Οι ανακρίσεις, οι διώξεις και οι δίκες πρέπει να γυρίσουν εκεί που ανήκουν: στην ποινική δικαιοσύνη. Αυτό απαιτεί η διάκριση των εξουσιών, η αρχή της ισονομίας και η προστασία της ακεραιότητας του πολιτικού συστήματος. Η Βουλή δεν έχει καμία δουλειά στις ποινικές υποθέσεις βουλευτών και υπουργών. Η... συνειδητοποίηση αυτού του πολύ απλού γεγονότος θα είναι η μεγάλη παρακαταθήκη των 1,3 εκατομμυρίων που υπογράφουν το ψήφισμα της κ. Καρυστιανού για την τραγωδία των Τεμπών
Hσυζήτηση για το έγκλημα των Τεμπών και το ψήφισμα της κ. Καρυστιανού έφεραν πάλι στο προσκήνιο και έκαναν γνωστό στο πανελλήνιο αλλά και στην Ευρώπη την αδιαπέραστη ασπίδα προστασίας που έχει δημιουργήσει η πολιτική τάξη για τον εαυτό της. Τα Τέμπη αποτελούν την πιο πρόσφατη περίπτωση ενός εγκλήματος για το οποίο η δίωξη είναι σχεδόν αδύνατη. Οπως είπε η Ευρωπαία εισαγγελέας Λάουρα Κιόβεσι, που εξέταζε τις ποινικές ευθύνες, «είχαμε ως δυνητικά υπόπτους κάποιους πρώην υπουργούς». Αλλά όπως ανακάλυψε το άρθρο 86 του Συντάγματος επιτάσσει ότι πρέπει να σταματήσει την έρευνα για τους υπουργούς και να τη στείλει στη Βουλή. «Είναι αδύνατο να ανακαλύψουμε την πλήρη αλήθεια. Εχω την εντύπωση ότι στην Ελλάδα προσπαθούν να θολώσουν τα νερά και να πνίξουν την αλήθεια». Η εισαγγελέας ερευνούσε σοβαρά αδικήματα: ο Κώστας Καραμανλής κατηγορείται για το αδίκημα της απιστίας και της παράβασης καθήκοντος σύμφωνα με τα κόμματα της αντιπολίτευσης στην εξεταστική επιτροπή. Θύμα που επέζησε από το δυστύχημα εγκάλεσε τον πρώην υπουργό για παράβαση καθήκοντος, διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών και σωματική βλάβη. Αλλες μηνύσεις αναμένονται, μεταξύ των οποίων και για ανθρωποκτονία. Η μήνυσή του παραπέμφθηκε ήδη στη Βουλή. Τι γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις;
Πρέπει να εξετάσουμε τις νομικές διατάξεις περί ευθύνης, αλλά στην πραγματικότητα «προστασίας» των υπουργών. Εχουν δημιουργήσει το σχεδόν ακαταδίωκτο έγκλημα. Κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος μόνο η Βουλή μπορεί να ασκήσει δίωξη κατά υπουργών για αδικήματα που τέλεσαν «κατά την άσκηση των καθηκόντων τους». Ο δικαστικός λειτουργός που βρίσκει στη διάρκεια ανάκρισης στοιχεία υπουργικού αδικήματος πρέπει να διακόψει την εξέταση και να τα στείλει «αμελλητί» στη Βουλή, όπως βρήκε με μεγάλη έκπληξη η Ευρωπαία εισαγγελέας.
Η Βουλή μπορεί να αποφασίσει τη δημιουργία κοινοβουλευτικής προανακριτικής επιτροπής. Αν αυτή προτείνει ποινική δίωξη, δημιουργείται ειδικό δικαστήριο για την εκδίκαση του υπουργού. Ο «φυσικός» ποινικός δικαστής και η διαδικασία αντικαθίστανται από τη Βουλή, που πρέπει να πάρει δύο αποφάσεις: πρώτα για τη δημιουργία της προανακριτικής επιτροπής και την έγκριση του πορίσματός της πριν καταλήξει η υπόθεση στο περίεργο «ειδικό» δικαστήριο. Αν ο «εγκαλούμενος» υπουργός ανήκει στο κυβερνών κόμμα που διαθέτει την πλειοψηφία στη Βουλή, τότε η δίωξη είναι σχεδόν αδύνατη.
Η «προστασία» ολοκληρώνεται από τον νομό περί ευθύνης υπουργών και τη σχετική νομολογία. Με διάταξη που κατήργησε η αναθεώρηση του ΣΥΡΙΖΑ η αρμοδιότητα της Βουλής είχε εξαιρετικά σύντομη αποσβεστική προθεσμία. Τα αδικήματα των πολιτικών παραγράφονταν πολύ γρηγορότερα από αυτά των κοινών θνητών.
Αλλά γιατί φορούν οι βουλευτές τη δικαστική τήβεννο χωρίς να έχουν την παραμικρή εμπειρία ανακριτή; Η δικαιολογία για το πλέγμα ειδικών διατάξεων είναι ότι αποσκοπεί στην προστασία των πολιτικών από κακόπιστες, συκοφαντικές και αστήρικτες καταγγελίες. Δεύτερον, αποτρέπει την ποινικοποίηση της πολιτικής με τη χρησιμοποίηση του ποινικού δίκαιου για τη δίωξη αντιπάλων για πολίτικες που εφάρμοσαν ως υπουργοί. Αποτρέπει δηλαδή την ποινική δίωξη του Παπανδρέου ή του Τσίπρα για την υπογραφή των μνημονίων ή του Μητσοτάκη για την αποστολή οπλικών συστημάτων στην Ουκρανία. Γι’ αυτές τις αποφάσεις η ευθύνη είναι πολιτική και «τιμωρία» η αποδοκιμασία του πολιτικού στις εκλογές. Βασικός λόγος της προστασίας είναι επομένως ότι οι δικαστές δεν μπορούν να διακρίνουν αυτές τις διαφορές και θα αφήνουν τους πολιτικούς εκτεθειμένους σε κακόβουλες ή πολιτικές επιθέσεις.
Το ακαταδίωκτο έγκλημα
Αυτό που πραγματικά γίνεται με το πλέγμα προστασίας όμως είναι ότι τα αδικήματα των υπουργών διώκονται σπανιότατα. Η συνταγματική ιδιαιτερότητα δημιουργήθηκε στη μεταπολίτευση από τις παρατάξεις Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ, υπουργοί των οποίων εγκαλούνταν στη διάρκεια του κυρίαρχου δικομματισμού. Τα τότε κόμματα εξουσίας είχαν καταστρώσει με πλήρη συμφωνία το νομικό και πολιτικό σύστημα προστασίας της πολιτικής τάξης και ακολουθούσαν το λαϊκό «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει».
Εχουμε ελάχιστες περιπτώσεις στις οποίες η Βουλή χρησιμοποίησε την ειδική διαδικασία, με πιο γνωστές τις υποθέσεις Τσοχατζοπούλου, Παπαντωνίου και Παππά. Στη διάρκεια της προανακριτικής για τη Novartis ρωτήθηκε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, πρωτεργάτης του πλέγματος προστασίας, πως τόσο λίγες από τις δεκάδες υποθέσεις που έφτασαν στη Βουλή παραπέμφθηκαν στην επιτροπή. Η απάντηση ήταν χαρακτηριστική. Πέρα από την παραπομπή και την αρχειοθέτηση των προφανώς απαράδεκτων καταγγελιών, υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία: η αδράνεια. Δεν μπαίνουν στο αρχείο, απλώς δεν αναφέρονται στην Ολομέλεια, ξεχνιούνται και παραγράφονται. Ετσι ολοκληρώνεται ο κύκλος της προστασίας με την παραμέληση ακόμη και αυτής της υπερπροστατευτικής διαδικασίας. Οι κομματικές ηγεσίες εγγυώνται έτσι ότι κανείς υπουργός δεν θα υποστεί τον δικαστικό βάσανο, εκτός αν για εκλογικούς λόγους τον έχουν εγκαταλείψει.
Τι γίνεται αλλού; Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ευρωπαϊκά πολιτικά και νομικά συστήματα προσφέρουν περιορισμένη προστασία στους πολιτικούς και κανένα εξ αυτών δεν τους προστατεύει με τον εξαιρετικά προνομιακό τρόπο του ελληνικού πλέγματος συνταγματικών και νομικών διατάξεων. Η Βρετανία, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Γερμανία δεν έχουν καμία προστατευτική διάταξη. Στην Ιταλία χρειάζεται άδεια της Βουλής, όπως και στην Ισπανία, αλλά μόνο για εγκλήματα κατά της ασφάλειας του κράτους. Η «σκευωρία» για την οποία κατηγορήθηκε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στην υπόθεση Νovartis είναι στην πραγματικότητα ο περίπλοκος αστερισμός νομικών διατάξεων που βάζει τους πολιτικούς στο απυρόβλητο και τους εκθέτει στη δικαιολογημένη λαϊκή κατακραυγή.
Το τέλειο έγκλημα είναι όνειρο των εγκληματιών και των συγγραφέων αστυνομικών ιστοριών. Ο Χίτσκοκ έχει δείξει αριστοτεχνικά πώς μια ιδιοφυής πλοκή πράξεων και κλου που αποσκοπούν στην αποτροπή της αποκάλυψης του εγκλήματος ματαιώνεται από μια δευτερεύουσα λεπτομέρεια ή μια τυχαία συνάντηση. Μόνο ο ταλαντούχος κ. Ρίπλεϊ, ο νιτσεϊκός πρωταγωνιστής της Πατρίσια Χάισμιθ, ξεφεύγει επιβεβαιώνοντας την αιώνια επιστροφή του κακού. Ούτε ο Χίτσκοκ ούτε η Χάισμιθ είχαν φανταστεί να δημιουργήσουν το τέλεια ακαταδίωκτο έγκλημα, το έγκλημα που δεν θα τιμωρηθεί, όχι επειδή έχουμε ένα μεγαλοφυές εγκληματικό μυαλό, αλλά γιατί πολιτικοί και νομικοί έχουν κάνει αδύνατη τη δίωξή του. Η απλή αυτή λύση είχε ξεφύγει από τους μεγάλους συγγραφείς. Ο Ρίπλεϊ δεν είναι ο εγκληματίας, αλλά ο νομοθέτης.
Η αναθεωρητική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ το 2018 δυστυχώς δεν περιλάμβανε τη μόνη οριστική λύση του προβλήματος: την κατάργηση του άρθρου 86 και την απόσυρση της υποκριτικής δικαστικής αρμοδιότητας από τη Βουλή. Το υποστηρίξαμε στην επιτροπή αναθεώρησης, αλλά η ηγεσία το απέρριψε αποδεχόμενη τη συντηρητική λύση της διατήρησης με μικρές βελτιώσεις. Ηταν ακόμη ένα από τα θεσμικά λάθη τής τότε κυβέρνησης, ένδειξη πολιτικής ατολμίας σε μια στιγμή που η κοινωνία βοούσε για την προνομιακή μεταχείριση του πολιτικού προσωπικού. Οι κοινοβουλευτικές εξεταστικές επιτροπές αρκούν για την εξέταση της πολιτικής ευθύνες των υπουργών. Οι ανακρίσεις, οι διώξεις και οι δίκες πρέπει να γυρίσουν εκεί που ανήκουν: στην ποινική δικαιοσύνη. Αυτό απαιτεί η διάκριση των εξουσιών, η αρχή της ισονομίας και η προστασία της ακεραιότητας του πολιτικού συστήματος. Η Βουλή δεν έχει καμία δουλειά στις ποινικές υποθέσεις βουλευτών και υπουργών. Η συνειδητοποίηση αυτού του πολύ απλού γεγονότος θα είναι η μεγάλη παρακαταθήκη των 1,3 εκατομμυρίων που υπογράφουν το ψήφισμα της κ. Καρυστιανού για την τραγωδία των Τεμπών.
Κώστας Δουζίνας (Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Λονδίνου)
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου