19.9.24

Πού βαδίζει τελικά το σύστημα;...


 
Ο Σπινόζα μιλούσε προ αιώνων για την «ψευδαίσθηση των ελεύθερων επιταγών» και φυσικά είχε στον νου την ανθρώπινη αδυναμία του καθενός να δει τη μεγάλη εικόνα, τη στοχαστική εκείνη οπτική ως «οργανώτρια των σκοπών»...

Υφίσταται ένα αυτονόητο μηχανικό δεδομένο: ο καπιταλισμός ζει και αναπαράγεται «τρακάροντας» με τα όριά του. Ορια συνεχώς μεταβαλλόμενα από τη χωροχρονική δυναμική του κεφαλαίου, που επίμονα ζητάει όλο και περισσότερο χώρο, όλο και περισσότερο χρόνο, δηλαδή νέες επικράτειες πιθανού κέρδους (και ειδικά τώρα με την υπερσυνδεσιμότητα του διαδικτύου και τις απεδαφικοποιημένες ψηφιακές ροές αναπαραγωγής του μοχλευμένου χρήματος). Ως όριο του καπιταλισμού ορίζεται πλέον όχι το γενικό τοπίο στασιμότητας -άλλωστε η ανάπτυξη τρέχει αλλά οι πολλοί δεν τη νιώθουν- αλλά όλες εκείνες οι σχεδόν καθημερινές εστίες της ανισορροπίας του συστήματος που κάλλιστα θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν παγκόσμια αστάθεια και συνθήκες γενικευμένης κρίσης.

Στο επίκεντρο φυσικά του προβληματισμού όλων βρίσκεται η ολοένα και μεγαλύτερη απόσταση που παίρνει η πραγματική παραγωγή από τη χρηματοπιστωτική σφαίρα. Θα αποφύγω σκόπιμα να παραθέσω μεγέθη, ωστόσο αυτή η εμφανώς διευρυνόμενη απόσταση υποστηρίζεται από παρόμοια δυναμική αποσύνδεσης της μικροοικονομικής από τη μακροοικονομική πραγματικότητα.

Ο δε διανοητικός και θεωρητικός προβληματισμός περί αυτοκαταστροφής του συστήματος κρύβει πίσω του μια πολυσύνθετη εικόνα: η mainstream οικονομία (παραγωγή, εμπόριο, πιστωτικό σύστημα) έχει κυριαρχηθεί (έχει εγκιβωτιστεί θα έλεγα καλύτερα) από τον μεγάλο αδηφάγο συλλογικό κεφαλαιοκράτη: το κράτος. Παντού στη Δύση το Δημόσιο και οι Κεντρικές Τράπεζες είναι φορείς (που σχεδόν ταυτίζονται στο συλλογικό ασυνείδητο) οι οποίοι ελέγχουν τόσο την έκδοση και κυκλοφορία του χρήματος όσο και τη δημοσιονομική πολιτική. Η διαπλεκόμενη κρατική και χρηματοπιστωτική εξουσία προστατεύει ακόμα μια φορά τις ροές του αεικίνητου κεφαλαίου με τις μόνιμες πλέον εκδόσεις χρήματος. Φρονώ ότι πρόκειται για μια ιστορική στιγμή υπερεγωτικής προσταγής του καπιταλισμού στο εν δυνάμει αδρανές/λιμνάζον κεφάλαιο, καθώς καίγεται μέρος από το υφιστάμενο ενεργητικό χρήμα: το «παραγωγικό κεφάλαιο» δηλαδή, του οποίου έσχατο καταφύγιο είναι το κρατικό μονοπώλιο της βιοπολιτικής καθυπόταξης.

Με την κατανάλωση να σπάει κάθε ρεκόρ παρά την ακρίβεια χρήματος και αγαθών, ουσιαστικά ζούμε την προσομοίωση μιας κρίσης αναδιάρθρωσης και λιγότερο μια διελκυστίνδα ορίων συσσώρευσης. Μιλώντας με μαθηματικούς όρους, θα το ονομάζαμε κάτι σαν «οριακή ροπή» της κρίσης, μόνο που δεν πρόκειται ακριβώς για οριακά μετρήσιμο φαινόμενο αλλά για περιοριστική τάση, για αναδιάρθρωση καπιταλιστικών αξιωμάτων, μεταβολή σε νόρμες και κώδικες κεφαλαιακής συσσώρευσης και τελικά για αποσυσχέτιση εργασίας/κεφαλαίου και κέρδους/μισθού. Οι κυβερνήσεις ουσιαστικά εκδίδουν χρέος και το έχουν εκτοξεύσει σε διαστημικά μεγέθη την ίδια στιγμή που πασχίζουν να ισορροπούν δημοσιονομικά με υπέρμετρη φορολογία αλλά και με αναγκαστική επιδοματική πολιτική (πανδημία, πόλεμοι, ενεργειακή κρίση, πληθωρισμός).

Ουσιαστικά δημιουργείται ένα σκηνικό έξω και πέρα από το αμιγώς καπιταλιστικό παίγνιο των ιδιωτικών κεφαλαίων και την ενδογενή μετατόπιση του ορίου του συστήματος. Τόσο οι κυβερνήσεις των κρατών όσο και οι υπερεθνικοί οργανισμοί αλλά και το ίδιο το χρηματοπιστωτικό σύστημα που «ακολουθεί» πλέον αυτή τη γενικότερη σφιχτή οικονομική πολιτική των περιορισμών στις αγορές και στην παραγωγή μεγεθύνουν εικονικά τις οικονομίες (βλ. επίπεδα ρεκόρ των χρηματιστηρίων). Αραγε πόσο φυσιολογικό είναι αυτό σε επίπεδο μακροοικονομικής ισορροπίας για τον ίδιο τον καπιταλισμό;

Η απάντηση φυσικά είναι σύνθετη. Εξαρτάται από τη συμπεριφορά των μικρών και μεγάλων οικονομικών δρώντων στην οικονομία. Με αφορμή τα πρόσφατα bidenomics που εφαρμόστηκαν στις ΗΠΑ και τις σχετικές δημόσιες και ακαδημαϊκές συζητήσεις περί επιστροφής του νεοκεϊνσιανισμού, το μείζον ερώτημα για τη σταθερότητα του συστήματος και τον περιορισμό των ανισοτήτων στις κοινωνίες είναι αν τα μεγάλα κυρίως κράτη θα υιοθετήσουν γενναία προγράμματα δημόσιων επενδύσεων (ώστε να ανοίγονται θέσεις εργασίας σε έργα π.χ. υποδομών και ενέργειας). Και το πρόσθετο ζητούμενο είναι αν η ξέφρενη τεχνολογία και η καινοτομία του ιδιωτικού τομέα καταφέρουν να συμπράξουν στον τελικό πολλαπλασιαστή επενδύσεων και εισοδήματος.

Δυστυχώς οι κυβερνήσεις δεν κατανοούν ότι τα δημόσια και ιδιωτικά χρέη συναρτώνται με την ολοένα και αυξανόμενη κατανάλωση, η οποία όμως τροφοδοτείται (και εδώ είναι η καλυμμένη εσωτερική αντίφαση του συστήματος) από τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την ενεργειακή μετάβαση, τους δύο νέους πυλώνες καπιταλιστικής συνέχειας.

Ο καπιταλισμός του πολυετούς χρηματοπιστωτικού επεκτατισμού και των μεγάλων τεχνολογικών ολιγοπωλίων δεν φαίνεται πάντως να γεννάει βιώσιμες θέσεις απασχόλησης. Εξακολουθούμε να ζούμε με μια σχετική αδράνεια επενδυτικών κεφαλαίων συγκριτικά με τα κρατικά κεφάλαια που δυστυχώς δεν τροφοδοτούν την παραγωγική οικονομία αλλά την καταναλωτική και χρηματιστηριακή σφαίρα. Στον προβληματισμό μας σχετικά με τις τάσεις αυτοακύρωσης των ορίων του καπιταλιστικού συστήματος θα ήταν φρόνιμο να συμπεριλάβουμε τα νέα ερευνητικά πεδία της «Συμπεριφορικής Μακροοικονομικής», που διερευνά αυτές ακριβώς τις ανισορροπίες. Δηλαδή εκείνες τις προειδοποιητικές απο-συσχετίσεις, οι οποίες γεννιούνται όταν η οικονομία δεν μπορεί να προσαρμοστεί σε μεσομακροπρόθεσμες τάσεις μεγέθυνσης ενώ ήδη βρίσκεται σε βραχυπρόθεσμη νομισματική και δημοσιονομική προσαρμογή (π.χ. μεταβολή επιτοκίων).

Η δε διαλεκτική σχέση μεταξύ μικροοικονομικής καθημερινότητας νοικοκυριών και επιχειρήσεων και μακροοικονομικής ισορροπίας αγορών και κρατών συνεχίζει να εξαρτάται από το έντονο γεωπολιτικό σκηνικό αστάθειας και ανισορροπίας. Πόλεμοι και χρηματιστηριακές τιμές εμπορευμάτων, πρώτων υλών και αγαθών ρυθμίζουν τελικά τις τιμές κατανάλωσης στην καθημερινότητα δισεκατομμυρίων ανθρώπων.

Με βάση αυτόν τον διαρκή συνδυασμό των συγκεκριμένων μεταβλητών δοκιμάζονται τα όρια μετατόπισης του συστήματος και οι όποιες πιθανές εστίες αυτοκαταστροφής του.

Ηλίας Καραβόλιας

efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: