20.7.24

Κύπρος 1974-2024: Μαρτυρία από το ημερολόγιο του τυφεκιοφόρου πεζικού Ι.Σ....



Το καλοκαίρι έχει μπει για τα καλά κι ακόμα δε μ’ έχει δει η θάλασσα. Κάθε τόσο ανεβαίνω στο Αρχηγείο του Ναυτικού, στον τέταρτο όροφο, εκεί όπου υπηρετεί ως έφεδρος ανθυπολοχαγός ο φίλος τοπογράφος του ΕΜΠ και για ένα φεγγάρι μέλος του φοιτητικού μας συγκροτήματος... Υπηρετεί ως υπασπιστής του Αρχηγού που με υποδέχεται ευγενικά κι όχι σαν τον πεζικάριο «καραβανά», τέσσερα πατώματα πιο κάτω. Ίδιο κτίριο, άλλο κλίμα, άλλη ατμόσφαιρα. Πολιτισμός.


Το πραξικόπημα

Ένα πρωί έχω βυθιστεί στη δερμάτινη πολυθρόνα του γραφείου του Ναυάρχου όταν ανοίγει η πόρτα, κι ένας αναψοκοκκινισμένος κατώτερος αξιωματικός του Ναυτικού προβάλλει αναστατωμένος: «Αρχηγέ, έγινε πραξικόπημα στην Κύπρο... ακούμε ότι ο Μακάριος είναι νεκρός». Από το στόμα τού πάντοτε ευγενικού κ. Ναυάρχου, ξεφεύγει μια βρισιά. «Το κάνανε, τελικά, οι αλήτες. Οι δειλοί!». Τον αποχαιρετώ βιαστικά, και σπεύδω στο Μεταφραστικό, για να μεταφέρω τα δυσάρεστα μαντάτα. Kούνια που με κούναγε... Μα είμαι τόσο αφελής;



Αναγγέλλω στους μονιμάδες με τα χακί το, κατά την κρίση μου, κακό που βρήκε τον Ελληνισμό κι αυτό που ακολουθεί, με κάνει να θέλω ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί. Γέλια ηχηρά, κραυγές θριάμβου, ένα σωστό γλέντι αρχίζει. «Επιτέλους... τον φάγανε τον τραγόπαπα, τον κόκκινο διάβολο!», φωνάζει περιχαρής ο ταγματάρχης. Κάθομαι στο γραφείο μου και περιμένω, με το βλέμμα βυθισμένο στα χαρτιά μου, να περάσει η ώρα να φύγω από αυτή τη χουντική φωλιά των ηλίθιων στρατόκαβλων «πατριωτών».

Πέντε μέρες μετά, από το Μεγάλο Νησί της Ανατολικής Μεσογείου φτάνουν τα πιο δυσάρεστα μαντάτα. Οι Τούρκοι στην αναμπουμπούλα βρίσκουν την ευκαιρία και, με τις πλάτες των εμπνευστών και υποκινητών τους «φίλων» Αμερικανών, -ελέω του προεδρικού συμβούλου Χένρι Κίσινγκερ (της CIA;) εισβάλλουν στην Βόρεια Κύπρο.


Ο σκοτεινός δικτάτορας

Από μακριά ακούγεται η σειρήνα του συναγερμού. Πρέπει αμέσως να παρουσιαστώ στο τάγμα. Επικρατεί έντονη κινητικότητα και φανερή ανησυχία. Ξαφνικά, ανοίγει η πόρτα του γραφείου και εισβάλλει, με πολυμελή συνοδεία, ο σκυθρωπός «σκοτεινός δικτάτορας», το καθίκι, ο Δ. Ιωαννίδης, ο μόνος ανώτατος αξιωματικός, που είχε την μικρότητα να ρίχνει «φυλακές» σε φαντάρους αυτοπροσώπως, γιατί δεν είχανε δέσει καλά τη χακί γραβάτα της στολής εξόδου.

Έχω αργήσει, αλλά υπακούω -θέλοντας και μη- στις διαταγές, μαζί με τους άλλους δύο του μεταφραστικού. Η είσοδος της μεγάλης αποθήκης στον εξωτερικό διάδρομο -καμουφλαρισμένη από την εμπριμέ ταπετσαρία- αποκαλύπτεται. Μεταφέρουμε με τρόπο συνωμοτικό δεκάδες βαριά κι ασήκωτα κιβώτια γεμάτα απ’ τα μυστικά αρχεία του Αρχηγείου Στρατού, που «μετακομίζει» εσπευσμένα, προς άγνωστη κατεύθυνση. Μπαίνω τελευταίος στη σειρά προσπαθώντας όπως-όπως να τακτοποιήσω τα λιγοστά υπάρχοντά μου, στον σάκο εκστρατείας. Έχω ξεχάσει, στην ταραχή μου, να πάρω το κράνος. Τρίτο ακούγεται το όνομά μου.     
              
Επτά στρατιώτες, δύο της ΕΣΑ, δύο του μεταφραστικού, ένας ράφτης κι ο μάγειρας, ανεβαίνουμε βιαστικά στο πρώτο από τη σειρά με τα στρατιωτικά φορτηγά REO που περιμένουν, με τη μηχανή αναμμένη. Μέχρι να στρίψουμε αριστερά στη Μεσογείων, κατεύθυνση αντίθετη από το αεροδρόμιο του Ελληνικού κι η καρδιά μας να γυρίσει στη θέση της, φαντάζομαι πως θα μας ρίξουνε από ψηλά στο νησί, χωρίς να έχουμε ιδέα από αλεξίπτωτα και τα σχετικά. Όλα είναι πιθανά μέσα στην αναμπουμπούλα!

Οι λουφαδόροι του Διονύσου

Στρίβουμε δεξιά, στο δάσος του Διονύσου. Το στρατόπεδο των πεζοναυτών, μαρτυρά πως -και εκεί- έχει γίνει εσπευσμένη εκκένωση. Τα εγκαταλειμμένα υπάρχοντά τους, ρούχα, βιβλία, γράμματα των δικών τους, κείτονται στους άδειους θαλάμους. Αυτοί ήσαν τα πρώτα θύματα. Οι Τούρκοι έριχναν με το φως της μέρας με τα παιδιά, τους πεζοναύτες, ανήμπορους ν’ αντιδράσουν βορά στα τουρκικά πυρά. Έκαναν τη πλάκα τους στοχεύοντας τα ανυπεράσπιστα κορμιά, καθώς έπεφταν με τα αλεξίπτωτα.    

Tα γεγονότα που ακολούθησαν υπήρξαν κοσμοϊστορικά για τα μεγέθη της δύστυχης μεταπολεμικής Ελλάδας. Ένα κράτος φάντασμα υποχείριο της τουλάχιστον ανόητης «εθνικοσοσιαλιστικής» φιλοδοξίας των «Απριλιανών» συνταγματαρχών, και της ολικής τους ανικανότητας, έφεραν τη χώρα στα πρόθυρα του πολέμου με την Τουρκία που, αν εξελισσόταν, θα είχε απίστευτα καταστροφικά αποτελέσματα. Ακόμα κι ο στρατός ή μάλλον, ιδίως αυτός, ήταν διαλυμένος. Το απέδειξε η γιγάντια «γκάφα» ολκής, της «ολικής επιστράτευσης». Εκατοντάδες χιλιάδες άντρες κάθε ηλικίας και κατάστασης υγείας παίρνουν φύλλο πορείας μέσα στο απόλυτο χάος για μια μονάδα που κανείς δεν ξέρει πού ακριβώς βρίσκεται.

Επιστράτευση

Φτάνοντας εκεί στο τέλος μιας Οδύσσειας, δεν υπάρχουν στολές, άρβυλα, ούτε καν όπλα να τους δώσουν. Το φαγητό είναι λειψό κι απαράδεκτο, η ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη ανύπαρκτη. Στο δάσος του Διονύσου, κάτω από τον ασφαλτόδρομο, κάπου 3.500 επιστρατευμένοι από την Αθήνα, τις συνοικίες της και τις γειτονιές του Πειραιά βρίσκονται στιβαγμένοι σ’ ελάχιστα αντίσκηνα σκόρπια κάτω απ’ τα δέντρα, χωρίς ούτε καν τα απαραίτητα σκεπάσματα. Και το βράδυ, στο δάσος, κάνει κρύο.

Πρωί της δεύτερης μέρας, δεκάδες μανάδες, αδελφάδες και σύζυγοι στριμώχνονται μπροστά στο συρματόπλεγμα, που τις χωρίζει από τους προσφιλείς τους ανθρώπους, κραυγάζοντας απελπισμένα τ’ όνομά τους, παρακαλώντας να τις αφήσουμε να τους δουν για να τους δώσουν τα φάρμακά τους. Άλλος έχει καρδιά, άλλος άσθμα, άλλος υψηλή αρτηριακή πίεση. Εμφανίζονται ένας-ένας στο συρματόπλεγμα υπό τις γοερές γυναικείες κραυγές, φορώντας άλλος μόνο ένα στρατιωτικό παντελόνι και άλλος ένα πολύχρωμο πουκάμισο της μόδας, με ένα χακί παντελόνι... δύο νούμερα μικρότερο.

Τεράστιες καπνισμένες χύτρες φέρνουν το στρατιωτικό γεύμα: πατάτες...«μπλούμ». Για να τις ανακαλύψεις, πρέπει να έχεις ιδιαίτερες ικανότητες στο... ψάρεμα. Μας ζητούν να τους φέρουμε τσιγάρα και καμιά σοκολάτα. Στα εντελώς απαραίτητα για την εποχή τρανζιστοράκια, ακούμε τα μαντάτα, που δεν είναι διόλου ευχάριστα.


Ο «κοκός» και τα τανκς

Πιάνουμε αργά τα βράδια Ρώμη, Ντόιτσε Βέλλε, ακόμα και ράδιο Τίρανα, γιατί τα ελληνικά ραδιόφωνα λένε μόνο ψέματα και παίζουνε συνέχεια εμβατήρια. Η μισή Κύπρος έχει παραδοθεί κι οι μαχητές της ΕΛΔΥΚ πέφτουν θύματα της τουρκικής υπεροπλίας. Ελάχιστοι από τους αλεξιπτωτιστές -που έπεσαν πρώτοι στο νησί-, θα επιστρέψουνε σώοι.

Εμείς οι λουφαδόροι, τελικά είμαστε τυχεροί. Αφού αδειάσαμε τους θαλάμους τους από ό,τι το περιττό, εγκαταστήσαμε τα γραφεία εκστρατείας του Αρχηγείου Στρατού, καθώς, τα στενά του Διονύσου θεωρούνταν απρόσβλητα από την εχθρική αεροπορία. Και μετά, μας ξέχασαν σε μια εγκαταλειμμένη καλύβα στους πρόποδες της Πεντέλης. Εμφανιζόμαστε μόνο στο συσσίτιο και περνάμε τις ώρες μας κάνοντας ηλιοθεραπεία. Γύρω μας χάος, η απόλυτη αναρχία. Και μια δηλητηριώδης παραλυτική φημολογία.

Ο Ιούλιος του ’74 είναι μια απ’ τις πιο σκοτεινές περιόδους της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας της χώρας. Ακούγονται φήμες πως ο «κοκός», ο άβουλος και απόβλητος από τη χούντα βασιλιάς, κατεβάζει τα τανκς από τη Λάρισα. Πως, ο μετέπειτα «εθνάρχης» Καραμανλής, ετοιμάζεται να διακόψει την Παρισινή αυτοεξορία, πως…
 
Εθνική πρωτοβουλία

Οι μέρες περνούν, ο Γκιζίκης (πρόεδρος ήταν ή αντιβασιλιάς, δεν θυμάμαι πιά καλά), παίρνει την «ύψιστη εθνική πρωτοβουλία». Ο φοβερός και τρομερός Δ. Ιωαννίδης έχει λουφάξει, μετά τα όσα προκάλεσε με το υποκινούμενο από τη στρατιωτική του κλίκα πραξικόπημα, σε βάρος του εκλεγμένου προέδρου της Κύπρου, του Αρχιεπίσκοπου Μακάριου που, τελικά, δεν ήταν νεκρός.


Καλεί πίσω τον Καραμανλή. Δεξιοί, Κεντρώοι, Αριστεροί, κάνουνε τόπο στην οργή, ξεχνούν το παρελθόν και τον υποδέχονται μετά βαΐων και κλάδων στο αεροδρόμιο του Ελληνικού ή ζητωκραυγάζοντας το όνομά του μπροστά από το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας, στο Σύνταγμα.

Ο μήνας που ακολουθεί, είναι ο πλέον ανασφαλής για την «νεογέννητη» Ελληνική Δημοκρατία. Η επιστράτευση τελειώνει, οι ταλαίπωροι επίστρατοι επιστρέφουν στα σπίτια τους, τις δουλειές τους, σε μια χώρα παραλυμένη, όχι από την συνηθισμένη καλοκαιρινή ραστώνη. Το τάγμα του Αρχηγείου Στρατού επιστρέφει στην έδρα του. Σκοπιά, υπηρεσία, αγγαρεία. Μία από τα ίδια.

Ιωαννίδης μαινόμενος

Είμαι σκοπιά στη Δυτική πύλη του Πενταγώνου, μαζί με έναν Κρητικό ΕΣΑτζή. Από την κεντρική είσοδο της Λεωφ. Μεσογείων ακούγονται τύμπανα, και τα πνευστά της μπάντας του Επιτελείου Στρατού, καθώς παιανίζει τον Εθνικό Ύμνο. Είναι η στιγμή της υποδοχής του νέου πρωθυπουργού. Τον υποδέχονται οι διορισμένοι απ’ τον ίδιο τον Καραμανλή αρχηγοί του Στρατού, του Ναυτικού και της Αεροπορίας.

Την... αφελή ηρεμία της δικής μου σκοπιάς, διακόπτει η ταραχή του λοχία ΕΣΑτζή. «Παρουσιάστε όπλα!», μου σφυρίζει στ’ αυτί με τον πανικό ζωγραφισμένο στα σκούρα μάτια του. Ανοίγει την πύλη και, με μεγάλη ταχύτητα, μπαίνουνε στο προαύλιο δύο μπεζ σπιντάτες BMW, με ερμητικά κλειστά τα φιμέ τζάμια τους.

«Ο Αρχηγός!» ψιθυρίζει ο ΕΣΑτζής θορυβημένος. Και ποιος είναι αυτός; Ο φοβερός Ιωαννίδης. Αντί να βρίσκεται στη φυλακή, έχει βγει παγανιά με τη φρουρά τού «κατ’ οίκον περιορισμού» του. Λίγα λεπτά μετά, οι δύο BMW φεύγουν γκαζωμένες και με τα πορτ-μπαγκάζ τους φορτωμένα με κιβώτια πυρομαχικών και όπλα, τα αυτόματα Thompson. Κατά τ’ άλλα, η άρτι «επανασυσταθείσα» Ελληνική Δημοκρατία, κλείνει τον πρώτο της μήνα. Επισφαλής ισορροπία, ζώντας στην κόψη του ξυραφιού.

Αυτή η «σκηνή», δίνει μόνο μία εικόνα τού πόσο ανασφαλής, πόσο ασταθής, ήταν η πολιτική κατάσταση της εποχής. Προκηρύσσονται εκλογές, για τις 17 του Νοέμβρη. Ξανακυκλοφορούν οι απαγορευμένες εφημερίδες ενώ, οι άλλες, ξαλαφρωμένες από την λογοκρισία, ξεθαρρεύουν. Κλείνω τον πρώτο μου χρόνο στον στρατό κι ο δρόμος μου είναι πολύ μακρύς και απρόβλεπτος μέχρι να φτάσει το απολυτήριο που αργεί.

Τυφεκιοφόρος πεζικού Ι. Σ. [Ιλάν Σολομών] (107η ΕΣΟ).


Iλαν

Avgi.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια: