Τα λιγότερο ελκυστικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας είναι το περίπλοκο φορολογικό πλαίσιο, το αναποτελεσματικό πλαίσιο απονομής δικαιοσύνης και προστασίας της ιδιωτικής περιουσίας, η παρατηρούμενη χαμηλή ποιότητα της εταιρικής διακυβέρνησης και η έλλειψη ισχυρής κουλτούρας για έρευνα και ανάπτυξη...
Δίνοντας χθες στη δημοσιότητα την ετήσια έκθεσή του για την ελληνική οικονομία, ο διοικητής της ΤτΕ δεν ήταν διθυραμβικός για την πορεία της –όπως, για παράδειγμα, συνηθίζει ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης– παρόλο που η έκθεση καταγράφει όλες τις προόδους της ελληνικής οικονομίας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν «σκεπτικιστής». Επισημαίνουμε σε αδρές γραμμές 7 ζητήματα που αναδεικνύονται μέσα από την έκθεση και ηχούν σαν καμπανάκια για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
1. Κίνδυνος για τους ρυθμούς ανάπτυξης
Η έκθεση διαπιστώνει ότι υπάρχουν κυρίως καθοδικοί κίνδυνοι για τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Συγκεκριμένα αναφέρει: α) το ενδεχόμενο περαιτέρω επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας, β) την αυξανόμενη αβεβαιότητα λόγω δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή και τις επιπτώσεις της στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, γ) την τυχόν καθυστέρηση των δράσεων εφαρμογής του NGEU και τον βραδύτερο ρυθμό απορρόφησης των σχετικών κονδυλίων, δ) την εμφάνιση μεταρρυθμιστικής κόπωσης, με αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα και ε) τις επιπτώσεις ενδεχόμενων φυσικών καταστροφών που συνδέονται με την κλιματική κρίση.
Ως θετικό αντιστάθμισμα βλέπει την ενδεχόμενη καλύτερη από την αναμενόμενη επίδοση του τουρισμού, με την κατανομή των ταξιδιωτικών ροών σε περισσότερες περιφέρειες και την επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου.
2. Η οικονομία στηρίζεται σε ακίνητα και υπηρεσίες
Στον πίνακα που δημοσιεύουμε φαίνεται η συμβολή στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία των βασικών τομέων της οικονομίας. Διαπιστώνουμε ότι την υψηλότερη συμβολή έχουν οι τομείς: Κατασκευές, Τέχνες, διασκέδαση και επικοινωνία, Χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες, Επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες και ο Τριτογενής τομέας.
Η γεωργία γνώρισε σημαντική πτώση το 2023 (η οποία δεν μπορεί να αποδοθεί στο σύνολό της στην καταστροφή στη Θεσσαλία), ο δευτερογενής τομέας γνώρισε σημαντική πτώση το 2022 και ανέκαμψε ασθενικά στο δύο τελευταία τρίμηνα του 2023, ο δε τομέας Βιομηχανία, περιλαμβανομένης και της ενέργειας, μετά το 2021 αυξομειώνεται πάνω στο όριο της στασιμότητας. Αυτά περιγράφουν πολύ εύγλωττα το μοντέλο ανάπτυξης που έχει εγκαθιδρυθεί, το οποίο στηρίζεται στα ακίνητα και τις υπηρεσίες (υπηρεσίες σχετιζόμενες με τον τουρισμό, χρηματο-οικονομικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες κ.λπ.).
Η έκθεση, όπως και οι πρόσφατες εκθέσεις της Moody’s (που δεν αναβάθμισε το ελληνικό αξιόχρεο) και της JP Morgan (που αποφάνθηκε ότι το ελληνικό χρηματιστήριο δεν είναι έτοιμο για να μεταταγεί στις αναπτυγμένες αγορές), θέτει στο επίκεντρο την έννοια της ανθεκτικότητας, αλλά ένα τέτοιο μοντέλο ανάπτυξης μάλλον δεν την εξασφαλίζει…
3. Οι τιμές των ακινήτων συνεχίζουν να «ίπτανται»
Η έκθεση διαπιστώνει ότι «κατά τη διάρκεια του 2023 η ελληνική αγορά ακινήτων διατήρησε υψηλά επίπεδα ζήτησης τόσο από το εξωτερικό όσο και από το εσωτερικό, ειδικά για το υψηλών προδιαγραφών τμήμα της». Αυτό αποτυπώνεται στις τιμές των ακινήτων.
Οπως δείχνει το σχετικό γράφημα, ο δείκτης τιμών κατοικιών (είτε σε ονομαστικές είτε σε πραγματικές τιμές) είναι σε διαρκή άνοδο από το 2017, αλλά ύστερα από τα τέλη του 2020 «απογειώθηκε». Από το 2017 μέχρι και τα τέλη του 2023, ο δείκτης σε ονομαστικές τιμές αυξήθηκε κατά περίπου 35 εκατοστιαίες μονάδες! Μάλιστα, η δυναμική των αυξήσεων συνεχίζεται ακάθεκτα, παρόλο που διεθνώς (στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ευρώπη) άρχισε η αποκλιμάκωση.
Αναλυτικότερα, το 2023 στην αγορά των κατοικιών σε επίπεδο χώρας σημειώνεται αύξηση των τιμών, με τις τιμές των διαμερισμάτων (σε ονομαστικούς όρους) να ενισχύονται σημαντικά κατά 13,4% σε ετήσια βάση, έναντι αύξησης κατά 11,9% το 2022 και 7,6% το 2021. Οι τιμές των παλαιών διαμερισμάτων (ηλικίας άνω των 5 ετών) το 2023 αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 14,2%, ελαφρώς υψηλότερο σε σχέση με αυτόν των νέων διαμερισμάτων (12,4%). Οι μεγαλύτεροι ετήσιοι ρυθμοί αύξησης στις τιμές, υψηλότεροι και από τον μέσο ετήσιο ρυθμό για το σύνολο της χώρας, καταγράφηκαν στη Θεσσαλονίκη (16,2%), σε άλλες μεγάλες πόλεις (14,5%) και στην Αθήνα (13,7%).
Πρόκειται για μια εύγλωττη περιγραφή ενός οξύτατου κοινωνικού προβλήματος στέγης, καθώς η αύξηση των τιμών κατοικιών πηγαίνει παράλληλα με την αύξηση των ενοικίων, τα δε ποσοστά αύξησης είναι πολύ υψηλότερα εν συγκρίσει με το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα (όπου οι αυξήσεις των μισθών από το 2019, στην καλύτερη περίπτωση, αντισταθμίζουν τις απώλειες από τον πληθωρισμό).
4. Οι τιμές ενεργειακών αγαθών ανακάμπτουν
Το 2022 οι τιμές των ενεργειακών αγαθών κατέγραψαν μέση αύξηση 41%. Το 2023 είχαμε μερική αντιστροφή της εικόνας, καθώς κατέγραψαν μέση πτώση 13,4% και υπήρξαν η μόνη συνιστώσα που οδήγησε τον γενικό εναρμονισμένο πληθωρισμό στην καταγραφή χαμηλότερου μέσου ετήσιου ρυθμού το 2023 σε σύγκριση με το 2022.
Σε αντιδιαστολή με την ενέργεια, όμως, οι υπόλοιπες τέσσερις συνιστώσες κινήθηκαν αυξητικά, γεγονός που αποτυπώθηκε στην επιτάχυνση του πυρήνα του πληθωρισμού (6,2% το 2023 από 5,7% το 2022), και έτσι συγκράτησαν την περαιτέρω υποχώρηση του γενικού πληθωρισμού. Το ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι από τον Σεπτέμβριο του 2023 παρατηρείται ανάκαμψη στις τιμές των ενεργειακών αγαθών, τόσο στην Ε.Ε. όσο και (πολύ πιο έντονα) στην Ελλάδα.
Το γεγονός δεν είναι προφανώς άμοιρο των πιο πρόσφατων στοιχείων (Μάρτιος) για τον ΕνΔΤΚ, που στην Ελλάδα αυξήθηκε ενώ στην ευρωζώνη γνώρισε πτώση. Ωστόσο, η ανάκαμψη των τιμών των ενεργειακών αγαθών, αν παγιωθεί, θα έχει αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο στον πληθωρισμό αλλά και στους ρυθμούς ανάπτυξης.
5. Τα καθαρά κέρδη εκτινάσσονται
Υπάρχει ωστόσο ένας τομέας που ευημερεί: τα καθαρά κέρδη. «Οι καλές επιδόσεις του τουριστικού και κατασκευαστικού τομέα, συνδυαστικά με τις πληθωριστικές πιέσεις και προσδοκίες και τη διατήρηση της ζήτησης σε θετικούς ρυθμούς, τροφοδότησαν τα τελευταία έτη την εξαιρετική πορεία των κερδών των επιχειρήσεων», διαπιστώνει η έκθεση, διαφωτίζοντάς μας μεταξύ άλλων ότι οι πληθωριστικές πιέσεις και προσδοκίες λειτούργησαν υπέρ της «εξαιρετικής» πορείας των κερδών.
Πράγματι, το καθαρό μερίδιο κέρδους των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων αυξήθηκε θεαματικά μετά το πρώτο τρίμηνο του 2020 και μέχρι και τα τέλη του 2022, κατά περίπου 11 εκατοστιαίες μονάδες, για να μειωθεί ελαφρά το 2023 κατά περίπου 2,5 εκατοστιαίες μονάδες από τα υψηλά επίπεδα του 2022. Την ίδια εικόνα δίνουν και οι δείκτες καθαρών κερδών της μακροοικονομικής βάσης της Κομισιόν.
6. Η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα μειώνεται
Η έκθεση σωστά εξετάζει χωριστά την ανταγωνιστικότητα τιμής και τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα. Οσον αφορά την πρώτη, διαπιστώνει ότι ο δείκτης πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας με βάση το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της οικονομίας, μετά τη σοβαρή του υποχώρηση (βελτίωση) το 2022, παρουσίασε εκ νέου μικρή μείωση (βελτίωση) και το 2023.
Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα αυξήθηκε το 2023, αλλά με σημαντικά μικρότερο ρυθμό από εκείνον των βασικών εμπορικών εταίρων. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος το 2023 στο σύνολο της οικονομίας εκτιμάται ότι αυξήθηκε στην Ελλάδα κατά μόλις 4%, ενώ η αντίστοιχη αύξηση στη ζώνη του ευρώ ήταν 6%.
Ωστόσο, στη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα (που είναι σημαντικότερη, καθώς αποτυπώνει πολύ καλύτερα τον δυναμισμό και την ανθεκτικότητα μιας οικονομίας) η έκθεση διαπιστώνει υποχώρηση.
Σύμφωνα με την κατάταξη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του Ινστιτούτου IMD (World Competitiveness Ranking, 20.6.2023), η Ελλάδα το 2022 έχασε δύο θέσεις, κατατασσόμενη 49η μεταξύ 64 οικονομιών, θέση όπου βρισκόταν και το 2020. Η αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα βελτιώθηκε οριακά (53η από 55η θέση), αντισταθμίζοντας την οριακή υποχώρηση της αποτελεσματικότητας του ιδιωτικού τομέα (48η από 46η θέση).
Ωστόσο, ως προς τη μακροοικονομική επίδοση κατατάχθηκε 7 θέσεις χαμηλότερα από ό,τι το 2021 (58η από 51η θέση), κυρίως λόγω του υψηλού πληθωρισμού, της υπογεννητικότητας και του υψηλού ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών.
Σύμφωνα με την έρευνα του IMD, τα λιγότερο ελκυστικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας είναι το περίπλοκο φορολογικό πλαίσιο, παρά τις αλλεπάλληλες μειώσεις των φορολογικών συντελεστών, το αναποτελεσματικό πλαίσιο απονομής δικαιοσύνης και προστασίας της ιδιωτικής περιουσίας, η παρατηρούμενη χαμηλή ποιότητα της εταιρικής διακυβέρνησης και η έλλειψη ισχυρής κουλτούρας για έρευνα και ανάπτυξη.
Ως αιτίες της υποχώρησης καταγράφονται οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα που εξακολουθεί να υπάρχει σε ορισμένους τομείς της δημόσιας διοίκησης (λ.χ. στις μεταβιβάσεις ακινήτων, στην εκπόνηση χωροταξικών σχεδίων, στην ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου), η υστέρηση σε βασικές υποδομές που επιβαρύνεται από τις απροσδόκητης έκτασης φυσικές καταστροφές που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, η ανεπαρκής καταπολέμηση της εκτεταμένης φοροδιαφυγής και οι οιονεί ολιγοπωλιακές συνθήκες σε συγκεκριμένες αγορές αγαθών και υπηρεσιών που μειώνουν τον ανταγωνισμό και επιδεινώνουν τις πληθωριστικές πιέσεις.
7. Υστέρηση στην απορρόφηση πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης
Η έκθεση διαπιστώνει ότι ένας εκ των κινδύνων για αρνητική αναθεώρηση των ρυθμών ανάπτυξης είναι η μειωμένη απορρόφηση πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Ενώ καταγράφεται πρόοδος ως προς την ένταξη των έργων, εντούτοις οι εκταμιεύσεις των επιχορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις παρουσιάζουν καθυστερήσεις.
Ειδικότερα, μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου του 2023 οι μεταβιβάσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό προς τους φορείς εντός και εκτός της γενικής κυβέρνησης ανέρχονταν σε 5,3 δισ. ευρώ, εκ των οποίων μόνο τα 2,4 δισ. ευρώ είχαν καταβληθεί στις επιχειρήσεις έως το τέλος Σεπτεμβρίου του 2023, αντανακλώντας περιορισμούς των φορέων σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο ως προς τη διοικητική διεκπεραίωση και την υλοποίηση των σχεδίων.
Αναφορικά με τα δάνεια, οι εκταμιεύσεις προς τις επιχειρήσεις ανέρχονταν σε 1,36 δισ. ευρώ έως το τέλος Ιανουαρίου του 2024. Ωστόσο, το ποσό των δανείων, που αφορά τον Μηχανισμό, για τα οποία έχουν υπογραφεί συμβάσεις, αυξήθηκε σημαντικά σε 4,36 δισ. ευρώ και ικανοποιεί τον σχετικό στόχο του προγράμματος.
Ο κίνδυνος ελλιπούς απορρόφησης πόρων του ΤΑΑ καταγράφεται και σε άλλα σημεία της έκθεσης, που σημαίνει ότι για την ΤτΕ είναι σοβαρός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου