Σφίγγει εκ νέου το δημοσιονομικό «ζωνάρι» τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα, κάτι το οποίο αναμένεται να εντείνει τις οικονομικές... πιέσεις στη δοκιμαζόμενη από την εκτεταμένη ακρίβεια- ελληνική κοινωνία. Όπως προκύπτει και από το Eurogoup της Πέμπτης, το οποίο «έδειξε» την όσο το δυνατόν ταχύτερη απόσυρση των μέτρων στήριξης, η κυβέρνηση της Ν.Δ. αναμένεται να δώσει έμφαση στον περιορισμό των δαπανών και στη διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία. Άλλωστε, το 2024 θα χρειαστεί να παραχθεί διπλάσιο πρωτογενές πλεόνασμα σε σχέση με τη φετινή χρονιά.
Σύμφωνα με τη γενική ρήτρα που έχει θέσει η Κομισιόν, η ετήσια αύξηση των δημόσιων δαπανών δεν θα πρέπει να ξεπερνάει το 2,6%. Για να εφαρμοστεί αυτό στην Ελλάδα, οι παροχές δεν θα πρέπει να υπερβούν τα 2,6-2,7 δισ. ευρώ, δεδομένου ότι το συνολικό ύψος των πρωτογενών δαπανών αγγίζει τα 106 δισ. ευρώ. Η εποχή που μέσω ενισχύσεων, επιδομάτων και άλλων παρεμβάσεων «μοιράστηκαν» περισσότερα από 55 δισ. ευρώ μέσα σε περίπου μια τριετία πέρασε ανεπιστρεπτί, κάτι το οποίο θα έχει συνέπειες και στους πολίτες.
Τα υψηλά πλεονάσματα
Πάντως, σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα με δεδομένο το υψηλό δημόσιο χρέος θα πρέπει τα επόμενα χρόνια να επιστρέψει σε μόνιμα πρωτογενή πλεονάσματα, τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ, όπως άλλωστε προβλέπει και το Πρόγραμμα Σταθερότητας. Με βάση το Μεσοπρόθεσμο 2023-2026 που κατατέθηκε τον Απρίλιο στην Κομισιόν, ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα αναθεωρήθηκε στο 1,1% του ΑΕΠ για το 2023 από 0,7% του ΑΕΠ που ήταν η εκτίμηση στον προϋπολογισμό για να ανέβει στο 2,1% του ΑΕΠ για το 2024, στο 2,3% το 2025 και στο 2,5% το 2026.
Την ίδια στιγμή σημαντικό ζήτημα αποτελεί το ελληνικό χρέος, παρά τη μείωσή του ως ποσοστό του ΑΕΠ, κυρίως λόγω του πληθωρισμού. Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης που παρακολουθούν οι θεσμοί αναμένεται να μειωθεί σε 162,6% του ΑΕΠ το 2023, 150,8% το 2024, 142,6% το 2025 και 135,2% το 2026.
Ο κίνδυνος
Παράλληλα, η έκθεση βιωσιμότητας για το ελληνικό χρέος (DSA) που ενσωματώνεται στο έγγραφο δεν επιτρέπει αισιοδοξία ότι τα επόμενα χρόνια θα καταφέρει η κυβέρνηση να επιτύχει έναν σταθερό στόχο, για τον οποίο μιλούσαν τα αρμόδια στελέχη τα τελευταία χρόνια και δεν είναι άλλος από τη μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα (2,3% του ΑΕΠ έως το 2060), ώστε να επιτραπεί μια χαλαρότερη δημοσιονομική πολιτική. Μεσοπρόθεσμα, ο κίνδυνος για το ελληνικό χρέος προέρχεται από την αντικατάσταση φθηνών δανείων με ευνοϊκούς όρους που έχει λάβει η χώρα από την Ευρώπη με ακριβότερα δάνεια που θα λαμβάνουμε από την αγορά ομολόγων.
Η ανάλυση
Η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους διαπιστώνει ότι οκτώ κράτη-μέλη αντιμετωπίζουν υψηλούς κινδύνους βιωσιμότητας μεσοπρόθεσμα. Σύμφωνα με το DSA, τα κράτη-μέλη που αντιμετωπίζουν υψηλούς κινδύνους βιωσιμότητας μεσοπρόθεσμα είναι το Βέλγιο, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ουγγαρία, η Πορτογαλία και η Σλοβακία.
Επιπλέον έντεκα κράτη-μέλη αντιμετωπίζουν μέτριους κινδύνους, και συγκεκριμένα η Βουλγαρία, η Τσεχία, η Γερμανία, η Κροατία, η Κύπρος, η Μάλτα, η Ολλανδία, η Πολωνία, η Ρουμανία, η Σλοβενία και η Φινλανδία, με συνολικά συνεκτικές ενδείξεις στα διάφορα εξεταζόμενα σενάρια. Τα υπόλοιπα οκτώ κράτη-μέλη ταξινομούνται ως χαμηλού κινδύνου. Πρόκειται για τη Δανία, την Εσθονία, την Ιρλανδία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, την Αυστρία και τη Σουηδία.
Η Κομισιόν τονίζει ότι οι προβλέψεις που κάνει στο βασικό της σενάριο περιβάλλονται από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας. Η Ελλάδα μαζί με άλλες οκτώ χώρες που παρουσιάζουν ιστορικά υψηλή μεταβλητότητα του χρέους και υψηλό επίπεδο χρέους αντιμετωπίζουν και τη μεγαλύτερη αβεβαιότητα για την πορεία του χρέους τους μεσοπρόθεσμα. Ο κίνδυνος, εν προκειμένω, είναι να υπάρξει τελικά χειρότερη πορεία του χρέους από την προβλεπόμενη...
Γιάννης Αγουρίδης
Η ΑΥΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου