Η χλιαρή και για το θεαθήναι κίνηση του Ελληνα πρωθυπουργού να παραπέμψει την πρωτοβουλία για παρέμβαση απέναντι στις πολυεθνικές σε κάποιον υπερεθνικό θεσμό, ο οποίος μάλιστα φροντίζει για το ιδανικό περιβάλλον (μονοπωλιακής) δραστηριότητας αυτών των εταιρειών, αποτελεί άλλη μία απόδειξη της «ουδετερότητας» (βλέπε αβουλίας) που θέλει να τηρήσει πάλι ο Μητσοτάκης απέναντι σε ένα πρόβλημα της πολιτικής του/τους... Κι επιπλέον, προσφέρει και μια αγαστή υπηρεσία στην Ε.Ε. να προβάλει ενόψει και ευρωεκλογών ως εγγυητής της λειτουργίας μιας αγοράς που η ίδια με τις πολιτικές της βοηθά να ανατρέπεται από την αλόγιστη δραστηριότητα των πολυεθνικών.
Μοιάζει με τραγική ειρωνεία το ότι ο κ. Μητσοτάκης προστρέχει στην Ε.Ε., η οποία για χρόνια και στο όνομα του «ελεύθερου ανταγωνισμού» εμπόδιζε κάθε κρατική παρέμβαση στην αγορά και στις τιμές.
Οι Βρυξέλλες, ομνύοντας στην ιδιωτική πρωτοβουλία, τιμωρούσαν τη στήριξη σε στρατηγικές κρατικές εταιρείες και υπηρεσίες, αλλά και σε εγχώριες επιχειρήσεις, απέναντι στις αθέμιτες πρακτικές των πολυεθνικών.
Δεν μπορεί συνεπώς να δώσει λύση ένας υπερεθνικός οργανισμός που επί πολλές δεκαετίες φροντίζει να αποδυναμώσει και να απορρυθμίσει την κρατική αυτονομία και παρεμβατικότητα σε ζητήματα ανταγωνισμού, επιχειρηματικότητας και μονοπωλίων. Εξ ου και η τυπική απάντηση για «διαβουλεύσεις» απλώς μεταξύ των ενδιαφερομένων, ίσως για μία φαινομενική συμφωνία μεταξύ κυρίων, που φυσικά δεν πρόκειται να έχει καμία συγκεκριμένη αποτελεσματικότητα σε δομικό επίπεδο και μακροπρόθεσμα για τους πολίτες.
Αλλωστε, όπως είναι συγκροτημένο το γενικό λειτουργικό πλαίσιο στην Ευρώπη, μόνιμη πρόκληση για μια κρατική εξουσία είναι να επιτύχει μια «δυναμική συμφιλίωση» (κατά τον Claus Offe) ανάμεσα στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης και συνάμα να εξασφαλίσει τη νομιμοποίησή της - αυτό που προσπαθεί να επιτύχει η ακροβασία του κ. Μητσοτάκη. Τη στιγμή μάλιστα που η πτώση του ποσοστού κέρδους του κεφαλαίου και οι κρίσεις που προκύπτουν από τις αντιφάσεις και τον αχαλίνωτο και αυθαίρετο ανταγωνισμό των μονοπωλίων κοινωνικοποιούνται ώστε να διατηρηθούν η κερδοφορία και η συσσώρευση στα ίδια ή ακόμη υψηλότερα επίπεδα, το κράτος επιδιώκει να μεταθέσει τους κλυδωνισμούς σε οικονομικό επίπεδο, όλο και περισσότερο, στην πολιτική σφαίρα (όπως η υπεκφυγή του πρωθυπουργού για την ακρίβεια).
Προσπαθεί να επιτύχει αυτό που ο Ν. Πουλαντζάς όριζε ως «συμπύκνωση της ισορροπίας δυνάμεων», με τη μετατόπιση από το οικονομικό στο πολιτικό επίπεδο, ιδίως διοχετεύοντάς την στην επίφαση της «συμμετοχικότητας» της κοινωνίας, εν προκειμένω εργαλειοποιώντας και εκμεταλλευόμενος τις εκλογές (ευρωεκλογές εν προκειμένω) ως έκφρασή της.
Το κράτος άλλωστε (με βάση τον J. Hirsch) ως θεμελιώδης κρίκος της καπιταλιστικής διαδικασίας και κοινωνίας έχει ως κατευθυντήρια γραμμή να διασφαλίζει τις συνθήκες εκείνες της αναπαραγωγής που τα επιμέρους κεφάλαια δεν δύνανται να δημιουργήσουν, να ευνοεί τη διαδικασία καπιταλιστικής συσσώρευσης (μορφή κεφαλαίου και επενδύσεων, διακυμάνσεις τιμών, ταξικές διαφοροποιήσεις, διεθνές σύστημα κ.λπ.) και να παρεμβαίνει υπέρ αυτών απέναντι στις διεκδικήσεις των άλλων τάξεων - όπως με τους νόμους Χατζηδάκη για την εργασία, τους μισθούς, την αποτροπή (ακόμη και ποινικοποίηση) των διεκδικήσεων.
Παρεμβαίνει μόνο για να διατηρηθεί, με κρατικές επενδύσεις συχνά, η τεχνολογική ανάπτυξη και μετάβαση της εργασιακής διαδικασίας (διευθύνοντας ποιος θα επωφεληθεί από τις επενδύσεις) για να αντισταθμιστεί (κυρίως με τη συμπίεση του γενικότερου κόστους στην παραγωγή και των μισθών - όσο κι εάν σταθερή επωδός του πρωθυπουργού είναι η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος) και η συσσώρευση.
Και τούτο φυσικά ιδιωτικοποιώντας τα κέρδη και κοινωνικοποιώντας τις κρίσεις της συσσώρευσης, όπως έχει αποδειχθεί στα παρελθόντα χρόνια.
Το κράτος για πολιτικούς σαν τον κ. Μητσοτάκη είναι ο ιδεώδης μεσολαβητής ανάμεσα στον ανταγωνισμό των επιμέρους συμφερόντων για τη μεγαλύτερη συσσώρευση και στην αντιπαλότητά τους με τους εργαζομένους και το κόστος της εργασίας. Το κράτος κρατά για τον εαυτό του μια σχετική αυτονομία υπό τη μορφή της επιλεκτικότητας απέναντι σε ποια επιμέρους ομάδα κεφαλαίου θα έχει την πρωτοκαθεδρία, τα μεγαλύτερα ποσοστά κέρδους και την υψηλότερη συσσώρευση.
Ουσιαστικά λοιπόν, το κράτος (βλέπε Μητσοτάκης) δεν μπορεί (δεν θέλει και επιδιώκει να μη θέλει) να ελέγξει την παραγωγή: η συσσώρευση πραγματοποιείται σε ιδιωτικό επίπεδο και το ίδιο το κράτος φροντίζει ώστε να μην έχει μηχανισμούς (παρέμβασης κι ελέγχου) ώστε να λάβει αποφάσεις για τη συγκεκριμένη χρήση της παραγωγής. Ιδίως όταν μέσα από ένα υπερεθνικό όργανο, όπως η Ε.Ε., του έχει αφαιρεθεί η δυνατότητα ελέγχου και παρέμβασης στο πλαίσιο του «υγιούς» ανταγωνισμού.
Το νεοφιλελεύθερο κράτος του κ. Μητσοτάκη, ενώ πρέπει να ασκεί την εξουσία ως διαιτητής στη διαδικασία της συσσώρευσης, παράλληλα πρέπει να φαίνεται ότι δρα ως εκπρόσωπος των συλλογικών συμφερόντων. Εστω και με επιστολές.
Δηλαδή σε μία contradictio in terminis να φαίνεται πως αρνείται τον χαρακτήρα του ως καπιταλιστικού κράτους. Μa non troppo.
Γιώργος - Βύρωνας Δάβος
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου