15.9.24

Ο ευρωβουλευτής, ο δήμαρχος και η χειροβομβίδα...



Μια ξεχασμένη ιστορία του 2001 με άκρως επίκαιρες προεκτάσεις.. .
Οι πρόσφατες εξελίξεις στο Βορειοηπειρωτικό προσδίδουν αναπάντεχη επικαιρότητα σε μια τρομοκρατική ενέργεια που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα πριν από σχεδόν δυόμισι δεκαετίες και για «εθνικούς» λόγους πέρασε στα ψιλά τής τότε επικαιρότητας. Ποινικά αδιάφορη πλέον η υπόθεση εκείνη, αξίζει παρ’ όλα αυτά να υπενθυμιστεί· αν μη τι άλλο, επειδή αποδεικνύει περίτρανα πόσο υποκριτική είναι η καταδίκη της πολιτικής βίας από την ελληνική Δεξιά και τα ΜΜΕ της.


Μια έκρηξη στο Περιστέρι

Η ιστορία μας ξεκινά τη νύχτα του Σαββατόβραδου 13-14 Ιανουαρίου 2001. Στην ταβέρνα «Ρωμιοσύνη», στο Περιστέρι, κοβόταν η πίτα της ομώνυμης εφημερίδας της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας παρουσία του βουλευτή Αργυροκάστρου, Βαγγέλη Τάβου, και άλλων στελεχών της μειονότητας που σχετίζονταν με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, όπως ο επιχειρηματίας Γρηγόρης Τάβος ή ο πρώην υπουργός Τάσος Αγγελής.

«Η πολιτική βία είναι μη αποδεκτή στις δημοκρατικές κοινωνίες»
Κυριάκος Μητσοτάκης (14.7.2024)

Λίγο μετά τα μεσάνυχτα μια έκρηξη χειροβομβίδας στην είσοδο της ταβέρνας γκρέμισε όλα τα τζάμια και προκάλεσε ζημιές σε τρία παρακείμενα αυτοκίνητα και δύο μοτοσικλέτες, τρέποντας σε φυγή τους περίπου διακόσιους συγκεντρωμένους και βάζοντας απότομα τέρμα στη συνεστίαση. Ακολούθησε τηλεφώνημα στην εφημερίδα «Η Χώρα» του Γιώργου Τράγκα, με ανάληψη της ευθύνης για το χτύπημα από την οργάνωση ΜΑΒΗ («Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου»). Την ίδια δηλαδή εθνικιστική οργάνωση που εφτά χρόνια νωρίτερα είχε πραγματοποιήσει αιματηρή επιδρομή σε αλβανικό στρατόπεδο στο παραμεθόριο χωριό Επισκοπή σκοτώνοντας έναν αξιωματικό κι έναν φαντάρο κι εξαρθρώθηκε τον Μάρτιο του 1995 με τη νυχτερινή σύλληψη στην ελληνική πλευρά των ίδιων συνόρων μιας επταμελούς ομάδας, στα οχήματα της οποίας βρέθηκαν έξι Καλάσνικοφ και άλλα όπλα.

Το πολιτικό και δημοσιογραφικό ενδιαφέρον της τρομοκρατικής ενέργειας του 2001 ήταν αυτονόητο: αν μη τι άλλο, η ρίψη χειροβομβίδων σε πολιτικές εκδηλώσεις, έστω και δίχως θύματα, δεν είναι και τόσο συνηθισμένο συμβάν στην Ελλάδα (και δη στην Αθήνα) του εικοστού πρώτου αιώνα! Πόσο μάλλον όταν η επίθεση φερόταν να έχει «εθνική» διάσταση, η δε διεκδίκησή της συνοδεύτηκε από το διαβεβαίωση των μελών της ΜΑΒΗ πως «από εδώ και πέρα θα είμαστε πιο σκληροί»· μεταφέροντας προφανώς το «εθνικοαπελευθερωτικό» αντάρτικό τους από την ελληνοαλβανική μεθόριο στα αθηναϊκά μετόπισθεν.


H τηλεφωνική ανάληψη ευθύνης από τη ΜΑΒΗ μέσω «Χώρας», 15/1/2001

Οπως είχε συμβεί και το 1994 μετά την αιματηρή παρθενική εμφάνιση της οργάνωσης, έτσι και τούτη τη φορά τα περισσότερα αθηναϊκά ΜΜΕ προτίμησαν ωστόσο την εθνικά ορθή προβοκατορολογία αντί για τον στοιχειώδη προβληματισμό που υπαγόρευαν τα γεγονότα. Στο μεσοδιάστημα η ελληνική Δικαιοσύνη είχε άλλωστε ρίξει στα μαλακά τους συλληφθέντες του 1995, καταδικάζοντάς τους για απλή κατοχή και μεταφορά όπλων τα οποία (υποτίθεται πως) είχαν αγοράσει από άγνωστους Αλβανούς για απροσδιόριστο λόγο, αποφεύγοντας την παραμικρή σύνδεσή τους με τη ΜΑΒΗ –σε αντίθεση με τον συνήγορό τους, Φιλοκλή Ασημάκη, που λίγες μέρες νωρίτερα έδινε στην «Ελεύθερη Ωρα» (4/1/2001) τη δική του εκδοχή για τη δράση «των παιδιών του ΜΑΒΗ», αλλά και τον μέχρι πρότινος αρχηγό της Αντιτρομοκρατικής, Ιωάννη Παπαδάκη, που διεκδίκησε από τηλεοράσεως δάφνες για τη «διάλυση της οργάνωσης» με τρόπο που «προφύλασσε κατά κάποιο τρόπο τα εθνικά συμφέροντα» (βλ. Ο Ιός, «Ετεροχρονισμένα αποκαλυπτήρια για τη ΜΑΒΗ», «Ελευθεροτυπία», 11/12/1999, https://shorturl.at/evARk). Αντί για την προσφιλή τους τρομολαγνεία, τα ρεπορτάζ της Δευτέρας 15/1/2001, στις δεξιές ιδίως εφημερίδες, προσαρμόστηκαν έτσι στην εθνική γραμμή, σύμφωνα με την οποία η δράση της ΜΑΒΗ έπρεπε στην καλύτερη περίπτωση να αμφισβητείται.

«Το ενδεχόμενο της προβοκάτσιας εξετάζουν οι αστυνομικοί», μας πληροφορούσε λ.χ. η «Απογευματινή». «Κι αυτό γιατί την ώρα της επίθεσης, στην ταβέρνα γινόταν η κοπή πίτας της ομογένειας των Βορειοηπειρωτών. Οι άγνωστοι, που σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις ήταν Αλβανοί, έριξαν χειροβομβίδα αμυντικού τύπου στην είσοδο του καταστήματος», το δε τηλεφώνημα της ΜΑΒΗ «εξετάζεται από τους αστυνομικούς με επιφυλάξεις για τη γνησιότητά του». Το ίδιο επιχείρημα, πως οι δράστες μιας επίθεσης σε Βορειοηπειρώτες δεν μπορούσε να είναι παρά Αλβανοί, πρόβαλε και η «Βραδυνή», με την ομογάλακτη «Χώρα» (που είχε την τιμή να δεχτεί το επίμαχο τηλεφώνημα) ν’ αναρωτιέται στον τίτλο της: «Τρομοκρατική επίθεση της ΜΑΒΗ ή προβοκάτσια;» Αναλυτικότερο ήταν το ρεπορτάζ του Γιώργου Καραϊβάζ στον «Ελεύθερο Τύπο», σύμφωνα με το οποίο «οι αστυνομικοί της Αντιτρομοκρατικής που ανέλαβαν τη διεξαγωγή ερευνών για τη διαλεύκανση της βομβιστικής επίθεσης εκτιμούν πως σκοπός των δραστών ήταν να προκαλέσουν θόρυβο και τίποτε περισσότερο. Σε ό,τι αφορά στη ΜΑΒΗ, άφησαν ανοιχτό το ενδεχόμενο η ανάληψη της ευθύνης να έγινε για προβοκατόρικους σκοπούς, χωρίς ωστόσο να αποκλείουν κατηγορηματικά και αυτή την εκδοχή. Οι έρευνες αναμένεται να κινηθούν προς πάσα κατεύθυνση, φτάνοντας ακόμη και σε πιθανές παράνομες οργανώσεις της αλβανικής μαφίας».

Η εθνοπρεπής αυτή ερμηνεία αγνόησε έτσι κατά κανόνα μια σειρά από κραυγαλέα στοιχεία της υπόθεσης. Το γεγονός λ.χ. πως η εφημερίδα «Ρωμιοσύνη», έκφραση της μερίδας εκείνης της ελληνικής μειονότητας που επιθυμούσε την ομαλή συμβίωσή της με την υπόλοιπη αλβανική κοινωνία μέσω της συνεργασίας με το εκεί Σοσιαλιστικό Κόμμα, βρισκόταν σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τα εθνικιστικά βορειοηπειρωτικά σωματεία, την εθνοκεντρική μειονοτική οργάνωση «Ομόνοια» και το συνδεόμενο με αυτή «Κόμμα Ενωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» (στο οποίο μετέχουν επίσης οργανώσεις Σλαβομακεδόνων, Βλάχων, Σέρβων, Μαυροβουνίων και Τσιγγάνων). Ή το γεγονός πως ο σοσιαλιστής βουλευτής Βαγγέλης Τάβος συγκέντρωνε το μίσος των Ελλήνων εθνικιστών μετά την εκλογική του νίκη το 1997 σε βάρος του προκατόχου του (και ηγετικού στελέχους της «Ομόνοιας») Βαγγέλη Ντούλε με 56,8% έναντι 29,8%· νίκη που θα επαναλαμβανόταν και στις επόμενες εκλογές του καλοκαιριού του 2001 με ποσοστό 54,4% έναντι 26,7% (Λάμπρος Μπαλτσιώτης, «Ελληνες και εν δυνάμει Ελληνες. Η μειονότητα της Αλβανίας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο», Ιωάννινα 2020, σ.289-290 & 326).

Στη μοναδική σχετική αναφορά που εντοπίσαμε στα δημοσιεύματα των ημερών («Ελ. Τύπος», 15/1), βασισμένη στις πληροφορίες «στελεχών της Ομόνοιας», οι «παρόντες στη χθεσινή εκδήλωση» αδελφοί Βαγγέλης και Γρηγόρης Τάβος σκιαγραφούνται λ.χ. ως όργανα «ανθελληνικών κύκλων» που «προβάλλουν ως συμφέρουσα λύση για την ελληνική μειονότητα την πολιτική της έκφραση μέσω των κομμάτων που ήδη υπάρχουν» (σε αντίθεση με την «Ομόνοια» που «εκφράζει τη θέληση των Βορειοηπειρωτών για αυτόβουλη και αυτόνομη πολιτική έκφραση»). Για τη ΜΑΒΗ πάντως τα ερωτώμενα στελέχη φρόντισαν να δηλώσουν πως «αγνοούν κάθε ύπαρξη της οργάνωσης».


Για να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο, πατήστε ΕΔΩ...

Δεν υπάρχουν σχόλια: