Η αυτοκριτική του Αλέξη Τσίπρα αναθέρμανε το κοινωνικό ενδιαφέρον για την υπόθεση της Novartis. Η κοινωνική πρόσληψη της ατιμωρησίας υψηλά ιστάμενων προσώπων και το γεγονός ότι στη συνείδηση πολλών το ερώτημα σκάνδαλο ή σκευωρία έμεινε αναπάντητο, αποδόθηκαν σε δυσλειτουργία της δικαιοσύνης. Πολλοί βλέπουν παντού ενόχους, άλλοι παντού αθώους, ακόμη κι ο... λαϊκισμός έχει διχαστεί. Το τραύμα μάλιστα μένει ανοιχτό, ενώ νέες συγκλονιστικές υποθέσεις (Τέμπη, υποκλοπές) είναι εκκρεμείς.
Καταρχάς, το οικονομικό σκάνδαλο ήταν αναμφίβολο: Είχε διεθνείς προεκτάσεις, το βάρος της κατασπατάλησης δημόσιων κονδυλίων συνέβαλε στην υπερχρέωση της χώρας και στα μνημόνια, ενώ στην (κακο) διαχείριση προφανώς συνέβαλαν διαχρονικά και κάποιοι πολιτικοί αξιωματούχοι. Αρχικά, έως την επιβολή των μνημονίων, αντικείμενο έρευνας ήταν οι υπερτιμολογήσεις, ενώ στη συνέχεια οι διαχειρίσεις που συνέβαλαν επιλεκτικά στην αποφυγή του μνημονιακού ελέγχου. Θα προσπαθήσω χωρίς αναφορά σε πρόσωπα ή σε στοιχεία από τη δικογραφία (με βαραίνει άλλωστε υποχρέωση εχεμύθειας την οποία αυτονόητα τηρώ) να εξηγήσω με δυο λόγια την τελική ατιμωρησία των όποιων εμπλεκομένων.
Πρωταρχικά πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι κατηγορίες για ανάλογες σκανδαλώδεις πράξεις στηρίζονται συνήθως σε τρία είδη αξιόποινων πράξεων: Απιστία (βλαβερή κακοδιαχείριση περιουσίας τρίτου), δωροδοκία, νομιμοποίηση παράνομων εσόδων. Η δωροδοκία και η νομιμοποίηση εσόδων πολύ δύσκολα και μάλλον σπάνια αποδεικνύονται: Κατά τη βουκολική έκφραση δύσκολα ο άλλος πιάνεται με τη γίδα στην πλάτη. Αντίθετα η απιστία προκύπτει ευκολότερα και συνήθως με βάση έγγραφα, προϋπολογισμούς, λογαριασμούς κλπ. Για την ανεύρεση πιθανών ενόχων επομένως και στην συγκεκριμένη περίπτωση προσφερόταν κατεξοχήν η διερεύνηση της απιστίας.
Η αρμόδια Εισαγγελία με βάση το νόμο περί ευθύνης Υπουργών ήταν υποχρεωμένη να στείλει (και μάλιστα χωρίς οποιαδήποτε κρίση ή αξιολόγηση)** στη Βουλή τις δικογραφίες, εφόσον στα περιλαμβανόμενα χιλιάδες κατά κυριολεξία έγγραφα υπήρχαν μνείες ονομάτων πολιτικών. Οι ερευνώμενες πράξεις, ωστόσο, τοποθετούνταν χρονικά στο διάστημα πριν την πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Επομένως κατά το τότε Σύνταγμα (παρ. 3 του άρθρου 86), εφόσον αυτές οι πράξεις είχαν τελεστεί κατά την άσκηση υπουργικών καθηκόντων και επειδή είχαν μεσολαβήσει δυο φορές εκλογές, οι όποιες ευθύνες είχαν ήδη παραγραφεί όταν ξεκίνησε η διερεύνηση.
Η Ολομέλεια της Βουλής έκρινε ότι η απιστία ως πράξη διαχείρισης που τελείται κατά την άσκηση καθηκόντων εμπίπτει οπωσδήποτε στο άρθρο 86 παρ. 1 Συντάγματος και στην αρμοδιότητά της. Επομένως δέχθηκε εξαρχής την παραγραφή της. Ως προς τις υπόλοιπες κατηγορίες κρίθηκε τελικά ότι αφορούσαν πράξεις που τελέστηκαν από πολιτικούς όχι κατά την άσκηση αλλά επ’ ευκαιρία της άσκησης των καθηκόντων τους. Επομένως δεν υπάγονταν στο άρθρο 86 Συντάγματος και τελικά επιστράφηκαν λόγω αναρμοδιότητας της Βουλής στη Δικαιοσύνη και αρχειοθετήθηκαν. Ενώ μάλιστα η διερεύνησή τους έτσι είχε επαναρχίσει και εκκρεμούσε, κυβερνητικοί παράγοντες της νέας κυβέρνησης είχαν σπεύσει να προεξοφλήσουν ότι καμιά ευθύνη πολιτικού δεν προκύπτει.
Είναι λοιπόν σαφές ότι κανείς δεν επιτρέπεται να αναφέρεται γενικά σε δικαστική επιβεβαίωση ή διάψευση, αφού η (ολοφάνερη) αντικειμενική ύπαρξη του σκανδάλου δεν ήταν επίδικο, και αφού έγκλημα απιστίας λόγω παραγραφής δεν ερευνήθηκε και δεν κρίθηκε ποτέ. Ουσιαστική κρίση και απαλλακτική αρχειοθέτηση έλαβε χώρα μόνο για τη δωροδοκία και την νομιμοποίηση εσόδων. Όσοι δεν είχαν καμιά εμπλοκή σε καμιά πράξη δικαιολογημένα παραπονούνται σήμερα ότι σπιλώθηκαν άδικα. Όσοι ενδεχομένως είχαν ευθύνες απιστίας και απέφυγαν την κρίση ας μην παριστάνουν ότι κρίθηκαν ουσιαστικά για όλα και δικαιώθηκαν.
Επιστρέφω στην αφορμή του σημερινού άρθρου, στη σχετική αυτοκριτική του Αλέξη Τσίπρα: Χαρακτήρισε ατυχή τη διαχείριση στην υπόθεση Νοvartis, επειδή η πρόθεση να αφεθεί ο φάκελος στη δικαιοσύνη δημιουργούσε την εντύπωση ότι τοποθετήθηκαν στο ίδιο τσουβάλι άνθρωποι που ενδεχομένως είχαν εμπλοκή, με ανθρώπους που δεν είχαν. Όμως ούτε ο Α. Τσίπρας, ούτε η τότε κοινοβουλευτική πλειοψηφία επιτρεπόταν να κάνουν επιλογή υπόπτων: Ενώπιόν τους μια ατομική κρίση των εμπλεκομένων, είτε λόγω παραγραφής είτε λόγω αναρμοδιότητας της Βουλής κατά το άρθρο 86, δεν έλαβε χώρα ποτέ. Προς τί λοιπόν η αυτοκριτική και η «απολογία»; Τί μπορούσε να είχε κάνει διαφορετικό, ώστε να αποφύγει κακές εντυπώσεις;
Ευτυχώς, το άρθρο 86 του Συντάγματος αναθεωρήθηκε. Αν στο μέλλον επαναληφθούν κρούσματα ατιμωρησίας σε υποθέσεις πολιτικών, δεν θα ευθύνεται η παραγραφή...
news247.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου