21.2.24

Οι «κόκκινες» εκθέσεις για το Νομοσχέδιο Φλωρίδη...


Αντα Ψαρρά

Αργά το βράδυ της Τρίτης, λίγες μόνο ώρες πριν αρχίσει η Ολομέλεια της Βουλής, μοιράστηκαν στους βουλευτές οι δύο επίσημες εκθέσεις: της ...Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής και της Ολομέλειας της Επιτροπής Αξιολόγησης Ποιότητας της Νομοπαρασκευαστικής Διαδικασίας (επιτροπή που συστήθηκε με το Νόμο του επιτελικού κράτους με πρόεδρο τον καθηγητή συνταγματικού δικαίου κ. Βλαχόπουλο) με τις παρατηρήσεις επί του νομοσχεδίου Φλωρίδη.

Οι παρατηρήσεις των δύο εκθέσεων για τους Ποινικούς Κώδικες είναι πολλές, «κοκκινίζουν» πολλά άρθρα του νομοσχεδίου στα οποία διαπιστώνεται προχειρότητα και σίγουρα κλονίζουν σε μεγάλο βαθμό τη «φιλοσοφία» Φλωρίδη, μια και κάποιες διατάξεις που επιβάλλει με το νομοσχέδιο κρίνονται εξόχως προβληματικές. Όπως ακριβώς δηλαδή έχουν ήδη κρίνει τόσο ο νομικός και επιστημονικός κόσμος της χώρας όσο και τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Χωρίς να έχουν γίνει ακόμα γνωστές εγγράφως οι προθέσεις αλλαγών που προανήγγειλε χθες ο υπουργός Δικαιοσύνης, παραθέτουμε εδώ τις βασικές παρατηρήσεις των δύο εκθέσεων. 

• Θα ήταν νομικά ορθότερο οι τροποποιήσεις του κάθε κώδικα να γίνουν με αυτοτελή νομοσχέδια έτσι ώστε να επιτρέπεται στο νομοθέτη και στο χρήστη να κατανοεί ακριβώς το τι αλλάζει και πώς. Αυτό χαρακτηρίζεται από την επιτροπή ως μια από τις γνωστές παθογένειες της ελληνικής νομοθέτησης. 

• Ο τίτλος είναι μακρύς και δεν δηλώνει το βασικό θέμα ιδίως όταν υπάρχει τέτοια πληθώρα θεμάτων. Επίσης η ανάλυση συνεπειών του Νόμου κρίνεται αφηρημένη και αφαιρεί τη χρηστικότητα του νομοσχεδίου

• Η ενδοοικογενειακή βία χάνεται εντελώς ως τελευταίο μέρος του νομοσχεδίου. Τουλάχιστον αυτό το μέρος θα πρέπει να αποσπαστεί να αποκτήσει σωστή ανάλυση συνεπειών, σωστό τίτλο και σωστή δομή» Αυτό εξάλλου ζήτησαν και οι εκπρόσωποι των κομμάτων της αντιπολίτευσης . 

Παρατηρήσεις με αντικείμενο την ανάγκη σαφέστερου προσδιορισμού και την εξέταση σκοπιμότητας γίνονται και για τα θέματα αλλαγών στις ποινές για συνέργεια, στο άρθρο που επαναφέρει τις απελάσεις στην ποινική διαδικασία, στη διάταξη για τη μειωμένη ποινή, στη διάταξη για τη συρροή λόγων μείωσης της ποινής, στην έκτιση και αναστολή εκτέλεσης ποινής, στη μετατροπή φυλάκισης σε κοινωφελή εργασία, στην υφ' όρον απόλυση, στις διατάξεις για το αυτεπάγγελτο στην απιστία, στις διατάξεις για τους ανήλικους, για τις διατάξεις, για την ασάφεια στη δήμευση περιουσίας λόγω εμπρησμού δάσους, στις διατάξεις της εγκληματικής οργάνωσης, στα εξ αμελείας αδικήματα, στις διατάξεις για την ενδοοικογενειακή βία και σε αρκετές διατάξεις με τις οποίες αλλάζει άρδην ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. 

Αν μη τι άλλο πέρα από την ουσία των παρατηρήσεων αποδεικνύεται καθαρά το πώς αυτό το νομοσχέδιο είναι κυριολεκτικά γραμμένο στο πόδι. Για το λόγο αυτό σε πλείστες διατάξεις ζητείται συνοπτική αναφορά του ουσιαστικού περιεχομένου τους.

Στις τελικές παρατηρήσεις κρίνεται και ποιες αλλαγές έχουν μεγάλη οικονομική σημασία. 

Η Έκθεση της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής 
Στην έκθεση αυτή υπάρχουν σοβαρότατες παρατηρήσεις για πολλά άρθρα. Συχνές είναι οι αναφορές και επικλήσεις σε άρθρα της ΕΣΔΑ αλλά και του Συντάγματος, που ορίζουν συγκεκριμένα όρια και πλαίσια που οφείλουν να δεσμεύουν τις νομοθετικές παρεμβάσεις. 

Συγκεκριμένα:

Παρατηρήσεις επί των άρθρων 
1. Επί του άρθρου 10 Διά του άρθρου 10 εισάγεται νέο άρθρο 72 στον ΠΚ και προβλέπεται η επιβολή της απέλασης αλλοδαπού συµπεριλαµβανοµένων και των πολιτών κρατών – µελών της ΕΕ ως µέτρο ασφαλείας. Η απέλαση των πολιτών κρατών µελών της ΕΕ που έχουν αποδεδειγµένα µόνιµη διαµονή στην ελληνική 6 επικράτεια τουλάχιστον επί πέντε (5) έτη, πριν από την τέλεση της πράξης, µπορεί να επιβληθεί αν καταδικάσθηκαν σε ποινή κάθειρξης τουλάχιστον έξι (6) ετών για τις αξιόποινες πράξεις του δεύτερου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 105Β του ΠΚ ή για τη διακεκριµένη κλοπή του άρθρου 374 και µόνο όταν συντρέχουν και αιτιολογούνται ειδικώς στην απόφαση σοβαροί και επιτακτικοί λόγοι δηµοσίας ασφάλειας. Η απέλαση εκτελείται αµέσως µετά την έκτιση της ποινής ή την απόλυση από τις φυλακές. Εν προκειµένω, παρατηρείται ότι στην περίπτωση που η απόφαση του δικαστηρίου περί απέλασης εκτελείται αφού παρέλθουν περισσότερα από δύο έτη αφότου εκδόθηκε, θα ήταν σύµφωνο µε την παρ. 2 του άρθρου 33 της Οδηγίας 2004/38 και τη σχετική νοµολογία του ΔΕΕ (απόφαση της 22ας Μαΐου 2012 C-348/09 ECLI:EU:C:2012:300 παρ. 31) να επανεξετάζεται αν το υπό απέλαση πρόσωπο εξακολουθεί να αποτελεί πραγµατική απειλή για τη δηµόσια τάξη ή αν έχει επέλθει ουσιαστική µεταβολή των περιστάσεων αφότου εκδόθηκε η απόφαση απέλασης. 

2. Επί του άρθρου 14 Διά του άρθρου 14 συµπληρώνεται το άρθρο 82Α του ΠΚ, και προβλέπεται ότι το αυξηµένο πλαίσιο ποινής για τα εγκλήµατα µε ρατσιστικά χαρακτηριστικά εφαρµόζεται και όταν τελείται έγκληµα µε δόλο σε βάρος ανηλίκου ή προσώπου που δεν µπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του, και δεν προβλέπεται βαρύτερο πλαίσιο ποινής από άλλη διάταξη. Ήδη προβλέπεται στο άρθρο 79 παρ. 5 του ΠΚ, ως στοιχείο της επιµέτρησης της ποινής, το γεγονός ότι το θύµα δεν µπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό του. Η θέσπιση βαρύτερου πλαισίου ποινής όταν η πράξη στρέφεται κατά ανηλίκων ή προσώπων που δεν µπορούν να υπερασπίσουν τον εαυτό τους, δηλαδή κατά γενικών κατηγοριών προσώπων, κατ’ αποτέλεσµα διαµορφώνει διακεκριµένες παραλλαγές των σχετικών εγκληµάτων (κατά της περιουσίας, ιδιοκτησίας). Συνεπώς, τίθεται το ερώτηµα αν είναι νοµοτεχνικώς ορθή η ένταξη της διάταξης στο δίκαιο της επιµέτρησης της ποινής. 

3. Eπί του άρθρου 33 Διά του άρθρου 33 συµπληρώνεται το άρθρο 168 του ΠΚ και προστίθενται παρ. 4 και 5, ως εξής: 25 «Όποιος εισέρχεται σε δοµές παροχής υπηρεσιών υγείας, συµπεριλαµβανοµένων των κινητών µονάδων παροχής υπηρεσιών υγείας ή προσεγγίζει κινητές µονάδες παροχής υγειονοµικών υπηρεσιών άµεσης βοήθειας και µε οποιονδήποτε τρόπο, ιδίως µε φωνασκίες, θόρυβο, ύβρεις ή απειλές κατά του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, εργαζοµένων, υπαλλήλων ή ασθενών διαταράσσει τη λειτουργία τους, τιµω7 ρείται µε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηµατική ποινή και αν η πράξη συνδέεται µε πρόκληση βιαιοπραγίας, µε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηµατική ποινή. Με τις ποινές της παρ. 4 τιµωρείται όποιος εισέρχεται σε χώρο πρωτοβάθµιας ή δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης και µε οποιονδήποτε τρόπο, ιδίως µε φωνασκίες, θόρυβο, ύβρεις ή απειλές κατά του εκπαιδευτικού προσωπικού, εργαζοµένων, υπαλλήλων ή µαθητών διαταράσσει τη λειτουργία του». Τα εν λόγω είδη συµπεριφοράς ανήκουν ήδη στο πεδίο εφαρµογής των παρ. 1 και 2 του άρθρου 168 του ΠΚ, οι οποίες και συρρέουν αληθώς µε εγκλήµατα κατά της τιµής, την απειλή ή τις σωµατικές βλάβες. Ως εκ τούτου, θα ήταν νοµοτεχνικώς ορθότερο να διαγραφούν οι προτεινόµενες παρ. 4 και 5 του άρθρου 168 του ΠΚ. 

4. Επί του άρθρου 40 Διά του άρθρου 40 τροποποιείται το άρθρο 237 του ΠΚ, και προβλέπεται στην παρ. 4 στοιχ. δ΄, ότι οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 37 του ΠΚ, δηλαδή οι πράξεις της δωροληψίας και της δωροδοκίας δικαστικών λειτουργών, όταν η υπηρεσιακή ενέργεια ανάγεται στην εκτέλεση των καθηκόντων τους κατά την απονοµή της δικαιοσύνης ή την επίλυση της διαφοράς, εφαρµόζονται από ή προς δικαστές που είναι αποσπασµένοι σε ενωσιακούς ή διεθνείς οργανισµούς ή όργανα. Εν προκειµένω, η διάταξη του στοιχ. δ΄ της παρ. 4 είναι λευκός ποινικός νόµος που παραπέµπει στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 237 του ΠΚ. Η αρχή της νοµιµότητας επιβάλλει να πληρούν οι υπό κρίση πράξεις, δηλαδή η δωροληψία και η δωροδοκία δικαστών που είναι αποσπασµένοι σε διεθνείς οργανισµούς ή όργανα, in concreto όλα τα στοιχεία των πράξεων των παρ. και 2 του άρθρου 237 του ΠΚ (βλ. Μυλωνόπουλο Χ., Ποινικό δίκαιο Γενικό Μέρος, 2020, σελ. 15). Στα στοιχεία αυτά ανήκει και η υπηρεσιακή ενέργεια κατά την απονοµή δικαιοσύνης ή την επίλυση διαφοράς. Εφόσον οι αποσπασµένοι δικαστές δεν ασκούν δικαιοδοτικά καθήκοντα, η προτεινόµενη διάταξη αντιβαίνει στην αρχή της νοµιµότητας και ιδίως στην αρχή nullum crimen nulla poena sine lege scripta. 

5. Επί του άρθρου 43 Διά του άρθρου 43 εισάγεται νέο άρθρο στον ΠΚ ως άρθρο 265Α, το οποίο προβλέπει την επιβολή δήµευσης τµήµατος της περιουσίας του αυτουργού και των συµµετόχων στο έγκληµα εµπρησµού σε δάση από πρόθεση, τετελεσµένο και σε απόπειρα, καθώς και στις περιπτώσεις εµπρησµού σε δάση από αµέλεια από τις οποίες προκλήθηκε πυρκαγιά που είχε ως αποτέλεσµα θάνατο, ή βαριά σωµατική βλάβη, ή εξαπλώθηκε σε µεγάλη έκταση, ή είχε 8 ως επακόλουθο σοβαρή ή ευρεία ρύπανση, ή υποβάθµιση, ή σοβαρή ή ευρεία οικολογική και περιβαλλοντική διατάραξη, ή καταστροφή. Εν προκειµένω, η περιουσία που δηµεύεται δεν προέρχεται ούτε σχετίζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο µε το έγκληµα ούτε χρησιµοποιείται για την τελεσή του. Το συνταγµατικό έρεισµα της δήµευσης σε σχέση µε το δικαίωµα στην ιδιοκτησία που προστατεύει το άρθρο 17 του Συντάγµατος είναι η, µε οποιονδήποτε τρόπο, εµπλοκή της περιουσίας σε αξιόποινες πράξεις (βλ., αναλυτικά, Διονυσοπούλου Α., Η δήµευση των προϊόντων της εγκληµατικής δραστηριότητας. Παρατηρήσεις και de lege ferenda προτάσεις στις διατάξεις του Ν. 2331/1995, Υπεράσπιση, 2000, σελ. 794). Εν προκειµένω, δοθείσης της έλλειψης οποιασδήποτε σύνδεσης της υπό δήµευση περιουσίας µε την αξιόποινη πράξη, γεννάται ερώτηµα αν το µέτρο είναι σύµφωνο µε το άρθρο 17 του Συντάγµατος. Η αποκατάσταση της ζηµίας που προκαλείται από τη συµπεριφορά του δράστη µπορεί, σε κάθε περίπτωση, να αποτελεί αντικείµενο αυτοτελούς αξίωσης. 

6. Επί του άρθρου 46 Διά του άρθρου 46 συµπληρώνεται το άρθρο 302 του ΠΚ, και προβλέπεται ότι «αν το θύµα της πράξης της παρ. 1 είναι οικείος του υπαιτίου, το δικαστήριο µπορεί να απαλλάξει τον υπαίτιο από κάθε ποινή, αν πεισθεί ότι λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από τις συνέπειες της πράξης του δεν χρειάζεται να υποβληθεί σε ποινή». Δεδοµένου ότι η περίπτωση αυτή καλύπτεται από το άρθρο 104 Β στοιχ. γ΄ του ΠΚ για τη δικαστική άφεση της ποινής, θα ήταν νοµοτεχνικά ορθότερο να απαλειφθεί. 

7. Επί των άρθρων 47, 48, 49 Διά των άρθρων 47, 48, 49 τροποποιούνται τα άρθρα 312, 330, 333 του ΠΚ, και προστίθεται η φράση «µε την επιφύλαξη διατάξεων ειδικών ποινικών νόµων». Θα ήταν νοµοτεχνικώς ορθότερο να αντικατασταθεί η φράση «µε την επιφύλαξη διατάξεων ειδικών ποινικών νόµων» από τη φράση «µε την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3500/2006, όπως ισχύει». 

8. Επί του άρθρου 54 Διά του άρθρου 54 τροποποιείται το άρθρο 363 του ΠΚ, και ορίζεται ότι: «Όποιος µε οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου, ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον εν γνώσει του ψευδές γεγονός που µπορεί να βλάψει την τιµή ή την υπόληψη του άλλου τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) µηνών και χρηµατική ποινή και αν τελεί την πράξη δηµόσια µε οποιονδήποτε τρόπο ή µέσω του διαδικτύου, µε φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) µηνών και 9 χρηµατική ποινή. Στην έννοια του τρίτου δεν περιλαµβάνονται δηµόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι που λαµβάνουν γνώση των ισχυρισµών για τα διάδικα µέρη, κατά την ενάσκηση καθήκοντος στο πλαίσιο πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής δίκης». Εν προκειµένω, δοθείσης και της κατάργησης του άρθρου 367 του ΠΚ (µε το άρθρο 135 στοιχ. α΄ του παρόντος νοµοσχεδίου), θα ήταν νοµοτεχνικώς ορθότερο να θεσπισθεί ειδικός λόγος άρσης του αδίκου για τους ισχυρισµούς των διαδίκων ενώπιον των δηµοσίων λειτουργών και υπαλλήλων που ασκούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής δίκης. 

9. Επί του άρθρου 71 Διά του άρθρου 71 τροποποιείται το άρθρο 53 του ΚΠΔ, και στην παρ. 1 εδ. δ΄ του προτεινόµενου άρθρου 53 του ΚΠΔ ορίζεται ότι: «Δεν απαιτείται κατάθεση παραβόλου για τα εγκλήµατα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονοµικής εκµετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, τα εγκλήµατα ενδοοικογενειακής βίας, τα εγκλήµατα ρατσιστικών διακρίσεων (άρθρo 82Α του ΠΚ) και τα εγκλήµατα παραβιάσεων της ίσης µεταχείρισης». Θα ήταν σκόπιµο, προς αποφυγή σύγχυσης, να γίνει παραποµπή στις διατάξεις που προβλέπουν εγκλήµατα παραβιάσεων της ίσης µεταχείρισης. 

10. Επί του άρθρου 78 Διά του άρθρου 78 συµπληρώνεται το άρθρο 215 ΚΠΔ, και ορίζεται ότι: «Αστυνοµικοί και λοιποί προανακριτικοί υπάλληλοι που έχουν καταθέσει στην προδικασία δεν καλούνται στο ακροατήριο αλλά αναγιγνώσκονται οι καταθέσεις τους. Ο εισαγγελέας ή το δικαστήριο αιτιολογηµένα, µπορούν κατ’ εξαίρεση να παραγγείλουν την κλήτευση αν η εξέτασή τους µε τεχνολογικά µέσα σύµφωνα µε το άρθρο 238Α όπου είναι εφικτό, ή µε φυσική παρουσία τους στο ακροατήριο είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας. Σε κάθε περίπτωση, τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου καλούνται από τον εισαγγελέα, αν η πράξη αφορά κακούργηµα και το ζητήσει ο κατηγορούµενος εντός προθεσµίας πέντε (5) ηµερών από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσµατος ή της κλήσης στο ακροατήριο, σύµφωνα µε τις διατυπώσεις της παρ. 3 του άρθρου 327 και πέραν του αριθµητικού περιορισµού της παρ. 2». Εν προκειµένω, τίθεται το ερώτηµα αν η προτεινόµενη διάταξη είναι σύµφωνη µε τη νοµολογία του ΕΔΔΑ ως προς το δικαίωµα του κατηγορουµένου να εξετάζει τους µάρτυρες κατηγορίας (άρθρο 6 παρ. 3 δ΄ ΕΣΔΑ) για την συγκεκριµένη κατηγορία µαρτύρων, δηλαδή αστυνοµικών και προανακριτικών υπαλλήλων που κατέθεσαν στην προδικασία. Καταρχήν, κατά τη νοµολογία του ΕΔΔΑ, η εξέταση ή µη των εν λόγω προσώπων στο ακροατή10 ριο αποτελεί ζήτηµα που θα κρίνει το δικαστήριο κυριαρχικά κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, το οποίο θα πρέπει να λάβει υπόψη του το δικαίωµα του κατηγορουµένου να τους εξετάσει σε συνδυασµό µε διάφορους παράγοντες, όπως την αποδεικτική βαρύτητα της µαρτυρίας, την τυχόν ύπαρξη άλλων εξισορροπητικών παραγόντων (βλ. Schatschaschwili κατά Γερµανίας 15.12.2015, και Διονυσοπούλου Α., Το δικαίωµα του κατηγορουµένου να εξετάζει τους µάρτυρες κατηγορίας – πρόσφατη νοµολογία του ΕΔΔΑ και το άρθρο 363 ΚΠΔ σε Το ποινικό δίκαιο σε κρίση και υπό κρίση, 2020, σελ. 585 επ.). Στο πλαίσιο αυτό, το δικαστήριο δεν µπορεί, κατ’ αποτέλεσµα, να δεσµεύεται από την µη υποβολή αιτήµατος κλήτευσης του µάρτυρα από τον κατηγορούµενο, η οποία δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου παραίτηση από το δικαίωµά του να εξετάσει τους συγκεκριµένους µάρτυρες κατά τη νοµολογία του ΕΔΔΑ (βλ., ενδεικτικά, Thomson κατά Ηνωµένου Βασιλείου 15.6.2004 παρ. 43 επ., Nechto κατά Ρωσίας 24.1.2012 παρ. 104, Gabrielyan κατά Αρµενίας 10.4.2012 παρ. 38, 85, και, αναλυτικά, Διονυσοπούλου Α., Το δικαίωµα του κατηγορουµένου στην εξέταση µαρτύρων κατηγορίας, Αθήνα 2017, σελ. 112 επ.) 

11. Επί του άρθρου 82 Διά του άρθρου 82 εισάγεται νέο άρθρο 238Α στον ΚΠΔ, στο οποίο προβλέπεται η δυνατότητα διεξαγωγής κατάθεσης µάρτυρα, πραγµατογνώµονα, τεχνικού συµβούλου, διερµηνέα, παρισταµένου προς υποστήριξη της κατηγορίας, παροχής ανωµοτί εξηγήσεων από ύποπτο ή απολογίας κατηγορουµένου, µε τη χρήση τεχνολογικών µέσων, χωρίς τη φυσική παρουσία του προσώπου αυτού, όταν υπάρχει σοβαρό κώλυµα εµφάνισης ή κίνδυνος από την αναβολή ή για την ασφαλή διεξαγωγή της διαδικασίας. Επίσης, ορίζεται ότι µπορεί να αποφασισθεί από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, µετά από πρόταση του εισαγγελέα, ο αποκλεισµός της προσωπικής εµφάνισης του κατηγορουµένου στο ακροατήριο, µόνο σε περίπτωση κακουργήµατος και, ιδίως, σε πολυπρόσωπες δίκες ή δίκες που αφορούν στην οργανωµένη εγκληµατικότητα ή έχουν σοβαρό κοινωνικό αντίκτυπο. Κατά της απόφασης αυτής που απαγγέλλεται σε δηµόσια συνεδρίαση, µπορεί να ασκηθεί προσφυγή σε ολόκληρο το δικαστήριο. Παρατηρείται, κατά πρώτον, ότι η κατάθεση µε τη χρήση τεχνολογικών µέσων στο στάδιο της κύριας διαδικασίας θα ήταν νοµοτεχνικώς ορθότερο να ενταχθεί στο κεφάλαιο του ΚΠΔ για την αποδεικτική διαδικασία, ώστε να ρυθµίζονται αναλυτικά όλα τα σχετικά θέµατα και να διασφαλίζεται η δυνατότητα του κατηγορουµένου να εξετάσει το µάρτυρα. Κατά δεύτερον, ότι η συµµετοχή του κατηγορουµένου στη κύρια διαδικασία µε τη χρήση τεχνο λογικών µέσων, αντί της προσωπικής του εµφάνισης, δεν είναι, σύµφωνα µε τη νοµολογία του ΕΔΔΑ, ασυµβίβαστη µε την έννοια της δίκαιης και δηµόσιας δίκης, εφόσον όµως δικαιολογείται για την πρόληψη εγκληµάτων, την προστασία των µαρτύρων, των δικαιωµάτων των θυµάτων στη ζωή, την ελευθερία και την ασφάλεια, και λαµβάνεται υπόψη και το δικαίωµα σε εύλογη διάρκεια της διαδικασίας. Θα πρέπει, πάντως, να διασφαλίζεται ότι ο κατηγορούµενος µπορεί να παρακολουθεί την διαδικασία, χωρίς διακοπές, όπως και ότι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας θα έχει αποτελεσµατική και εµπιστευτική επικοινωνία µε τον συνήγορό του (Marcello Viola κατά Ιταλίας, 5.1.2007, παρ. 67, 72 επ., Sakhnovskiy κατά Ρωσίας 2.11.2010, παρ. 98). Συνεπώς, η προτεινόµενη διάταξη είναι ορθότερο να αναδιατυπωθεί αναλόγως. 

12. Επί του άρθρου 98 Διά του άρθρου 98 τροποποιείται το άρθρο 336 παρ. 2 του ΚΠΔ, και ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση σοβαρής διατάραξης της συνεδρίασης ή προσβλητικής συµπεριφοράς κατά του δικαστηρίου ή µέλους του το δικαστήριο, πέραν της υποχρέωσης ανακοίνωσης αξιόποινης πράξης του άρθρου 38, υποχρεούται να υποβάλλει πειθαρχική αναφορά ενώπιον του Προέδρου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, διαβιβάζοντας αντίγραφα των πρακτικών της δίκης, για την κίνηση της διαδικασίας των άρθρων 152 έως 159 περί πειθαρχικής διαδικασίας του Κώδικα Δικηγόρων». Δοθείσης της ίδρυσης σχετικής υποχρέωσης του δικαστηρίου, θα ήταν σκόπιµο η φράση «σοβαρής διατάραξης της συνεδρίασης ή προσβλητικής συµπεριφοράς κατά του δικαστηρίου ή µέλους του» να αντικατασταθεί από τη φράση «σοβαρής διατάραξης της συνεδρίασης ή βαριάς και επανειληµµένης προσβλητικής συµπεριφοράς κατά του δικαστηρίου ή µέλους του». 

13. Επί του άρθρου 102 Διά του άρθρου 102 τροποποιείται το άρθρο 404 ΚΠΔ, και ορίζεται ότι: «Το µικτό ορκωτό δικαστήριο αποφασίζει µόνο για την κατηγορία και την κύρια ποινή. Κάθε άλλο ζήτηµα ανήκει στην αρµοδιότητα των τακτικών δικαστών που αποφασίζουν χωρίς τη σύµπραξη των ενόρκων». Επίσης, διά του άρθρου 135 εδ. β΄ του παρόντος καταργείται το ισχύον άρθρο 405 ΚΠΔ. Στο Σύνταγµα καθιερώνεται αρµοδιότητα των µικτών ορκωτών δικαστηρίων για τα κακουργήµατα, η οποία συνίσταται στην τιµωρία αυτών των εγκληµάτων και στη λήψη όλων των µέτρων που προβλέπουν οι σχετικοί ποινικοί νόµοι (άρθρα 97 παρ. 1 και 96 παρ. 1 Συντάγµατος). Συνεπώς, ιδρύεται καταρχήν αρµοδιότητα του µικτού ορκωτού δικαστηρίου για όλα τα ζητήµατα που ανακύπτουν κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίω διαδικασίας. Στο µέτρο που ορισµένα ζητήµατα έχουν αµιγώς νοµικό - τεχνικό χαρακτήρα, είναι επιτρεπτή η ανάθεση της αρµοδιότητας µόνο στους τακτικούς δικαστές. Δεδοµένου ότι το τεκµήριο αρµοδιότητας, σύµφωνα µε το Σύνταγµα, ανήκει στο µικτό ορκωτό δικαστήριο, θα ήταν σύµφωνο µε τις ανωτέρω συνταγµατικές διατάξεις και νοµοτεχνικώς ορθότερο να αναφέρονται ρητά τα ζητήµατα για το οποία θα έχουν αρµοδιότητα µόνο οι τακτικοί δικαστές, ώστε να µην δηµιουργείται σύγχυση σχετικά µε την αρµοδιότητα του µικτού ορκωτού δικαστηρίου. 

14. Επί του άρθρου 111 Διά του άρθρου 111 τροποποιείται το άρθρο 500 ΚΠΔ, και ορίζεται ότι: «Ο εισαγγελέας µπορεί επίσης, να κλητεύσει τους πιο σηµαντικούς µάρτυρες από εκείνους που εξετάστηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν κρίνει ότι η υπόθεση µπορεί να εκδικαστεί µε µόνη την ανάγνωση των καταθέσεών τους σύµφωνα µε το τρίτο εδάφιο του άρθρου 502. Σε κάθε περίπτωση, καλεί δύο τουλάχιστον µάρτυρες εφόσον το ζητήσει ο κατηγορούµενος εντός προθεσµίας πέντε (5) ηµερών από την επίδοση της κλήσης στο ακροατήριο. Μπορεί επίσης, να κλητεύσει νέους µάρτυρες που δεν εξετάστηκαν στο πρωτοβάθµιο δικαστήριο. (…) Σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο µπορεί να παραγγείλει την κλήτευση των µαρτύρων που εξετάστηκαν στην πρωτόδικη δίκη και δεν κλητεύτηκαν κατά την κρίση του εισαγγελέα, αν η εξέτασή τους στο ακροατήριο είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας». Εν προκειµένω, ειδικά για την κατ’ έφεση δίκη, η νοµολογία του ΕΔΔΑ εξαρτά τον τρόπο εφαρµογής του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ από τη διαµόρφωση της κατ’ έφεση δίκης στις εθνικές έννοµες τάξεις. Όταν το κατ’ έφεση δικάζον δικαστήριο εξετάζει πραγµατικά και νοµικά ζητήµατα, και διεξάγει πλήρη αποδεικτική διαδικασία, πρέπει, για λόγους δικαιότητας, να προβαίνει σε άµεση εκτίµηση των αποδεικτικών µέσων, εν προκειµένω, των µαρτυρικών καταθέσεων (Dan κατά Μολδαβίας 5.11.2011 παρ. 30 επ. Για το δικαίωµα του κατηγορουµένου να εξετάζει τους µάρτυρες κατηγορίας, βλ. ανωτέρω παρατήρηση αρ. 10). 

15. Επί του άρθρου 134 Στο άρθρο 134 προβλέπεται διαδικασία µε την οποία τα ποινικά δικαστήρια επιβάλλουν κυρώσεις (πρόστιµο, οριστική ή προσωρινή ανάκληση ή αναστολή της άδειας λειτουργίας ή απαγόρευση άσκησης της επιχειρηµατικής 13 δραστηριότητας, οριστικό ή προσωρινό αποκλεισµό από δηµόσιες παροχές, ενισχύσεις, αναθέσεις έργων και υπηρεσιών, προµήθειες, επιδοτήσεις, διαφηµίσεις και διαγωνισµούς του δηµοσίου τοµέα) σε βάρος νοµικών προσώπων ή οντοτήτων, σε δυο περιπτώσεις: α) αν αξιόποινη πράξη των άρθρων 159Α, 236, των παρ. 2 έως 4 του άρθρου 237, της παρ. 2 του άρθρου 237Α του Ποινικού Κώδικα, ή η συµµετοχή σε τέτοια πράξη τελείται προς όφελος ή για λογαριασµό τους από φυσικό πρόσωπο που ενεργεί είτε ατοµικά είτε ως µέλος οργάνου του νοµικού προσώπου, ή της οντότητας, και κατέχει διευθυντική θέση εντός αυτών, ή έχει εξουσία εκπροσώπησής τους, ή εξουσιοδότηση για τη λήψη αποφάσεων για λογαριασµό τους ή για την άσκηση ελέγχου εντός αυτών, και β) όταν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου από ανωτέρω αναφερόµενο φυσικό πρόσωπο κατέστησε δυνατή την τέλεση από ιεραρχικά κατώτερο στέλεχος ή από εντολοδόχο του νοµικού προσώπου ή της οντότητας κάποιας από τις ανωτέρω αναφερόµενες αξιόποινες πράξεις προς όφελος ή για λογαριασµό του νοµικού προσώπου ή της οντότητας. Ειδικότερα, ορίζεται ότι οι κυρώσεις επιβάλλονται από το αρµόδιο δικαστήριο, ανεξαρτήτως της καταδίκης φυσικού προσώπου για τις πράξεις αυτές, αν δεν έχει ασκηθεί δίωξη λόγω θανάτου του υπαιτίου ή δίωξη που είχε ασκηθεί κατά του φυσικού προσώπου έπαυσε οριστικά ή κηρύχθηκε απαράδεκτη στο στάδιο της προδικασίας. Επίσης, το νοµικό πρόσωπο που είναι διάδικος στη σχετική διαδικασία έχει όλα τα δικαιώµατα του κατηγορουµένου, ιδίως εκείνα των άρθρων 89, 92, 94 ,95, 99, 100, 102, 103 και 104 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, σε όλους τους βαθµούς δικαιοδοσίας, εκτός από αυτά που προσιδιάζουν αποκλειστικά σε φυσικό πρόσωπο. Περαιτέρω, ρυθµίζεται αναλυτικά η διαδικασία της ποινικής διαπραγµάτευσης. Λόγω της ανάθεσης αυτής της αρµοδιότητας το πρώτον µε το προτεινόµενο άρθρο στα ποινικά δικαστήρια, και λόγω της πολυπλοκότητας των σχετικών ζητηµάτων, θα ήταν νοµοτεχνικώς ορθότερο οι σχετικές ρυθµίσεις να είναι λεπτοµερέστερες για κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, και να ενσωµατωθούν στον ΚΠΔ, ώστε να είναι ορατές στους εφαρµοστές και να είναι δυνατή η απρόσκοπτη εφαρµογή τους. 

16. Επί του άρθρου 136 παρ. 3 Διά του άρθρου 136 παρ. 3 ορίζεται ότι: « Όπου σε ειδικούς ποινικούς νόµους γίνεται αναφορά σε πλαίσιο ποινής φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους ή κάθειρξης έως έξι (6) έτη, αυτή λογίζεται σε κάθειρξη από πέντε (5)έ14 ως δέκα (10) έτη». Θα ήταν σύµφωνο µε την αρχή της νοµιµότητας και µε το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ, και δοθέντος ότι εισάγεται βαρύτερο πλαίσιο ποινής, να γίνει παραποµπή στις συγκεκριµένες διατάξεις των ειδικών ποινικών νόµων που τροποποιούνται, ώστε η ποινή που απειλείται σε αυτές να είναι προβλέψιµη (βλ. και συµβουλευτική γνώµη του ΕΔΔΑ (Μείζων Σύνθεση) προς το Συνταγµατικό Δικαστήριο της Αρµενίας της 20.5.2020 για την κατά παραποµπή νοµοθέτηση παρ. 74...

"Η Εφημερίδα των Συντακτών"

Δεν υπάρχουν σχόλια: