26.10.24

Το φαινόμενο Τραμπ δεν είναι (πια) φαινόμενο...



Μισαλλοδοξία, μισογυνισμός, οπορτουνισμός, αλαζονεία, κατασυκοφάντηση, φόβος και τρόμος, νόμος και τάξη, στοχοποίηση κοινωνικών μειονοτήτων και πολιτικών αντιπάλων, απαξίωση των θεσμών και αμφισβήτηση των αρχών της δημοκρατίας. Αυτό ήταν το brand του πολλαπλά καταδικασμένου Τραμπ, ανέκαθεν. Τίποτα δεν άλλαξε και σίγουρα τίποτα δεν βελτιώθηκε...
Πολύ ψηφιακό μελάνι έχει ξοδευτεί για τον Ντόναλντ Τραμπ τα τελευταία οκτώ χρόνια. Πριν από το μελάνι, η βιομηχανία του θεάματος είχε ξοδέψει άπειρο τηλεοπτικό χρόνο –ακόμα και σελιλόιντ– για να απαθανατίσει το φαινόμενο Τραμπ σε κάθε του πτυχή και να χτιστεί έτσι το προφίλ του μεγιστάνα.


Ο χρόνος όμως τρέχει και τα φαινόμενα ξεφτίζουν, ιδίως όταν έχουν κατασκευαστεί με τα σαθρά υλικά της τηλεοπτικής δημοσιότητας. Ιδίως όταν τα φαινόμενα δεν υπήρξαν ποτέ φαινόμενα, αλλά σερβιρίστηκαν ως τέτοια.

Το φαινόμενο Τραμπ έπαψε να είναι φαινόμενο. Και όπως όλα δείχνουν, μάλλον δεν υπήρξε και ποτέ. Εξ αρχής, το φαινόμενο Τραμπ δεν ήταν κάτι καινούργιο, δεν ήταν καν φαινόμενο. Φαινόμενο είναι μια αλλαγή στον κόσμο, η οποία παρατηρείται συστηματικά.


Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έχει υποστεί καμία ουσιαστική αλλαγή, είναι ο πιο πεισματάρης αρνητής του καθετί που αντίκειται σε όσα ο ίδιος πιστεύει. Εμμένει στις θέσεις του μέχρι θανάτου – και αν αυτές έρχονται σε κόντρα με την πραγματικότητα, τότε κόβει και ράβει μια νέα πραγματικότητα στα μέτρα του. Η δημοσιότητα χρησιμεύει στο να πιπιλήσει τη νέα πραγματικότητα σε τέτοιο βαθμό, που ακόμα και η πιο εξωφρενική πλάνη να γίνεται αποδεκτή, έστω και ως εκκεντρικότητα. Ούτε οι 34 κατηγορίες για τις οποίες κρίθηκε ένοχος από σώμα ενόρκων δεν κατάφεραν να αλλάξουν το τοπίο για τον Τραμπ. Αντιθέτως, η καταδικαστική απόφαση για την υπόθεση Στόρμι Ντάνιελς βαφτίστηκε πολιτική δίωξη και απέφερε στα ταμεία του πάνω από 50 εκατομμύρια δολάρια, μέσα σε μόλις 24 ώρες.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η κυβέρνηση των ΗΠΑ μήνυσε τον Ντόναλντ Τραμπ και τον πατέρα του για διακρίσεις σε βάρος μαύρων ενοικιαστών σε διαμερίσματα που διαχειρίζονταν. Ο Τραμπ, με υποβολέα τον διαβόητο Ρόι Κον, κοντραρίστηκε με το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης και δεν το έβαλε ποτέ κάτω, δεν παραδέχτηκε ποτέ και τίποτα, ακόμα κι όταν η υπόθεση τελικά διευθετήθηκε με τα γνωστά δικανικά τερτίπια του αδίστακτου Κον.


Στα τέλη της δεκαετίας του '80, ο Τραμπ πλήρωσε 85.000 δολάρια για μια ολοσέλιδη καταχώριση στους New York Times με την οποία πρότεινε την επαναφορά της θανατικής ποινής για τους πέντε έφηβους που κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν αρχικά για τη δολοφονία της 28χρονης Τρίσα Μέιλι στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης. Οι τέσσερις έφηβοι ήταν μαύροι και ο ένας Λατίνος. Το 2002, οι πέντε άνδρες αθωώθηκαν, όταν ο καταδικασμένος βιαστής και δολοφόνος Ματίας Ρέιες ομολόγησε το έγκλημα. Το DNA του Ρέιες ταυτίστηκε με το δείγμα που βρέθηκε στη Μέιλι. Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν απολογήθηκε ποτέ και για τίποτα.

Μέσα στη νέα χιλιετεία, ο Ντόναλντ Τραμπ συνέχισε ακάθεκτος να στοχοποιεί και να συκοφαντεί όλους όσοι δεν χωρούσαν στην κοσμοθεωρία μιας Αμερικής που εκθειάζει τους μεγιστάνες και θεωρεί όλους τους υπόλοιπους υποδεέστερους, αποτυχημένους, βρομύλους και επικίνδυνους. Στο στόχαστρο του Τραμπ μπήκε τότε ο νεοανερχόμενος γερουσιαστής από το Ιλινόι και υποψήφιος πρόεδρος των ΗΠΑ Μπάρακ Ομπάμα. Για μια ακόμη φορά, ο Τραμπ προσπάθησε να διαβάλει το μιντιακό τοπίο με ένα μπαράζ εμπρηστικών προπαγανδιστικών δηλώσεων που μέμφονταν τον υποψήφιο πρόεδρο Ομπάμα ότι δεν ήταν γεννημένος στην Αμερική, άρα δεν είχε δικαίωμα να είναι υποψήφιος. «Λαθραίος» λοιπόν και ο Ομπάμα για τον Τραμπ και ένα κομμάτι των Ρεπουμπλικανών που είχε αρχίσει, σαν έτοιμο από καιρό, να ριζοσπαστικοποιείται δραματικά προς την Υπερδεξιά.

Μισαλλοδοξία, μισογυνισμός, οπορτουνισμός, αλαζονεία, κατασυκοφάντηση, φόβος και τρόμος, νόμος και τάξη, στοχοποίηση κοινωνικών μειονοτήτων και πολιτικών αντιπάλων, απαξίωση των θεσμών και αμφισβήτηση των αρχών της δημοκρατίας. Αυτό είναι το brand του πολλαπλά καταδικασμένου Τραμπ, ανέκαθεν. Τίποτα δεν άλλαξε και σίγουρα τίποτα δεν βελτιώθηκε. Το φαινόμενο ήταν πάντα εκεί, δηλώνοντας ακούραστα «παρών» και βγαίνοντας στην επιφάνεια όταν η συγκυρία τού επέτρεπε να βγει για να σπείρει διχόνοια και μίσος. Τίποτα δεν άλλαξε, η συνταγή του αυταρχισμού είναι παντού και πάντοτε ίδια, απλά φουντώνει και καταλαγιάζει, όπως μας έχει δείξει η πρόσφατη Ιστορία τις τελευταίες δεκαετίες. Πριν από τον Τραμπ είχαμε τη Σάρα Πέιλιν και την ομάδα του Tea Party. Προηγήθηκαν οι μιντιακοί προπαγανδιστές Ρότζερ Εϊλς και Ρας Λίμπο, που με φερέφωνο το δίκτυο Foxnews άνοιξαν και αυτοί τον δρόμο για την εκλογή Τραμπ. Πιο πριν πρωταγωνίστησε στην πλειοδοσία υπέρ των φυλετικών διακρίσεων και της μισαλλοδοξίας ο λαϊκιστής κυβερνήτης της Αλαμπάμα Τζορτζ Γουάλας, με τους περιβόητους νόμους του Τζιμ Κρόου.

Αρκετά πιο πριν έδρασαν η ηθική πλειοψηφία και ο μακαρθισμός. Κι ας μην ξεχνάμε ότι κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το ναζιστικό κόμμα των ΗΠΑ έκανε συγκεντρώσεις λαοθάλασσας σε εμβληματικούς χώρους, όπως το Μάντισον Σκουέρ Γκάρντεν της Νέας Υόρκης.

Το φλερτ της Αμερικής με τον αυταρχισμό, τον ρατσισμό και τη διχόνοια είναι αδιάκοπο και παραμονεύει, περιμένοντας τις συνθήκες να ωριμάσουν, την κοινωνία να αγανακτήσει και το κατεστημένο να εκφυλιστεί, για να επανέλθει στα πράγματα και να σφίξει τα λουριά της δημοκρατίας κατά το δοκούν.

Αυτό που τελικά αποτελεί φαινόμενο, είναι το πώς φουσκώνει και ξεφουσκώνει το παραμύθι της υπονόμευσης των δημοκρατικών θεσμών στις συνειδήσεις του κόσμου. Ο Τραμπ όμως δεν αποτελεί φαινόμενο γιατί δεν άλλαξε ο ίδιος κάτι ή σε κάτι. Πάτησε πάνω στα ψέματα των προηγούμενων θιασωτών της αμερικανικής Ακροδεξιάς, στον Μακάρθι, στο Tea Party, στον Γουάλας, στον Κον, στον Νιουτ Γκίνγκριτς, στον Ρας Λίμπο, προπαγάνδισε θεωρίες συνωμοσίας και στοχοποίησε αλύπητα τους πολιτικούς του αντιπάλους και όσους αμφισβήτησαν την πρωτοκαθεδρία του ηγέτη Τραμπ, με σκοπό να δημιουργήσει ένα περίεργο είδος αυτοκρατορίας, κατά την οποία αυτός θα είναι ο απόλυτος μονάρχης, θα παρεμβαίνει σε όλα, διαφεντεύοντας από το Σύνταγμα μέχρι και τη δικαστική εξουσία, χωρίς να λογοδοτεί σε καμία αρχή ή άλλο θεσμό.

Νίκος Κουλούσιος (Δημοσιογράφος)

efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: