αλλά και στη ρεβανσιστική πεποίθηση του Βλαντίμιρ Πούτιν (γέννημα θρέμμα της KGB) ότι «η διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης ήταν η μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του 20ού αιώνα». Τέλος, στην περίπτωση του Ιράν οι ρίζες του μίσους κατά του «Σατανά» ΗΠΑ βρίσκονται στα μέσα του 20ού αιώνα, όταν η CIA, με τους γνωστούς τρόπους της απέτρεψε την εθνικοποίηση των πετρελαιοπηγών του.
Σήμερα ωστόσο αυτό που ενώνει τις τρεις χώρες και τις οδηγεί σε ευρύτερες συνεργασίες τύπου BRICS είναι κάτι περισσότερο από το μίσος. Είναι η κοινή πολιτική τους βούληση να αμφισβητήσουν την ανάγκη ύπαρξης ενός οργανισμού παγκόσμιας εμβέλειας όπως ο ΟΗΕ, που έστω και θεωρητικά έχει σκοπό τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και των οικουμενικών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Είναι η βούλησή τους να δημιουργήσουν -χωρίς βεβαίως να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο αντιποίνων- τις δικές τους ζώνες επιρροής, δηλαδή να δημιουργήσουν ένα σύστημα όπου στην Ευρασία θα ηγεμονεύει η Ρωσία, στη νότια Ασία η Κίνα και στη Μέση Ανατολή το Ιράν. Σε ό,τι αφορά δε τα ανθρώπινα δικαιώματα οι τρεις αυτές χώρες ορθώς -ώς έναν βαθμό- ισχυρίζονται πως ούτε η Μάγκνα Κάρτα ούτε ο Διαφωτισμός ούτε η Γαλλική Επανάσταση τις αφορούν και ότι σε τελευταία ανάλυση δεν επιθυμούν να γίνουν «Δημοκρατίες», οι οποίες ως γνωστόν συνοδεύονται με κοινωνικές αναταραχές, αμφισβητήσεις εξουσιών, πολιτικές αλλαγές, ελευθερίες λόγου και επικλήσεις δικαιωμάτων. Και όχι μόνο το ισχυρίζονται, αλλά ανά τακτά χρονικά διαστήματα το αποδεικνύουν κιόλας, συνήθως με περισσή βαρβαρότητα.
Με άλλα λόγια η Κίνα με την οικονομική ισχύ της, η Ρωσία με τη στρατιωτική δύναμή της και το θεοκρατικό Ιράν με την ικανότητά του να επιβιώνει παρά τις (ιστορικά αναποτελεσματικές) διεθνείς οικονομικές κυρώσεις αποσκοπούν στη δημιουργία ενός σχήματος συνεργαζόμενων και μικρής εμβέλειας ιμπεριαλισμών, που θεωρούν ότι μπορεί να αποτελέσει το αντίπαλο δέος στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.
Είναι όμως αυτό εφικτό; Αρκεί το κοινό μίσος έναντι της Δύσης (ή του Βορρά, εξαρτάται από το πού το βλέπει κανείς) για τη δημιουργία μιας νέας τάξης πραγμάτων στην παγκόσμια πολιτική σκακιέρα και για την ανατροπή των υφιστάμενων γεωπολιτικών ισορροπιών;
Επί του θέματος αυτού οι απόψεις στις ΗΠΑ διίστανται. Στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, για παράδειγμα, ο τότε γερουσιαστής Τζόζεφ Μπάιντεν, επιστρέφοντας από ένα ταξίδι στη Μόσχα, δήλωνε ότι οι Ρώσοι τού είπαν πως «αν διευρυνθεί το ΝΑΤΟ, θα στραφούν προς την Κίνα» και ότι αυτός -ειρωνικά- τους απάντησε «καλή τύχη και αν δεν τα βρείτε με το Πεκίνο να πάτε προς την Τεχεράνη». Την ίδια εποχή ωστόσο ο Αμερικανός τότε σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι, προειδοποιούσε πως «το χειρότερο σενάριο για τις ΗΠΑ είναι η συμμαχία της Κίνας, της Ρωσίας και του Ιράν». Σήμερα η συμμαχία αυτή έχει ώς έναν βαθμό υλοποιηθεί. Η Κίνα αγοράζει πετρέλαιο από τη Ρωσία και της πουλάει βιομηχανικά προϊόντα όσο ποτέ άλλοτε, ενώ Πεκίνο και Μόσχα αγοράζουν και πουλάνε συμβατικά οπλικά συστήματα στην Τεχεράνη, η οποία ωστόσο δεν έχει ξεχάσει ότι η Ρωσία υποστήριξε το 2015 το δυτικό σχέδιο κατά του εμπλουτισμού του ουρανίου της. Ισως επειδή στο θέμα των πυρηνικών όπλων μάλλον «φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη».
Το ίδιο πάντως φαίνεται να συμβαίνει και σε σχέση με τη λεγόμενη «αποδολαριοποίηση» των μεταξύ τους συναλλαγών, όπου η Ρωσία και το Ιράν, παρά τις κατά καιρούς ανακοινώσεις τους, δεν καίγονται να υποκαταστήσουν το δολάριο με το κινεζικό γουάν. Κάτι που αναπόφευκτα θα συνέβαινε αν ποτέ δημιουργούσαν οι τρεις αυτές χώρες μια κοινή και ελεύθερη αγορά. Ενδεικτικό είναι επίσης το γεγονός ότι ενώ η Ρωσία δηλώνει εσχάτως έτοιμη να δανείσει στο Ιράν τα ποσά που απαιτούνται για τη σιδηροδρομική διασύνδεση των δύο χωρών με την Ινδία, η Τεχεράνη προς το παρόν αρνείται διαπιστώνοντας μεταξύ άλλων πως οι προτεινόμενες από τη Μόσχα δανειακές συμβάσεις είναι σε ρούβλια. Εξίσου σημαντικοί είναι οι δισταγμοί και στις άλλες δεκάδες χώρες που συμμετέχουν -ή δηλώνουν πως επιθυμούν να συμμετάσχουν- στο εγχείρημα των BRICS. Οι περισσότερες από αυτές, ακόμα και εκείνες που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο υφίστανται διεθνείς οικονομικές κυρώσεις, δεν επιθυμούν την απόλυτη οικονομική εξάρτηση από την Κίνα, ούτε την αμυντική από τη Ρωσία, ορισμένες δε εξ αυτών -αρχής γενομένης από τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες της κεντρικής Ασίας- ζητούν από το Πεκίνο να τους εγγυηθεί πως ποτέ δεν θα έχουν την τύχη της Ουκρανίας στην Ευρώπη.
Μια Ευρώπη που, όσο και αν προς το παρόν εκτιμά πως αποκλείεται ο Βλαντίμιρ Πούτιν και ο Σι Τζινπίνγκ να κάνουν αυτά που δεν έκαναν δικτάτορες όπως ο Στάλιν και ο Μάο, οφείλει πλέον να αντιληφθεί ότι η χειραφέτησή της και ο σταδιακός αμυντικός απογαλακτισμός της από τις ΗΠΑ είναι μονόδρομος. Και αυτό όχι μόνο εν όψει του ενδεχόμενου κινδύνου επιστροφής του Τραμπ στις ΗΠΑ, αλλά και επειδή σε τελευταία ανάλυση η Μάγκνα Κάρτα, ο Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση την Ευρώπη τουλάχιστον την αφορούν άμεσα.
Μανώλης Σπινθουράκης
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου