Σούρουπο. Ο ήλιος χάνεται στο λιόγερμα και τη θέση του παίρνουν τα ζεστά χρώματα μιας δύσης, μετά από την οποία, τίποτε δεν θα ’ναι πια το ίδιο. Η κάμερα γέρνει (σαν τον ήλιο κι αυτή) από τα ζεστά χρώματα μιας δύσης, μετά από την οποία δεν θα ’ναι τίποτε πια το ίδιο, στο βιολί ενός γκρίνγκο, ο οποίος περιφρονώντας την αριστοκρατική, εκ Βορείου Αμερικής ορμώμενη, καταγωγή του, έχει ερωτευθεί κάργα τη Χουανίτα Βεντούρα (σ.σ. «Ευτυχία» στα ισπανικά) Αχτσιος ντε Κατρουγκέλ, μία φτωχή, πλην τίμια και πανέμορφη νεροκουβαλήτρα με ελληνικές ρίζες (όπως... έγραψε γι’ αυτήν και ο τοπικός, επίσης πανέμορφος και υπέρλαμπρος, παρά τα προπεθαμένα του χρόνια, δημοσιογράφος Ντεμέτριο ντε Δανικέν), η οποία ωστόσο δεν έχει καιρό για τέτοιες βλακείες, βιολιτζίδικες. Η ζωή της είναι ταμένη στον αγώνα. Ανήκει εξ απαλών ονύχων στη μεξικανική, αυτονομιστική οργάνωση «El SYRIZAnios» και μόνο για τους συντρόφους της νοιάζεται.
Οι SYRIZAnios μάχονται ενάντια στο διαβολικό ράντσο των Μητσοτακέιρος. Μια διαβολική φάρα που καπηλεύεται τον τίμιο ιδρώτα των τραμπαχαδόρ που ωστόσο, αν δεν ήταν τραμπαχαδόρ, θα ήθελαν να είναι Μητσοτακέιρος και γι’ αυτό υπομένουν αβίαστα όλες τις διαβολικές καπηλεύσεις των αφεντικών τους, καθώς τούς έχουν πείσει πως δεν είναι τραμπαχαδόρς του culo, αλλά γηγενείς, μαυριδεροί, γνήσιοι Μεξικανοί άνδρες - άνδρες (!), που και την τεκίλα τους θα πιουν και θα πουν και μια κουβέντα παραπάνω - αλλά σιγανά, μην τους ακούσουν και έχουμε πάλι βουρδουλιές. (Βέβαια, στο σπίτι και τη γυναίκα τους, νοικοκυραίοι! Και εκεί δεν έχει hablar - μόνο μόκο και κανά μπερντάκι, αν παραβγάλει γλώσσα το μουχεράκι).
Ολα αυτά, όμως, θέ’ ν’ αλλάξουν, μετά που ο ήλιος χάνεται στο λιόγερμα και τη θέση του παίρνουν τα ζεστά χρώματα της δύσης. Η Χουανίτα Βεντούρα Αχτσιος είναι αποφασισμένη: θα ξεκινήσει γιούργια στα παλιούρια (παλιά έκφραση, από την ελληνική της καταγωγή). Θα ηγηθεί μιας επανάστασης, που όμοιά της δεν έχει δει το (κάτι) Σαν Μιγκέλ ντε Διέστρα - η πόλη δηλαδή όπου γεννήθηκε την ώρα που οι πλανήτες της γράφανε Ιστορία!
Ο Εστεφάν Κασσέλ (ο ερωτοχτυπημένος γκρίνγκο που κάνει καντάδες αβέρτα και μάς έχει γανώσει τον εγκέφαλο με τα φάλτσα του), το βιολί του. Παρότι αστικής προελεύσεως, θέλει κάργα τη Χουανίτα Βεντούρα και όσο αυτή καταριέται την ώρα και τη στιγμή που βρέθηκε μπροστά της, τόσο εκείνος την πολιορκεί. Τι «βρε ουστ απ’ εδώ Αμερικανάκι της δεκάρας» τού φωνάζει, τι «peinabombillα» τον αποκαλεί (σ.σ. «αυτός που χτενίζει λάμπες». Τουτέστιν ο παντελώς ηλίθιος), τι «μη μου τους κύκλους τάραττε και τα νερά θολώνεις» - τίποτα αυτός. Το βιολί βιολάκι του. Μέχρι και στους SYRIZAnios γράφτηκε για να ’ναι πιο κοντά της και δίπλα της (κοντά, απέναντι, κάπου κει γύρω πάντως) ήθελε ν’ αγωνιστεί.
Ε τότε πια, ποιος είδε τη Βεντούρα και δεν τη φοβήθηκε. Σήκωσε το μεσοφόρι της, σέλωσε τον πιστό της γάιδαρο (απ’ την Καλαμάτα τής τον είχαν στείλει πεσκέσι, σαν έφυγε απ’ του γείτονα, έναν Αλέξη κάτι, τ’ αλώνι και ξαμολήθηκε μονάχος) και τράβηξε προς τα ζεστά χρώματα μιας δύσης, μετά την οποία τίποτε δεν θα είναι πια το ίδιο.
Γιατί δεν ήξερε η Χουανίτα πως η άκαρδη μητριά του Εστεφάν, Βαλέρια Καργιορεόλ ντελ Διαχωρίσμο, που δεν ανέχεται πλεμπαίες στο σπίτι της, είχε βάλει αμέτι μουχαμέτι να καταστρέψει τη ζωή του θετού της γιου (το πλάνο μένει ασάλευτο σαν καταστρώνει τα πανούργα σχέδιά της, πίσω από το πολυτελές της γραφείο, σκαλισμένο σε ξύλο πρώιμης μοσχοκαρυδιάς). Κάνει κολεγιά με τον μεγάλο γιο των Μητσοτακέιρος, Κουλόν δε Εντελώς Κουλόν, και είναι έτοιμοι να σπείρουνε τον διχασμό ανάμεσα στους SYRIZAnios, στρέφοντας τα πανούργα σχέδιά τους που καταστρώνονται στο γραφείο με ξύλο πρώιμης μοσχοκαρυδιάς, στους Εστεφάν και Χουανίτα Βεντούρα... Θα το καταλάβουν οι δύο νέοι; Ή θα πέσουν στην παγίδα;
(η συνέχεια απαιτεί συνδρομή στο κανάλι της Βουλής. Το ποσό θα καταχωρηθεί ως συνδρομή αλληλεγγύης στους πληγέντες... ε, όλο και κάποιοι πληγέντες θα προκύψουν)
Νόρα Ράλλη
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου