Τις τελευταίες εβδομάδες ο τόπος κινείται στον αστερισμό της... ξαπλώστρας. Διαβάζοντας τις εύλογες και δικαιολογημένες διαμαρτυρίες των ανθρώπων που ζουν στα τουριστικά «εργοστάσια», όπου συσκευάζεται ο ήλιος και η θάλασσα, αποκομίζεις την εντύπωση ότι διεξάγεται ένας ιδιότυπος πόλεμος: στο ένα στρατόπεδο αυτοί που παλεύουν για το δικαίωμα να μην μπει τιμοκατάλογος στη δροσιά της θάλασσας και στο άλλο μια φούχτα άπληστων, για τους οποίους το κέρδος δικαιολογεί τα πάντα.
Και... όπως συμβαίνει συνήθως, ο τόπος χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα τα οποία θα παραμείνουν για καμιά τριανταριά μέρες ακόμα και μετά θα διαλυθούν για να ξαναστηθούν –αν ξαναστηθούν– μετά από έναν χρόνο. Κριτική αφ’ υψηλού, θα σκεφτούν κάποιοι, ενώ άλλοι με καυστικά σχόλια που αγγίζουν το όριο της ύβρεως θα κατακεραυνώσουν τις προηγούμενες σκέψεις προσθέτοντας επίθετα, όπως: ελιτιστής, βολεμένος, αντιδραστικός...
Στο νησί παρακολούθησα όλη την εξέλιξη της... ξαπλώστρας. Πρωτοεμφανίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’90 σε μια γωνιά της πιο δημοφιλούς παραλίας. Δεν άντεξαν πολύ – κάηκαν από άγνωστη αιτία (ακούστηκε για δάκτυλο των επιχειρηματιών που εκείνη η γωνιά τούς έπαιρνε τη δουλειά, αλλά ποτέ δεν αποδείχτηκε) προς μεγάλη ικανοποίηση κάποιων. Λίγα χρόνια αργότερα, φιλοπρόοδοι τοπικοί άρχοντες, με επιχείρημα την εξέλιξη και την τουριστική δόξα της διπλανής Μυκόνου, άρχισαν να βγάζουν τις πρώτες παραλίες στο σφυρί. Η πλειονότητα της τοπικής κοινωνίας δεν αντέδρασε.
Το άρωμα του τουριστικού χρήματος ήταν μεθυστικό και τους έκανε να αντιμετωπίζουν όσους επέμεναν να μιλούν για ελεύθερες παραλίες ως εμμονικούς αρνητές της προόδου. Μέχρι το πρώτο Μνημόνιο οι μισές προσβάσιμες παραλίες μισθώθηκαν –συνήθως– σε ντόπιους από κοντινά χωριά (τότε κάποιοι μιλούσαν για «χάρες» των τοπικών αρχόντων σε εκλογικούς τους φίλους, αλλά το χέρι στο ευαγγέλιο δεν το βάζω). Με την μπόχα των Μνημονίων να απλώνεται και το ρευστό να εξαφανίζεται, οι μισθωμένες παραλίες αυξήθηκαν.
Ο φάρος της Μυκόνου παρέμενε λαμπερός και τα «ρεπορτάζ» που αναφέρονταν στα χιλιάρικα που νοικιάζονταν οι ξαπλώστρες στο «νησί των ανέμων», θέριευαν τη ζήλια και τον φθόνο. Και εκεί που όλα τα έσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά των ξενόφερτων Μνημονίων, εμφανίστηκε ένας ηγέτης και μία επαγγελματίας όμορφη (οργάνωνε την απόβαση των τουριστών από τον Βορρά) και αναβάθμισαν τον τουρισμό σε εθνικό στόχο.
Τα λόγια που χρησιμοποιούσαν για τα μιλιούνια των Τευτόνων, των Κελτών, των Γαλατών, των Ρως, των Βίκινγκ και των Λατίνων θύμιζαν κάτι από τη ρητορική του Στάλιν για τους στόχους της βιομηχανικής παραγωγής. Τότε, λοιπόν, εμφανίστηκαν στους διαγωνισμούς για τις μισθώσεις οι τύποι με τις γεμάτες τσέπες και τις σακούλες και πρόσφεραν τόσο υψηλά τιμήματα, που οι ντόπιοι δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν.
Οι περισσότεροι νησιώτες παρακολουθούσαν τη μεταμόρφωση του τόπου τους σε Μύκονο, με ανάμεικτα συναισθήματα, αλλά όχι αρνητικά. Οσο η πολιτική ηγεσία του τόπου επαιρόταν για τα «τουριστικά ρεκόρ» τόσο οι «επενδυτές», επικαλούμενοι την πρόοδο και την εξέλιξη, απλώνονταν και κατακυρίευαν τις παραλίες.
Οταν ήρθε ο επόμενος ηγέτης στο όνομα της ανάπτυξης, στις παραλίες άρχισαν να ξεφυτρώνουν φαραωνικά κτίσματα και το στενό που χώριζε το νησί από τη Μύκονο άρχισε να... στενεύει. Οι περισσότεροι συγκατάνευσαν είτε σιωπώντας είτε χλευάζοντας όσους προειδοποιούσαν ότι το νησί μετατρέπεται σε προτεκτοράτο των «επενδυτών» (την ίδια στιγμή που οι άρχοντες της παραλίας επεκτείνονταν, οι εργολάβοι έχτιζαν και άλλες βίλες και καινούργια συγκροτήματα για τους παραλήδες τουρίστες).
Ο κορονοϊός μετέτρεψε την αυθαιρεσία σε εθνική επιταγή, καθώς τα «τουριστικά ρεκόρ» εξακολουθούσαν να παραμένουν εθνικός στόχος. Και όταν ξέσπασε η εξέγερση της πετσέτας, δεν υπήρχε προσβάσιμη παραλία στο νησί που να μην έχει καταληφθεί από φιλοπρόοδους «επενδυτές».
Ξέρετε την παροιμία «βαράει το σαμάρι ν’ ακούσει ο γάιδαρος»; Η κατάληψη των παραλιών και οι αυθαιρεσίες των «επενδυτών» δεν είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από σύμπτωμα μιας αρρώστιας που, αν δεν αντιμετωπιστεί αμέσως, θα μολύνει κάθε ζωντανό ιστό. Ποια είναι η αρρώστια; Η άκριτη και χωρίς σχέδιο τουριστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας.
Ενα μοντέλο που οδηγεί στην ταϊλανδοποίηση, όπου κυριαρχούν οι χαμηλοί μισθοί, τα ανύπαρκτα εργασιακά δικαιώματα και η παροχή κάθε είδους υπηρεσιών που θα κάνουν τον τουρίστα να ξαναέρθει. Υπό το πρίσμα αυτό, η επιλογή κάποιων –ανάμεσά τους και εκείνοι που πανηγύριζαν για τα τουριστικά ρεκόρ– να ταυτίζουν την «ξαπλώστρα» με την πολιτική, είναι ο πιο ασφαλής τρόπος για να μετατρέψουν τον τόπο σε μισθωμένη παραλία.
Γιάννης Σιώτος (Δημοσιογράφος, συγγραφέας)
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου