«“Οσο περισσότερους νόµους έχει µια χώρα τόσο πιο διεφθαρµένη είναι” έλεγε ο Ρωµαίος Τάκιτος. Η Ελλάδα έχει αρκετούς νόµους. Τόσους ώστε η διαφθορά να αισθάνεται ασφαλής. Μια κλειστή οµάδα εξουσίας παρανοµεί, στη συνέχεια ψηφίζει νόµους για να νοµιµοποιήσει τις παρανοµίες, αυτοαµνηστεύεται και στη συνέχεια δεν υπάρχουν µέσα ενηµέρωσης ώστε να αποκαλύψουν το τι πραγµατικά συµβαίνει».
Αυτό είχα γράψει σε άρθρο µου στον «Guardian» τον Οκτώβριο του 2012. Το θυµήθηκα µετά τη... διθυραµβική ανακοίνωση του υπουργού ∆ικαιοσύνης Γιώργου Φλωρίδη ότι προχωρά στη νοµοθέτηση νέου Ποινικού Κώδικα και Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας.
Μήπως δεν πρόκειται για ακόµη µια επιβεβαίωση του µεγέθους της διαφθοράς στην Ελλάδα, η οποία πηδάει από τα παράθυρα του πλήθους των νόµων που γίνονται τελικώς για να την καλύπτουν; Μήπως δεν γίνονται και πάλι νόµοι απλώς για να πιστεύουν οι ιθαγενείς ότι προστατεύονται από τη ∆ικαιοσύνη ενώ όλα είναι ελεγχόµενα και σε βάρος τους; Μήπως µε τον νέο Ποινικό Κώδικα καλύπτεται ένα κενό που δηµιουργεί η σύγχρονη πραγµατικότητα και αδικούµε τον Φλωρίδη ως Χαµουραµπί του Μαξίµου;
Αυτό πρέπει να το απαντήσει ο υπουργός ∆ικαιοσύνης, µαζί µε όλα τα συνεπακόλουθα που του καταµαρτυρούν οι πρώην συνάδελφοί του δικηγόροι. Από το 2019 η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει τροποποιήσει έξι φορές τον Ποινικό Κώδικα (ΠΚ). Αµέσως µόλις ανέλαβε κυβέρνηση άλλαξε τον ΠΚ που µόλις είχε ψηφίσει η προηγούµενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στο όνοµα της δηµιουργίας ενός πιο ολοκληρωµένου ποινικού νόµου.
Ας υποθέσουµε ότι έτσι έκρινε η νέα κυβέρνηση, έτσι έκανε, αν και ο Ποινικός Κώδικας είναι η βάση του νοµικού συστήµατος και δεν γίνεται να αλλάζει κάθε τόσο, κατά τα πολιτικά ή τα προσωπικά κέφια. Μέσα σε τέσσερα χρόνια η Ν∆ άλλαξε ακόµη πέντε φορές τον Ποινικό Κώδικα, πάντα µε το ίδιο επιχείρηµα: ότι ο νέος κώδικας είναι ο σωστός και δίκαιος. Αρα οι δικοί της προηγούµενοι ήταν λάθος και όσα έλεγε ήταν ψέµατα.
Εδώ έχουµε ένα σοβαρό πρόβληµα. Ή ο εκάστοτε υπουργός ∆ικαιοσύνης θεωρεί τσιφλίκι του το νοµικό οικοδόµηµα της χώρας και επεµβαίνει σε αυτό ικανοποιώντας τη µωροφιλοδοξία του ή η κυβέρνηση αλλάζει συνεχώς τους νόµους µικροπολιτικά και συµφεροντολογικά.
Ο Γ. Φλωρίδης από τον Ποινικό Κώδικά του διαφήµισε το σηµείο που αφορά την κατάργηση του ακαταδίωκτου των τραπεζιτών, αφού προηγουµένως έκανε την γκάφα να δηλώσει στη Βουλή ότι το είχε ψηφίσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Η συγκεκριµένη νοµική ρύθµιση για κατάργηση της «ασυλίας» ήταν ευρωπαϊκή απαίτηση την οποία ικανοποιεί η κυβέρνηση, αφού όµως πρώτα έθεσε εκτός ποινικής ευθύνης τους τραπεζίτες, αυτούς που έκλεψαν το δηµόσιο µέσω θαλασσοδανείων και όσους χειρίστηκαν τα «κόκκινα» δάνεια. Εκτός τέτοιας ευθύνης, µε φροντίδα Φλωρίδη, παραµένουν µε ακαταδίωκτο τα µέλη του ΤΧΣ και του ΤΑΙΠΕ∆ που χειρίζονται την κρατική περιουσία. Σε ποια χώρα του κόσµου όποιος διαχειρίζεται περιουσία είναι εκτός ποινικού ελέγχου ό,τι κι αν κάνει;
Κάθε νοµοθέτηµα συµπυκνώνει µια πολιτική, κοινωνική και νοµική φιλοσοφία. Ποια είναι αυτή του ξανά µανά νέου κώδικα;
Η κυβέρνηση προβλέπει αυστηροποίηση των ποινών για πληµµελήµατα και κακουργήµατα. Πρόκειται δηλαδή για µια κατρακύλα σε ένα λαϊκίστικο συντηρητισµό που ικανοποιεί αυτόν που τους θέλει όλους φυλακή. Η διεθνής τάση όµως είναι εντελώς διαφορετική. Στη σύγχρονη νοµική και εγκληµατολογική αντίληψη το έγκληµα δεν αποσυνδέεται από τις κοινωνικές αιτίες που το δηµιουργούν ούτε αντιµετωπίζεται µε βουρδουλιές και ανασκολοπισµούς. Πουθενά η αυστηροποίηση των ποινών δεν λειτουργεί αποτρεπτικά, σύµφωνα µε τα στατιστικά στοιχεία.
Ο αµέσως προηγούµενος ΠΚ της Ν∆, που προέβλεπε πιο αυστηρές ποινές, αύξησε το έγκληµα αντί να το µειώσει. Αν η ποινή για το έγκληµα στηριζόταν στην απλοϊκή αντίληψη που αποπνέει το δηµιούργηµα Φλωρίδη (µεγάλη ποινή = υποχώρηση εγκληµατικότητας), τότε η Σαουδική Αραβία µε τις ποινές των ακρωτηριασµών και αποκεφαλισµών θα είχε σωθεί από το έγκληµα. ∆υστυχώς, όµως, κάθε Παρασκευή οι δηµόσιες εκτελέσεις αποτελούν θέαµα.
Στο συντηρητικό κοινό που ηδονίζεται µε το θέαµα της τιµωρίας απευθύνεται και ο νυν υπουργός ∆ικαιοσύνης. ∆εν πρόκειται για προσωπική ευθύνη ούτε ισχύει αυτό που υποστηρίζουν οι πρώην συνάδελφοί του ότι οι ρυθµίσεις του βγάζουν µίσος για τους δικηγόρους, το επάγγελµα δηλαδή που ακολούθησε για λίγο προτού γίνει επαγγελµατίας της πολιτικής – µε πολλές µάλιστα περιστροφές περί των κοµµάτων. Ο Ποινικός Κώδικας είναι επιλογή της κυβέρνησης.
Ο Μητσοτάκης έχει επιλέξει να ταΐσει τα πρωτόγονα ένστικτα που ταυτίζουν την απονοµή δικαιοσύνης µε τον αυταρχισµό, τη σκληρή τιµωρία και τις εξουσίες συγκεκριµένων κύκλων. Ο λόγος είναι ότι αυτά τα ένστικτα και τα αντανακλαστικά τον βοηθούν να δραπετεύει από τις ευθύνες του. Για παράδειγµα, αυξάνονται οι ποινές φυλάκισης για εµπρηστές και όσους προκαλούν ατυχήµατα στις συγκοινωνίες.
Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση θέλει να δείξει ότι για τις φωτιές ή για δυστυχήµατα όπως αυτό στα Τέµπη δεν φταίει η έλλειψη κρατικής οργάνωσης, αλλά ο «κακός» που πρέπει να τιµωρηθεί αυστηρά. Ο Μητσοτάκης, µε τον Φλωρίδη ως εκατόνταρχο, ρίχνει στα λιοντάρια και στο Κολοσσαίο της κοινής γνώµης τον σταθµάρχη ή τον ηλικιωµένο που έβαλε κατά λάθος φωτιά και δεν χρειάζεται να απολογηθεί ο ίδιος για το αν υπάρχουν πυροσβεστικά, έγκαιρη επέµβαση, πρόληψη, ασφάλεια και ό,τι άλλο πρέπει να υπάρχει.
Στα προβλήµατα που δηµιουργεί η πολιτική του θα απαντά µε τη ρητορική των απειλών και των φυλακίσεων, των σκληρών και ανυποχώρητων νόµων, όπως απαντά µε το «µα πήραµε 41%». Θεωρητικά όλες οι χούντες έπρεπε να είναι οάσεις νοµιµότητας και αποτελεσµατικότητας και ο κ. Φλωρίδης να τις χειροκροτεί ανοιχτά.
Ο κ. Φλωρίδης θεσµοθετεί µάλιστα οι δικαστικές αποφάσεις να λαµβάνονται σε µεγάλο βαθµό από µονοµελή δικαστήρια, ακόµη κι όταν πρόκειται για κακουργήµατα. Ολοι αντιλαµβάνονται τι σηµαίνει να δικάζει ένας και µόνο δικαστής µια µέρα κατά την οποία βρίσκεται σε άσχηµη ψυχική κατάσταση µε διακύβευµα να βάλει κάποιον φυλακή. Καταργεί επίσης το ενδιάµεσο στάδιο των δικαστικών συµβουλίων και των βουλευµάτων, καθίζοντας τους πάντες στο σκαµνί. ∆εν υπάρχει αµφιβολία ότι πολλές φορές τα δικαστικά συµβούλια (όπως και όλα τα δικαστήρια) δεν λειτουργούν όπως απαιτείται, αλλά η λύση δεν είναι η κατάργησή τους.
Οταν πονάει ένα δόντι, δεν προχωράς σε αποκεφαλισµό. Αν ήθελε πραγµατικά να αντιµετωπίσει το πρόβληµα της δίκαιης ή άδικης παραποµπής σε δίκη, θα µπορούσε να θεσµοθετήσει (όπως στη Γερµανία) τον «φάκελο του εισαγγελέα». Με βάση αυτό τον φάκελο ελέγχεται πόσες από τις υποθέσεις που παρέπεµψε σε δίκη ο εισαγγελέας είχαν καταδικαστικό αποτέλεσµα (άρα ο εισαγγελέας λειτούργησε µε βάσιµα στοιχεία παραποµπής) και πόσες κατέδειξαν λάθος παραποµπή µε βάση την αθώωση που επήλθε.
Το πιο ανατριχιαστικό είναι ότι οι καταδίκες σε πληµµελήµατα µπορούν να οδηγήσουν σε πραγµατικό εγκλεισµό σε φυλακή. Η νοµοθέτηση αυτή αφορά ιδιαίτερα και τους δηµοσιογράφους. Αν δηµοσιογράφος καταδικαστεί σε τρία χρόνια φυλάκιση για συκοφαντική δυσφήµηση (πληµµέληµα) από ένα δικαστή, τότε είναι πιθανό να πάει στο κελί. Ενώ θα περίµενε κάποιος να εναρµονιστεί η κυβέρνηση µε το ευρωπαϊκό αίτηµα να µετατραπεί η συκοφαντική δυσφήµηση από ποινικό αδίκηµα –και µάλιστα αυτόφωρο– σε αστικό, ο Φλωρίδης δείχνει στους δηµοσιογράφους τη φυλακή.
Για να ακριβολογούµε, τους εκφοβίζει µε αυτήν. Ποιος δηµοσιογράφος θα διακινδυνεύσει να γράψει κάτι αποκαλυπτικό µε τον φόβο ότι µπορεί να βρεθεί ένας τρελός δικαστής να τον καταδικάσει για συκοφαντική δυσφήµηση; Σε δεκάδες περιπτώσεις δηµοσιογράφοι που καταδικάστηκαν σε ελληνικά δικαστήρια δικαιώθηκαν στο ευρωπαϊκό. Επί Φλωρίδη θα ήταν στο κελί, αναζητώντας τη δικαίωσή τους. Μπράβο στον κ. Φλωρίδη. Με το καλό και στην επαναφορά της θανατικής ποινής. Κυρίως για δηµοσιογράφους...
koutipandoras.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου