Μοιάζει µε φαύλο κύκλο. Εδώ και δύο εβδομάδες, στον Εβρο οι φλόγες συνεχίζουν απτόητες το έργο τους, καταπίνοντας... εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα δάσους σε μια καταστροφή πρωτοφανούς έκτασης για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Νέες γραμμές άμυνας ανοίγονται από τις δυνάμεις πυρόσβεσης, εθελοντές και ντόπιους, μήπως γλιτώσει κάποιο σημείο, αλλά την επόμενη ημέρα οι ελπίδες εξανεμίζονται από την πορεία του μετώπου.
Δύο υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της Πυροσβεστικής που είχαν από κοντά εικόνα των επιχειρήσεων στον Εβρο από τις πρώτες ημέρες, αλλά και χθες, λένε στην «Κ» ότι πλέον «η φωτιά δεν σταματιέται». Οι ίδιοι εκτιμούν ότι δεν υπήρξαν επιχειρησιακές αδυναμίες και υποστηρίζουν ότι αυτή η φωτιά δεν ήταν δυνατό να ανακοπεί από τη στιγμή που ξέφυγε. Ωστόσο, κάτοικοι και παράγοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης επισημαίνουν προβλήματα συντονισμού όταν επιχειρούν σε ένα μέρος πυροσβέστες που προέρχονται από άλλα μέρη και δεν γνωρίζουν τη μορφολογία και τις ιδιαιτερότητες της απειλούμενης περιοχής.
Ενα από τα ζητούμενα που έθεσε στέλεχος της Πυροσβεστικής, μιλώντας στην «Κ» για τους λόγους που η φωτιά καίει για 14η ημέρα είναι το πώς στήνονται οι γραμμές άμυνας σε μια πυρκαγιά αυτής της έκτασης. «Πρέπει να δεις πού θα σου έρθει μιάμιση ή δύο ημέρες μετά η φωτιά και να ρίξεις δυνάμεις εκεί. Στις ΗΠΑ και στον Καναδά τραβάνε γραμμές άμυνας πιο πίσω, και δεν πάνε επιθετικά πάνω στην πυρκαγιά. Καλώς μπαίνει η πρώτη γραμμή άμυνας, αλλά πρέπει να βάζουμε και τη δεύτερη και την τρίτη, να μάθουμε να ζούμε με αυτό», τονίζει.
«Υπάρχουν πράγματα που μας ξεπερνούν. Δεν μπορούμε να τη σβήσουμε, είναι φοβερή η ξηρασία και η δυναμική της φωτιάς. Δεν είναι θέμα ανικανότητας, μακάρι να ήταν ώστε να μπορέσουμε να το διορθώσουμε», υποστηρίζει άλλος συνάδελφός του, μιλώντας και αυτός στην «Κ» υπό τον όρο της ανωνυμίας. «Θα πάει όπου θέλει η φωτιά, θα καθίσει όπου θέλει, μέχρι να μας δώσει ο καιρός ένα παράθυρο ευκαιρίας για να την περιορίσουμε όπου και όπως μπορούμε».
Αξιωματικός που έχει συμπληρώσει πάνω από δύο δεκαετίες στην Πυροσβεστική αναφέρει ότι επιχειρούσε στην πρώτη φωτιά που είχε ξεσπάσει στις 19/8 στην περιοχή Μελία, βόρεια της Αλεξανδρούπολης (με πιθανή αιτία πρόκλησης κεραυνό), όταν στις 21/8 εκδηλώθηκαν νέες εστίες, αυτή τη φορά στη Δαδιά. Οι δύο πρώτες «πιάστηκαν» εγκαίρως, η τρίτη όμως (με ώρα έναρξης 13.05) δεν περιορίστηκε κατά την πρώτη προσβολή. «Οι επίγειες δυνάμεις πήγαν στο δεκάλεπτο, έγινε εκτροπή εναερίων. Ηταν ιδανικό σενάριο, να έχεις εναέριο για να ρίξει, αλλά η φωτιά δεν πιανόταν. Είδα την εικόνα της σε βίντεο 25 λεπτά μετά και ήταν ήδη τεράστια», σημειώνει ο αξιωματικός. Οι δύο πυρκαγιές που ήταν πλέον σε εξέλιξη απείχαν πάνω από 20 χιλιόμετρα σε ευθεία γραμμή. Στελέχη της Πυροσβεστικής είχαν εικόνα, βάσει και της κατεύθυνσης των ανέμων, ότι οι δύο πυρκαγιές μπορούσαν να ενωθούν, ωστόσο αυτό φαίνεται να συνέβη πιο γρήγορα από τις αρχικές εκτιμήσεις τους. «Η δεύτερη φωτιά “κούμπωσε” με την πρώτη και δεν πολεμιόταν μετά», λέει έμπειρος αξιωματικός.
Ο ίδιος περιγράφει ότι το βάρος των δυνάμεων πυρόσβεσης είχε δοθεί στα χωριά και σε κρίσιμες υποδομές, όπως υποσταθμοί της ΔΕΗ. «Προτεραιότητα ήταν η ασφάλεια ανθρώπων και υποδομών. Δουλεύαμε νότια και δυτικά και στη Δαδιά οι δυνάμεις ήταν διάσπαρτες. Είχε τέτοια δυναμική η φωτιά εκεί που ό,τι και να βάζαμε μέσα θα το κατάπινε», λέει. «Δεν μπορώ να αφήσω απροστάτευτο το χωριό ή το νοσοκομείο. Επιλέγεις σημεία που μπορεί να την κρατήσεις, αλλά η φωτιά εξακολουθεί να δουλεύει σε σημεία όπου δεν φαίνεται και είναι αδύνατο να την περπατήσεις».
Επανάληψη λαθών
«Δεν μπορώ να αφήσω απροστάτευτο το χωριό ή το νοσοκομείο. Επιλέγεις σημεία που μπορεί να την κρατήσεις, αλλά η φωτιά εξακολουθεί να δουλεύει σε σημεία όπου δεν φαίνεται».
Ο δρ Γαβριήλ Ξανθόπουλος, διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων του ΕΛΓΟ «Δήμητρα» και ειδικός σε θέματα πυρκαγιών, παρατηρεί ότι στον Εβρο επαναλήφθηκαν λάθη που γίνονται συχνά σε παρόμοιες περιπτώσεις με ισχυρό άνεμο, και συγκεκριμένα μελτέμι. «Τις φωτιές με μελτέμι, που είναι βόρειος – βορειοανατολικός άνεμος σταθερής κατεύθυνσης, πρέπει να τις κρατήσεις στενές», εξηγεί. «Οταν η ένταση είναι μεγάλη και δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί το μέτωπο, δεν πρέπει να χάνονται χρόνος και δυνάμεις περιμένοντας την πυρκαγιά σε κάποιον δρόμο. Μέχρι να πλησιάσει η θερμότητα κάνει τους πυροσβέστες να υποχωρήσουν άπρακτοι. Οι επίγειες δυνάμεις πρέπει να ενεργούν συνεχώς στο πίσω μέρος της περιμέτρου και στα πλάγια, όπου η θερμότητα που δέχονται είναι πολύ μικρότερη. Κρατώντας το μέτωπο της πυρκαγιάς στενό, αυξάνονται οι πιθανότητες να βρεθεί η ευκαιρία, όπως αγροτικές καλλιέργειες, αραιή δασική βλάστηση, αντιπυρικές ζώνες, προηγούμενες καψάλες, πλατιοί δρόμοι, υδάτινα σώματα, όπου θα μπορεί να αντιμετωπισθεί το μέτωπο. Οταν δεν γίνεται αυτό, όπως συγκλίνουν όλες οι μαρτυρίες ότι συνέβη στο Εβρο, η πυρκαγιά διαπλατύνεται, οι πιθανότητες να κινδυνέψουν οικισμοί μεγαλώνει και οι ευκαιρίες για έλεγχο του μετώπου εξανεμίζονται. Οσο αυξάνεται η περίμετρος, η δυσκολία ελέγχου της πυρκαγιάς αυξάνεται εκθετικά».
Οπως επισημαίνει ο ίδιος, «όσο συνεχίζεται το μοτίβο της “αυτόματης” εκκένωσης οικισμών, οι δυνάμεις της Πυροσβεστικής επικεντρώνονται αναγκαστικά στη φύλαξη των χωριών και των οικισμών, αφήνοντας ουσιαστικά την πυρκαγιά να προχωρήσει ανεξέλεγκτα, θέτοντας σε κίνδυνο τα επόμενα χωριά. Η κατάσβεση αφήνεται στα πανίσχυρα εναέρια μέσα που διαθέτουμε, πλην όμως δεν εξασφαλίζεται από αέρος η πλήρης κατάσβεση. Ετσι, έχουμε συνεχείς αναζωπυρώσεις, κάτι που οδήγησε στην πυρκαγιά του Εβρου να συνεχίζεται ύστερα από 13 ημέρες».
Διαφορετικές πηγές από την Πυροσβεστική έχουν επιβεβαιώσει στην «Κ» ότι στον Εβρο έγινε αυτές τις ημέρες χρήση του αντιπύρ και της κατάκαυσης από τις Ειδικές Μονάδες Δασικών Επιχειρήσεων. Σκοπός αυτών των δύο μεθόδων είναι να περιοριστεί η καύσιμη ύλη που πρόκειται να βρει στο διάβα της η φωτιά, δηλαδή να στηθεί σε μια επιλεγμένη περιοχή κάποιου είδους ενέδρα με τη διάνοιξη ζωνών και την ελεγχόμενη καύση, ώστε να μη βρει η φωτιά κάτι άλλο να καταστρέψει. Δεν έχει διευκρινιστεί μέχρι στιγμής στην «Κ» σε πόσες περιπτώσεις, ποιες ημέρες και πού ακριβώς αξιοποιήθηκαν αυτές οι δύο μέθοδοι στον Εβρο. Φέρεται να έγινε χρήση της μεθόδου σε ζώνη μήκους τριών με τεσσάρων χιλιομέτρων.
«Υπήρχαν τα μέσα, αλλά η φωτιά δεν αναχαιτίστηκε. Αυτό που ζήσαμε ήταν πολύ έντονο, με πολύ αέρα», λέει ο Γιώργος Χατζηγεωργίου, πρόεδρος της κοινότητας Αβαντα στον Εβρο. Εξω από το χωριό του εντοπίστηκαν πριν από ημέρες 18 απανθρακωμένες σοροί μεταναστών. Οπως έχουν τονίσει στο παρελθόν και άλλοι κάτοικοι πυρόπληκτων περιοχών, προκύπτουν προβλήματα συντονισμού ή αξιοποίησης δυνάμεων όταν αυτές δεν γνωρίζουν μια περιοχή και τη μορφολογία της. «Είχαμε πυροσβέστες από άλλα μέρη της Ελλάδας, που δεν θα μπορούσαν να κινηθούν με ευκολία στο βουνό και σε ένα δάσος με υψώματα μπορεί να κινδυνεύσει η ζωή τους. Χρειάζονται άνθρωποι που ξέρουν το μέρος, θα πρέπει να είναι ντόπιοι ή να εκπαιδεύονται εδώ, να ξέρουν ποιους να συμβουλευτούν, να έχουν μια λίστα με δέκα τηλέφωνα και να μπορούμε σε χρόνο μηδέν να οργανωθούμε για να σταματήσουμε το κακό», επισημαίνει.
Ο Βαγγέλης Μπινέκης, πρόεδρος του Δασικού Συνεταιρισμού Δαδιάς, σημειώνει ότι χάθηκε η μάχη από τη στιγμή που δεν αντιμετωπίστηκε η φωτιά στο χωριό Κοτρωνιά. Εκεί φέρεται να είχε γίνει τις προηγούμενες ημέρες και χρήση αντιπύρ από την Πυροσβεστική, όταν οι άνεμοι λόγω κατεύθυνσης και έντασης ήταν πιο ευνοϊκοί. «Μας είχαν πει ότι ήταν ελεγχόμενα τα πράγματα και όταν γύρισαν οι άνεμοι σε νοτιάδες τελείωσαν όλα, η φωτιά χάθηκε», λέει ο κ. Μπινέκης. Η αλλαγή της διεύθυνσης του ανέμου σε νοτιά και ο κίνδυνος να προκληθεί νέο πρόβλημα ήταν γνωστή στις δυνάμεις, ωστόσο στην πράξη, όπως φάνηκε, δεν περιορίστηκε εγκαίρως η απειλή.
Στον Καναδά
Ερωτηθείς σχετικά με τις συγκρίσεις που γίνονται με μεγα-πυρκαγιές που επιμένουν για πολλές ημέρες σε άλλες χώρες, όπως στον Καναδά, ο κ. Ξανθόπουλος επισημαίνει ότι υπάρχουν σοβαρές διαφορές. «Ο Καναδάς έχει τεράστιες σχεδόν ακατοίκητες εκτάσεις (Northwest Territories) με λίγες μικρές κοινότητες αποκομμένες από τον υπόλοιπο κόσμο και εάν ξεφύγει μια πυρκαγιά συχνά δεν υπάρχουν καθόλου δρόμοι, οι δυνάμεις πυρόσβεσης είναι ανεπαρκείς, οι κατοικίες είναι κατά κανόνα κατασκευασμένες από ξύλο, και η προσπάθεια να σωθούν οι οικισμοί και κατ’ επέκταση οι άνθρωποι είναι εξαιρετικά δύσκολη. Συχνά ο μόνος τρόπος εκκένωσης είναι τα εναέρια μέσα. Και εκεί, όπως και σε κάθε άλλο μέρος του κόσμου, αν μια πυρκαγιά δεν αντιμετωπισθεί εγκαίρως με αποτελεσματική αρχική προσβολή, η δυσκολία αυξάνεται δραματικά», εξηγεί. «Η διαφορά μας με τον Καναδά είναι ότι εκεί σε πολύ μεγάλες περιοχές δεν υπάρχουν ασυνέχειες βλάστησης, που θα βοηθούσαν να σταματήσει μια μεγάλη πυρκαγιά, ιδίως όταν δεν ευνοούν οι καιρικές συνθήκες. Δεν μπορούμε να συγκρίνουμε απλοϊκά τόσο διαφορετικά περιβάλλοντα»...
Γιάννης Παπαδόπουλος
Η Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου