Ζούμε σε μια χώρα που ευημερεί; Αν κάποιος εστιάσει στις μεγαλοστομίες των Κυριάκου Μητσοτάκη και Κωστή Χατζηδάκη, ειδικά στα θέματα της οικονομίας, δεν μπορεί παρά να «θαυμάσει» τα επιτεύγματα της κυβέρνησης από το 2019. Ομως πρόκειται για διαστρεβλωμένη πραγματικότητα... που εστιάζει μόνο στον ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ. Αυτός πράγματι ξεπερνά τον αντίστοιχο της ευρωζώνης. Ενα άλλο στοιχείο που δημιουργεί κυβερνητικούς πανηγυρισμούς είναι οι εντός του 2023 αναβαθμίσεις από τους τρεις εκ των τεσσάρων οίκων αξιολόγησης που αναγνωρίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Πολύ ωραία όλα αυτά, αλλά δεν εστιάζουν στους πολλούς που πατάσσονται από τις κυβερνητικές πολιτικές ώστε να δημιουργηθεί μια στρεβλωμένη ανάπτυξη που στηρίζεται κατά κύριο λόγο στους έμμεσους φόρους οι οποίοι εισπράττονται λόγω της αισχροκέρδειας που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία. Ομως ας πάμε και στο βασικό, που είναι ο κόσμος της μισθωτής εργασίας. Είναι προφανές ήδη από το 2019 ότι η βασική πολιτική του Κυρ. Μητσοτάκη συνίσταται στην εσωτερική υποτίμηση μέσω της μείωσης των αποδοχών των μισθωτών και της σκλήρυνσης των συνθηκών εργασίας διά της απάλειψης των όποιων προστατευτικών ρυθμίσεων.
Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής είναι οδυνηρά.
Τα στοιχεία της AMECO
Η AMECO είναι η ετήσια μακροοικονομική βάση δεδομένων της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οπως προκύπτει από τα δεδομένα, οι Ελληνες μισθωτοί την πενταετία 2019-23 έχουν απολέσει 10 δισ. ευρώ από το εισόδημά τους εξαιτίας των παρεμβάσεων στα εργασιακά από τους Γιάννη Βρούτση, Κ. Χατζηδάκη και Αδωνη Γεωργιάδη. Αυτό το συμπέρασμα εξάγεται από την κατανομή του εθνικού εισοδήματος ανάμεσα σε μισθούς και επιχειρηματικά κέρδη.
Αναλυτικότερα, προκύπτει ότι το 2023 το μερίδιο των μισθών στο εθνικό εισόδημα μειώθηκε κατά 4,4% του ΑΕΠ σε σχέση με το 2019. Συγκεκριμένα, από το 59,3% του ΑΕΠ που μετρήθηκε το 2019, το 2023 μειώθηκε στο 54,9%. Την ίδια πενταετία τα κέρδη των επιχειρήσεων αυξήθηκαν ακριβώς κατά το ίδιο ποσοστό (4,4%).
Οπως προκύπτει από τη βάση δεδομένων της Κομισιόν, η συμμετοχή των επιχειρηματικών κερδών αυξήθηκε από το 40,7% στο 45,1%. Οπως εύκολα προκύπτει, αυτά τα μεγέθη αφορούν τα αισχρά κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων της χώρας, που δεν αριθμούν πάνω από 700 σε σύνολο 1,3 εκατ. επαγγελματικών ΑΦΜ.
Ολα αυτά έχουν φέρει την Ελλάδα δεύτερη φτωχότερη χώρα στην Ευρώπη μετά τη Βουλγαρία. Σύμφωνα με τη Eurostat, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης στη χώρα μας βρίσκεται 33% χαμηλότερα από το μέσο επίπεδο της ΕΕ. Ολα αυτά παρά τα επιδόματα που δίνονταν αφειδώς από την κυβέρνηση Μητσοτάκη τόσο το 2022 όσο –αν και περιορισμένα– και το 2023.
Η σκοτεινή πλευρά
Λίαν προσφάτως η Ελλάδα κατέθεσε το πρόγραμμα σταθερότητας 2024-25 στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αρκεί να αναφέρουμε τον τίτλο για να καταλάβουμε το μέγεθος των μεγαλοστομιών του αρμόδιου υπουργού Κ. Χατζηδάκη: «Ισχυρότερη ανάπτυξη και ταχύτερη μείωση του πληθωρισμού σε σχέση με την ΕΕ». Οπως εύκολα καταλαβαίνουμε, η κυβέρνηση προσπαθεί να εξωραΐσει τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας που όχι μόνο κρύβονται κάτω από το χαλί αλλά ταυτόχρονα δημιουργούν μια κατάσταση ελπίδας στην κοινωνία που πόρρω απέχει από την πραγματικότητα. Οπως είναι δεδομένο, και στο πρόγραμμα σταθερότητας η κυβέρνηση Μητσοτάκη αρνείται να ασχοληθεί με τα δομικά προβλήματα της οικονομίας και απλώς πανηγυρίζει. Ανάλογα λειτουργούσε και το δίδυμο των Κώστα Καραμανλή και Γιώργου Αλογοσκούφη πριν από την πτώχευση του 2010. Μας μιλούσε για ισχυρή Ελλάδα και θωρακισμένη οικονομία.
Ας έρθουμε στο τώρα. Η κυβέρνηση πανηγυρίζει για τη φορομπηχτική αύξηση του ΑΕΠ, που στηρίζεται επίσης από τη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού, ο οποίος πράγματι φέρνει τεράστιες εισροές. Από την άλλη το να βαφτίζουμε επενδύσεις την αγορά των «κόκκινων» δανείων από τα ιρλανδικά funds και τις αγοραπωλησίες ακινήτων δεν συνιστά ανάπτυξη που φέρνει βάθος και διάρκεια. Ολα αυτά έχουν περιληφθεί στην πρόσφατη επισκόπηση από τις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που αφορά τις μακροχρόνιες ευπάθειες της Ελλάδας.
Αυτές είναι:
Το δημόσιο χρέος, το οποίο είναι το υψηλότερο της Ευρώπης: έκλεισε στο160,9% του ΑΕΠ το 2023, παρότι σε απόλυτα μεγέθη έχει αυξηθεί σε πάνω από 400 δισ. ευρώ, όταν ο Κυρ. Μητσοτάκης το παρέλαβε το 2019 στα 356 δισ. ευρώ.
Η δυνητική ανάπτυξη, αυτή που μπορεί να διατηρηθεί χωρίς να προκαλέσει πληθωριστικές πιέσεις, είναι χαμηλή 0,7% και σχεδόν αμετάβλητη μέχρι το 2034, παρά την εισροή των 72 δισ. ευρώ από Ταμείο Ανάκαμψης και λοιπά κοινοτικά κονδύλια μέχρι το 2026.
Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν κατά τρεις μονάδες, στο 16% του ΑΕΠ το 2025, χάρη και στα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης, ωστόσο θα παραμείνουν μακριά από τον μέσο όρο της ΕΕ, που κινείται στο 23% του ΑΕΠ. Ολα αυτά ενώ μειώνονται οι επενδύσεις σε πάγιο μηχανολογικό εξοπλισμό.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (6,4% του ΑΕΠ το 2023) είναι πέντε ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το 2019 και αναμένεται να παραμείνει πάνω από 5% του ΑΕΠ και το 2025.
Οι αποταμιεύσεις κινούνται σε αρνητικό έδαφος: -2,7% του ΑΕΠ την περίοδο 2017-22 έναντι 3,6% της ευρωζώνης.
Η κατανάλωση (αγγίζει το 70% του ΑΕΠ) είναι η υψηλότερη στην ΕΕ.
Τα «κόκκινα» δάνεια που απλώς μετατοπίστηκαν από τις τράπεζες στα σκοτεινά funds αποτελούν το 32% του ΑΕΠ.
documentonews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου