Ούτε καν όμως. Βρε ούτε καν. Μήτε θεούς μήτε θεοποιημένους. Μυημένους ναι. Ποιημένους ναι. Θεο-αυτούς, εαυτούς και θεο-τέτοιους, ούτε καν όμως λέμε! Από μικρή αυτό τώρα. Καμία αφίσα στο παιδικό δωμάτιο. Ούτε Ρουβάδες ούτε Μπιθικώτσηδες. Μόνο τρία κάδρα – ναι, είχα ζητήσει από τη μητέρα μου να... μου τα καδράρει: τον Αϊνστάιν, τον Τσάπλιν και το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδας.
Οι δύο πρώτοι δεν ήταν «ινδάλματα». Ούτε «φίλοι». Σύντροφοί μου ήταν. Κάποιοι που να συνομιλήσω μαζί τους ένιωθα ότι μπορούσα. Που τη γλώσσα μου καταλάβαιναν και τις λέξεις τους μπορούσα ν’ ακούσω. Τώρα, για το Σύνταγμα, ακόμα σταυροκοπιέται η μάνα μου, είκοσι χρόνια μετά: «Γιατί παιδάκι μου με έβαλες να κορνιζάρω το πρώτο Σύνταγμα και το κότσαρες και πάνω απ’ το γραφείο σου; Ούτε δέκα χρονώ δεν ήσουν!». Ακόμα αυτό μου λέει. Εχουμε, γενικά, άλυτα θέματα ως οικογένεια...
Κάπως μου κλότσαγαν οι εξιδανικευμένοι δερβέναγες. Από τα τότες. Αν από τα τότες, φαντάσου στα τώρα! Μου βρομάει το χνότο τους και τους καταλαβαίνω από μακριά. Μου μυρίζουν οι κολλαρισμένες βράκες τους, τα γλυκερά τους αρώματα – έχω γίνει μισή άνθρωπος, μισή αγρίμι. Η όσφρηση έχει οξυνθεί. Τους μυρίζομαι από μακριά.
Αν η ζωή είχε σεναριογράφο, αυτός θα φρόντιζε κάτι τέτοιες μεταβολές να μη γίνονται αισθητές άμεσα. Να μην καταλαβαίνεις σε τι έχεις μεταμορφωθεί, να νιώθεις κανονικός μες στην κανονικότητά τους, ένας από τους πολλούς, που όμως είναι ο καθένας και ποτέ όλοι μαζί. Ποτέ, εκτός από κάποτε. Ενα «κάποτε» που δεν προσδιορίζεται χρονικά – αυτό ξεχνάνε οι «κανονικοί». Μπορεί να είναι στο παρελθόν, στο πολύ πρόσφατο παρόν, μα και στο μέλλον. Σε όποιον χρόνο κι αν ανήκει ωστόσο, πάντα ανοίγει τον δρόμο του με σιδερένια αναγκαιότητα. Πάντα. Αλλιώς δεν είναι «κάποτε» – είναι ποτέ.
Σεπτέμβριος του 1970 ήταν. Σε εκείνο το «κάποτε», ο Σαλβαδόρ Αλιέντε κερδίζει τις εκλογές στη Χιλή. Ωστόσο οι ΗΠΑ δεν θα άφηναν ποτέ έναν μαρξιστή, υπέρμαχο της αστικής δημοκρατίας συνάμα, να προεδρεύει στη χώρα. Και τα κατάφεραν. Σεπτέμβρη του ’73 η κυβέρνηση Αλιέντε ανατρέπεται με πραξικόπημα. Μετά από τρία χρόνια σκληρού «πολέμου» από τη CIA, και ενώ είχε αντέξει εξαιτίας του ίδιου και των εκατομμυρίων Χιλιανών που τον στήριζαν με κάθε τίμημα (και ήταν βαρύ, γιατί οι προβοκάτσιες των ΗΠΑ στη Χιλή τότε δεν είχαν ιστορικό προηγούμενο!).
Η κυβέρνηση ανατρέπεται και ο Αλιέντε αυτοκτονεί στο Προεδρικό Μέγαρο. Ο δικτάτορας Πινοσέτ αναλαμβάνει και τα σκοτεινά χρόνια διώξεων, βασανιστηρίων και εξαφανισμένων ξεκινούν – ίσως ακόμη να μην έχουν τελειώσει. Ισως το νέο «κάποτε» στην κοινωνία της Χιλής να μην έχει έρθει ακόμα.
Την ίδια ακριβώς περίοδο, στην Ελλάδα η σκοτεινιά τελείωνε. Νοέμβριο του 1973 έγινε η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Οχι, δεν έγινε. Την έκαναν. Νέα παιδιά. Οχι ήρωες. Διόλου εξιδανικευμένοι. Παιδιά. Φοιτητές. Αυτό ήταν. Που έζησαν το απόλυτο: αυτό το αχρονικό «κάποτε» που ποτέ κάποτε δεν έγινε και πάντα τώρα είναι.
Για τον Αλιέντε, η ευτυχία ήταν ανθρώπινο δικαίωμα. Το είχε πει στον δημοσιογράφο Régis Debray του Le Nouvel Observateur, που επέκρινε τον Χιλιανό πρόεδρο για τις μαρξιστικές του ιδέες. Αυτή ήταν η δική του απάντηση, σαν έκλεισε το μαγνητόφωνο: «Η ευτυχία είναι ανθρώπινο δικαίωμα». Την άκουσε ο Λουίς Σεπούλβεδα, που ήταν δίπλα του τότε. Ως το τέλος ήταν δίπλα του. Οπως και εκείνα τα παιδιά. Ως το τέλος, δίπλα.
Το ένα στο άλλο. Ολα, στον λαό. Σαν κατέβηκαν τα τανκς, οι γύρω δρόμοι ήταν άδειοι. «Αν υπήρχαν 100, 200 άνθρωποι, δεν θα τα χτυπάγανε» είχε πει ο Βασίλης Καραγεώργος που απαθανάτισε φωτογραφικά τη στιγμή. Πού ήταν όλοι αυτοί οι χιλιάδες έως τότε;
«Αγωνίζομαι για να μην ξεχάσω ότι είμαι ελεύθερος». Αυτό έλεγε ξανά και ξανά ο Σεπούλβεδα. Αυτό έκαναν και εκείνα τα παιδιά τότε; Ξεκάθαρα. Το κάνουν ακόμα; Ναι. Ολα τους; Οχι. Με νοιάζει; Διόλου. Βρε δεν πάν’ να κάνουν ό,τι θέλουν. Τότε –τότε!– μας έδωσαν ένα για πάντα «κάποτε»; Ναι. Φτάνει; Και περισσεύει...
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου