Πατώντας σε μια φορολογική διαφορά ήσσονος σημασίας με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση -που δεν τους αφορά άμεσα- τα λόμπι των Αμερικανών δισεκατομμυριούχων κυνηγούν την πλήρη απαλλαγή τους από οποιονδήποτε δίκαιο φόρο περιουσίας θα μείωνε τον τεράστιο πλούτο τους στο μέλλον, ακολουθώντας τη «φίλια» δικαστική οδό..
Hφορολόγηση της μεγάλης περιουσίας αποτελεί ίσως το μοναδικό όπλο που έχουν πλέον οι κυβερνήσεις στα χέρια τους για τον μετριασμό των αυξανόμενων οικονομικών ανισοτήτων, οι οποίες υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή και την οικονομική ευημερία μιας χώρας. Υπέρ της ανάγκης υψηλότερης φορολόγησης του μεγάλου πλούτου και της επιβολής φόρων περιουσίας δεν τάσσονται μόνο οι μη έχοντες, αλλά και ομάδες πλούσιων ιδιωτών όπως οι γνωστοί «πατριώτες εκατομμυριούχοι». Όχι όμως και οι δισεκατομμυριούχοι που, όπως φαίνεται από την υπόθεση «Μουρ εναντίον της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ», είναι αποφασισμένοι να κάνουν τα πάντα προκειμένου να μη χάσουν σεντ από τον υπέρογκο πλούτο που συσσωρεύουν.
Εκ πρώτης όψεως η υπόθεση δείχνει μια ήσσονος σημασίας φορολογική διένεξη μεταξύ ενός ζευγαριού από την Πολιτεία της Ουάσινγκτον, του Τσαρλς και της Kάθλιν Μουρ, και της αμερικανικής κυβέρνησης. Το ζευγάρι επένδυσε το 2006 περίπου 40.000 δολάρια στην KisanKraft, μια ινδική εταιρεία παραγωγής φτηνών εργαλείων για αγρότες. Η επένδυσή τους απέδωσε μερίδιο 11% στην εταιρεία, η οποία είχε μεν κέρδη αλλά όπως ανέφεραν οι Μουρ δεν τους απέφερε ποτέ κάποιο κέρδος. Το 2017 η κυβέρνηση Τραμπ πέρασε νόμο περί περικοπών φόρων και θέσεων εργασίας, ο οποίος προέβλεπε μεταξύ άλλων και μια εφάπαξ εισφορά στα ξένα κέρδη των αμερικανικών εταιρειών -τον Υποχρεωτικό Φόρο Επαναπατρισμού (MRT). Ο εφάπαξ φόρος στόχευε σε περίπου 3 τρισεκατομμύρια δολάρια σε μη διανεμημένα εταιρικά κέρδη που είχαν συσσωρευτεί στο εξωτερικό και προσδοκούσε σε φορολογικά έσοδα 340 δισ. δολαρίων.
Η νομική υπόθεση
Προς απογοήτευση των Μουρ το μέτρο δημιούργησε μια απροσδόκητη υποχρέωσή τους 15.000 δολαρίων προς την εφορία, η οποία αφορούσε το μερίδιό τους στην KisanKraft. Οι Μουρ, αφού κατέβαλαν τον φόρο, ζήτησαν την επιστροφή του, υποστηρίζοντας ότι ο φόρος αυτός ήταν άδικος και αντισυνταγματικός καθώς δεν είχαν εισπράξει ποτέ κάποιο μέρισμα ή άλλο κέρδος από την επένδυσή τους στην Ινδία. Με άλλα λόγια είχαν φορολογηθεί για μη υλοποιηθέντα κέρδη. Το αίτημά τους απορρίφθηκε και τότε αποφάσισαν να μηνύσουν την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Παρότι οι Μουρ εμφανίστηκαν ως απλοί μέσοι Αμερικανοί της ανώτερης μεσαίας τάξης που έπεσαν αδίκως στα νύχια της αμερικανικής εφορίας, είχαν στον νομικό τους αγώνα την αμέριστη στήριξη του πανίσχυρου συντηρητικού Ινστιτούτου Ανταγωνιστικών Επιχειρήσεων (CEI), που χρηματοδοτείται από δισεκατομμυριούχους Αμερικανούς και μία εκ των καλύτερα συνδεδεμένων εταιρεία δικηγόρων της Ουάσινγκτον, της BakerHostetler, στο πελατολόγιο της οποίας περιλαμβάνονται κολοσσοί όπως μεταξύ άλλων οι Boeing και ExxonMobil.
Ακόμη εφτά συντηρητικά think tanks και όμιλοι πίεσης που επίσης προωθούν ισχυρά οικονομικά συμφέροντα συντάχτηκαν νομικά με το αίτημα των Μουρ σε μια προσπάθεια που όπως αποδεικνύεται έχει στόχο την εκμαίευση μιας δικαστικής απόφασης, η οποία θα «σκοτώσει» μια για πάντα τη θέσπιση ενός δίκαιου φόρου για τα «παρκαρισμένα» πλούτη των δισεκατομμυριούχων. Σε ένορκη κατάθεσή του το 2020 ο Τσαρλς Μουρ είπε ότι δεν είχε λάβει ποτέ κάποιο «μέρισμα ή άλλη πληρωμή από την KisanKraft». Τα οικονομικά έγγραφα έδειξαν ωστόσο ότι ο Μουρ είχε πουλήσει μετοχές σε τρεις περιπτώσεις -περίπου το 23% της συνολικής συμμετοχής του στην ινδική εταιρεία- λίγο πριν καταθέσει την αγωγή του το 2019.
Τα επιχειρήματα των Μουρ απορρίφθηκαν από κατώτερα δικαστήρια των ΗΠΑ, ενώ το ένατο Εφετείο περιφερειακού δικαστηρίου αρνήθηκε να προχωρήσει σε ακρόαση της υπόθεσης το 2022. Στην απόφασή του το δικαστήριο υπογράμμιζε ότι η υλοποίηση ή μη ενός εισοδήματος «δεν καθορίζει το αν ένας φόρος είναι συνταγματικός». Οι ενάγοντες αντέτειναν ότι ο νόμος MRT παραβιάζει τη 16η τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος για «την επιβολή και είσπραξη φόρων επί των εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή προέρχονται». Ερμηνεύοντας κατά το δοκούν την τροπολογία ισχυρίστηκαν ότι αυτή δεν εξουσιοδοτεί το Κογκρέσο να φορολογεί τα μη πραγματοποιηθέντα εισοδήματα.
Η απόρριψη των αιτιάσεών τους από τα κατώτερα δικαστήρια δεν πτόησε τους Μουρ και τους υποστηρικτές τους. Προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, ζητώντας να εκδικαστεί από αυτό η υπόθεση. Το τελευταίο ελέγχεται όμως από συντηρητικούς δικαστές, κάποιοι εκ των οποίων φέρονται να διατηρούν λίαν στενές σχέσεις με τους δισεκατομμυριούχους που στηρίζουν την αγωγή.
Η προσπάθεια να αναδειχτεί ένα ζήτημα διακυβέρνησης για το οποίο αποφαινόταν τα τελευταία 100 χρόνια το Κογκρέσο σε ζήτημα συνταγματικής φύσης -για το οποίο πλέον θα κληθεί να αποφασίζει το Ανώτατο Δικαστήριο- θα μπορούσε, όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο δικηγόρος του ζευγαριού σε κύριο άρθρο της Wall Street Journal, να ανατρέψει τον φορολογικό κώδικα των ΗΠΑ και να «κλείσει την πόρτα σε έναν ομοσπονδιακό φόρο περιουσίας».
Νομικοί εμπειρογνώμονες θεωρούν απίθανο ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα δεχτεί να εκδικάσει την υπόθεση απλώς και μόνο για να επιβεβαιώσει την απόφαση των κατώτερων δικαστηρίων. Το πιθανότερο είναι ότι οι συντηρητικοί δικαστές θα ταχθούν υπέρ της εκδίκασης της υπόθεσης προκειμένου να στείλουν ένα μήνυμα στο Κογκρέσο με την απόφασή τους, προσθέτουν.
Ας σημειωθεί ότι οι Δημοκρατικοί, με επικεφαλής τον πρόεδρο της επιτροπής Οικονομικών της Γερουσίας, Ρον Γουάιντεν, έχουν προτείνει έναν «φόρο δισεκατομμυριούχων», ο οποίος θα στοχεύει στα πλούτη που κατέχουν οι δισεκατομμυριούχοι από μετοχές και άλλα μη υλοποιηθέντα περιουσιακά στοιχεία. Οποιαδήποτε απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου ότι οι φόροι στα μη πραγματοποιηθέντα εισοδήματα είναι αντισυνταγματικοί θα μπορούσε -θεωρητικά- να καταστήσει δύσκολη την ψήφιση ενός τέτοιου «φόρου περιουσίας». Επίσης, ακόμα κι αν οι Μουρ χάσουν την υπόθεση, μια απόφαση που αμφισβητεί την ικανότητα του Κογκρέσου να επιβάλλει φόρους όπως ο MRT θα μπορούσε να «σκοτώσει» τα σχέδια επιβολής ενός φόρου δισεκατομμυριούχων, καθώς θα καθιστούσε σαφές ότι το ανώτατο δικαστήριο υπό την ηγεσία των συντηρητικών θα απέρριπτε οποιαδήποτε προσπάθεια του Κογκρέσου να φορολογήσει τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη.
«Οι Μουρ δεν είναι οι πραγματικοί ενδιαφερόμενοι της υπόθεσης, αλλά οι δισεκατομμυριούχοι που χρηματοδοτούν τη δίκη» τονίζει ο συνεργάτης τού Urban-Brookings Tax Policy Center. «Οι δισεκατομμυριούχοι δεν νοιάζονται αν οι Μουρ φορολογούνται ή όχι. Ο Μασκ, ο Ζάκεμπεργκ και όλοι οι άλλοι δισεκατομμυριούχοι ξεκινούν εταιρείες και κατέχουν όλα τα απραγματοποίητα κέρδη των επενδύσεών τους σε μετοχές. Απειλούνται μόνο από τους φόρους περιουσίας που θα φορολογούν τα μη υλοποιηθέντα κέρδη τους» προσθέτει
Εν τω μεταξύ οι στενές σχέσεις που διατηρούν δύο από τους δικαστές του ανώτατου δικαστηρίου (Κλάρενς Τόμας, Σάμουελ Αλίτο) με δισεκατομμυριούχους που στηρίζουν νομικά την αγωγή των Μουρ γεννούν ερωτήματα για την αντικειμενικότητα των επικείμενων αποφάσεών τους. Οι δύο δικαστές φέρονται μεταξύ άλλων να έχουν δεχτεί «δωράκια» εκατοντάδων χιλιάδων δολαρίων με αγορές ακινήτων τους και ιδιωτικές πληρωμές για τα δίδακτρα συγγενών τους. Φέρονται ακόμη να έχουν πραγματοποιήσει κρυφά αεροπορικά ταξίδια με τα ιδιωτικά τζετ των παραπάνω και να κάνουν παρέα με αυτούς σε πολυτελείς διακοπές.
Μπάμπης Μιχάλης
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου