Η ολοκλήρωση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας και οι συζητήσεις ανάμεσα στους δύο ηγέτες, Κυριάκο Μητσοτάκη και... Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, λειτουργούν για την ελληνική διπλωματία ως ένα μήνυμα αποσυμπίεσης, τουλάχιστον για το ορατό χρονικό διάστημα μέχρι το καλοκαίρι, αν όχι το τέλος του χρόνου.
Στην Αθήνα γνωρίζουν πολύ καλά ότι το τέλμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις θα παραμείνει τουλάχιστον μέχρι τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου 2024 στις ΗΠΑ, με τον κ. Ερντογάν να έχει κάθε λόγο να περιμένει τα αποτελέσματα. Αλλωστε και στις εκλογές του 2020 είχε επαναληφθεί ένα παρόμοιο σκηνικό, με τον κ. Ερντογάν να είναι ένας από τους τελευταίους ηγέτες που συνεχάρησαν τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν για την εκλογή του, έπειτα από τις ημέρες ουσιαστικής αμφισβήτησης του αποτελέσματος από τον Ντόναλντ Τραμπ.
Για την ελληνική διπλωματία οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις είναι μείζονος σημασίας καθώς αφορούν τη μεγάλη εικόνα, ξεφεύγουν από τα αμιγώς εθνικά ζητήματα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο και φθάνουν ώς τον Καύκασο, την Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή. Στο υπουργείο Εξωτερικών ουδείς νουνεχής ξεχνά ότι οι τεκτονικές πλάκες της παγκόσμιας τάξης όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και –ακόμα περισσότερο– μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης το 1991 βρίσκονται σε διαρκή κίνηση και η Τουρκία είναι από τους παράγοντες που τις κινούν, ενώ οι ΗΠΑ επιχειρούν να τις κρατήσουν κατά το δυνατόν στη θέση τους.
Δίδυμες προκλήσεις
Υπό αυτήν την έννοια για την ελληνική διπλωματία η κατάσταση στην Ουκρανία αποτελεί έναν από τους βασικούς πονοκεφάλους, ιδιαίτερα καθώς φαίνεται ότι πλέον η δυτική υποστήριξη για το Κίεβο έχει χάσει την αρχική ζέση για λόγους πρακτικούς (η Ε.Ε. αδυνατεί να ανταποκριθεί στο αυξημένο κόστος της υποστήριξης του πολέμου) αλλά και πολιτικούς, όπως φαίνεται από την αστάθεια που επικρατεί στο εσωτερικό αρκετών ευρωπαϊκών χωρών.
Πολύ πιο ανησυχητική για την Αθήνα είναι η κατάσταση στη Μέση Ανατολή, όπου και εκεί η εμπόλεμη ζώνη επιμηκύνεται επικίνδυνα με το πλέγμα των σχέσεων που είχαν οικοδομηθεί τα τελευταία χρόνια να τίθεται εν αμφιβόλω. Αν και η Αθήνα επιχειρεί να προχωρήσει σε κάποιες ασκήσεις ισορροπίας, ιδιαιτέρως καθώς το κόστος σε ζωές αμάχων στη Λωρίδα της Γάζας είναι τεράστιο, η υποστήριξη προς το Ισραήλ παραμένει βασικός πυλώνας της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας στην περιοχή.
Στην Αθήνα γνωρίζουν ότι το τέλμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις θα παραμείνει τουλάχιστον μέχρι τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, με τον κ. Ερντογάν να έχει κάθε λόγο να περιμένει τα αποτελέσματα.
Είναι σημαντικό ότι για την πρόσφατη στάση της Ελλάδας στον ΟΗΕ («ναι» σε ψήφισμα που δεν αναφέρει τη Χαμάς, ζητείται εκεχειρία και προστασία των αμάχων στη Γάζα) είχε ειδοποιηθεί εγκαίρως η ισραηλινή πλευρά.
Οι σχέσεις με την Αίγυπτο διατηρούνται σε πολύ καλό επίπεδο, ωστόσο για την Αθήνα παραμένει εστία ανησυχίας η Λιβύη όπου η Αγκυρα είναι εξαιρετικά δραστήρια. Ο πρέσβης της Ελλάδας στην Τρίπολη, Νίκος Γαριλίδης, είναι έμπειρος διπλωμάτης, με γνώση της κατάστασης στην ευρύτερη περιοχή, ωστόσο σε έναν τόπο με τις πρακτικά ανύπαρκτες δομές κεντρικής εξουσίας όπως η Λιβύη, παραμονεύουν πάντα απροσδόκητες εκπλήξεις.
Πάντως σε αυτό το πλαίσιο εξομάλυνσης των σχέσεων με την κυβέρνηση της Τρίπολης επιχειρείται η συνεργασία με τη Λιβύη (όπως άλλωστε και με την Αίγυπτο) στο πεδίο της εξαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από τη Σαχάρα προς την Ευρώπη (Ιταλία και Ελλάδα). Ακόμα μεγαλύτερα για την ελληνική διπλωματία είναι τα ερωτήματα για τις σχέσεις με τις χώρες του Κόλπου, καθώς τα περισσότερα από τα έργα στα οποία εμπλεκόταν η Ελλάδα είχαν ως προαπαιτούμενο τη συνεργασία των αραβικών μοναρχιών με το Ισραήλ.
Μέσω Τιράνων
Είναι, λοιπόν, κατανοητό ότι μπροστά σε αυτή την εξαιρετικά σύνθετη μεγάλη εικόνα, οι τριβές με την Αλβανία αποτελούν ένα πολύ συγκεκριμένο, ειδικό πρόβλημα, το οποίο ωστόσο αναλώνει πολιτικό και διπλωματικό κεφάλαιο εντός της Ε.Ε.
Τις προηγούμενες ημέρες επιβεβαιώθηκε το αδιέξοδο στην ενταξιακή πορεία της Αλβανίας, γεγονός που είχε προαναγγελθεί με τον πλέον επίσημο τρόπο από την Αθήνα και προς όλες τις κατευθύνσεις. Η άγαρμπη αντίδραση του Βερολίνου, με τον καγκελάριο Ολαφ Σολτς να ανακοινώνει ουσιαστικά τη δυσαρέσκειά του για τη σύνδεση της ενταξιακής διαδικασίας με την υπόθεση του Φρέντι Μπελέρη από την Αθήνα, πέρα από την έλλειψη διπλωματικού τακτ έφερε στην επιφάνεια και έναν ακόμα παράγοντα: Την πλήρη έλλειψη στρατηγικής αρχιτεκτονικής για την περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων από τη μεγαλύτερη χώρα της Ε.Ε. Από την προ του πολέμου στην Ουκρανία διστακτικότητα της γερμανικής διπλωματίας, έχει γίνει μετάβαση στην πολιτική της ταχύτερης δυνατής επέκτασης της Ε.Ε., καθώς επίσης και της προώθησης του κανόνα της ειδικής πλειοψηφίας για τη λήψη αυτού του είδους των αποφάσεων, που εκ των πραγμάτων ακυρώνει κάθε δυνατότητα βέτο για θέματα άμυνας και εξωτερικής πολιτικής. Ουσιαστικά πρόκειται για μια αντίληψη που επικρατεί και στην Ουάσιγκτον και η ταχύτητα προσαρμογής του Βερολίνου σε αυτήν υποδηλώνει και την ευρύτερη αμηχανία.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Αθήνα με το Βερολίνο αφορά ακριβώς αυτή την ταχεία προσαρμογή της Γερμανίας στον νέο κόσμο. Ενώ σε κάποια ζητήματα υπάρχει κάποια εξ ανάγκης σύγκλιση (όπως η ανάγκη για επιτάχυνση των αμυντικών εξοπλισμών και η επί τούτω προσαρμογή κάποιων δημοσιονομικών κανόνων), στο Βερολίνο επικρατεί η αντίληψη ότι μία από τις βασικές –προ του πολέμου στην Ουκρανία– ανεπάρκειες της γερμανικής διπλωματίας ήταν η ευρωπαϊκή παράδοση της πολυμερούς συνεννόησης, τουλάχιστον με τις μεγαλύτερες χώρες. Μάλιστα, στη γερμανική πρωτεύουσα κυριαρχεί αυτή τη στιγμή η άποψη ότι η γερμανική διπλωματία πρέπει να μάθει και να δυσαρεστεί κάποιους και να μην είναι πάντα συγκαταβατική και περιορισμένη στα «εύκολα» θέματα. Και ελπίζουν αρκετοί στην Αθήνα ότι η στάση του κ. Σολτς στο συγκεκριμένο θέμα δεν είναι απλά μια πρόβα για ακόμα μεγαλύτερες πιέσεις...
H Kαθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου