Με τις τρίτες εκλογές να πλανώνται πάνω από τη χώρα και να επισημαίνονται από τη Ν.Δ. ως πιθανό –και εμμέσως πλην σαφώς ως... καταστροφικό– σενάριο σε περίπτωση μείωσης του εκλογικού της ποσοστού και επτακομματικής Βουλής, ο χρόνος πλέον μετράει αντίστροφα για τις κρίσιμες κάλπες της 25ης Ιουνίου.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η Ν.Δ. δεν θα κάνει «σημαία» της το ενδεχόμενο και νέας εκλογικής αναμέτρησης. Θα τονίζεται όμως πως αυτή μπορεί να καταστεί αναπόφευκτη:
– Το ΠΑΣΟΚ μετά τις εκλογές της 21ης Μαΐου έχει μετακινηθεί από τη θέση «ναι σε κυβέρνηση συνεργασίας χωρίς Μητσοτάκη ή Τσίπρα στην πρωθυπουργία», στην πλήρη άρνηση συμμετοχής σε κυβερνητικό σχήμα, ακόμη κι αν η Ν.Δ. υπολείπεται κατά μία ή δύο έδρες από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
– Ο κ. Μητσοτάκης έχει διαμηνύσει ήδη από την προηγούμενη προεκλογική περίοδο, πως δεν πρόκειται να συνεργαστεί με κόμμα που κινείται στα δεξιά της Ν.Δ. ή να δεχθεί τη στήριξη μεμονωμένων βουλευτών προκειμένου να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή.
Υπό αυτήν την έννοια, συνομιλητές του κ. Μητσοτάκη επισημαίνουν ότι είναι κρίσιμο να μην υπάρξει χαλάρωση ή μετακινήσεις ψηφοφόρων λόγω της μεγάλης διαφοράς από τον ΣΥΡΙΖΑ και η Ν.Δ. να υπερβεί το ποσοστό – κλειδί του 39% για τη διασφάλιση αυτοδυναμίας που δεν θα συνοδεύεται από εξαιρετικά ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, καθώς μάλιστα το ενδεχόμενο τόσο η Νίκη όσο και η Πλεύση Ελευθερίας να εισέλθουν στη Βουλή έχει καταστεί πλέον ιδιαίτερα ισχυρό, ενώ το ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων εκτιμάται πως θα μειωθεί ουσιαστικά. Εξάλλου, όπως προσθέτουν, με δεδομένη και την προσέγγιση του ΣΥΡΙΖΑ ότι έχει ως –ασαφή– στόχο την «ανατροπή των συσχετισμών» που προέκυψαν από τις κάλπες της 21ης Μαΐου, πλέον στο τραπέζι δεν βρίσκεται άλλη κυβερνητική πρόταση πέραν εκείνης της Ν.Δ.
Στο ανωτέρω πλαίσιο, παρότι ο κ. Μητσοτάκης δεν έχει ανοίξει ακόμη τα χαρτιά του, θεωρείται βέβαιο ότι δεν θα πραγματοποιηθεί τηλεμαχία του ιδίου με τον Αλέξη Τσίπρα, ενώ το πιθανότερο είναι πως, σε αντίθεση με την προηγούμενη προεκλογική περίοδο, δεν πρόκειται να γίνει ντιμπέιτ ούτε με όλους τους πολιτικούς αρχηγούς. Είναι προφανές πως μια τηλεοπτική αναμέτρηση των κ. Μητσοτάκη και Τσίπρα θα είχε νόημα μόνο εάν είχαν αμφότεροι ισχυρές πιθανότητες διεκδίκησης της πρωθυπουργίας. Ομως και ένα πιθανό ντιμπέιτ του συνόλου των αρχηγών δεν θα είχε ως αντικείμενο τη διακυβέρνηση της χώρας, αλλά θα μετατρεπόταν επί της ουσίας σε έναν αγώνα όλων –πλην του τέως πρωθυπουργού– για τις θέσεις που θα καταλάβουν στα έδρανα της αντιπολίτευσης.
Παράλληλα, σε σχέση με τη συνολικότερη στρατηγική του, ο κ. Μητσοτάκης δεν πρόκειται να μεταβάλει ουσιωδώς τις επιλογές που τον οδήγησαν σε ποσοστά άνω του 40% στις εκλογές της 21ης Μαΐου. Βασικός στόχος της Πειραιώς είναι να ξαναφέρει στις κάλπες όσους ψήφισαν τη Ν.Δ. πριν από δύο εβδομάδες. Ως εκ τούτου, ο τέως πρωθυπουργός και τα «γαλάζια» στελέχη:
– Θα επιμένουν ότι η χώρα έχει ανάγκη μια κυβέρνηση με ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία προκειμένου η οικονομία να συνεχίσει να κινείται σε ανοδική τροχιά και να υλοποιηθούν χωρίς προσκόμματα νέες μεγάλες μεταρρυθμίσεις.
– Θα στρέφουν ολοένα και συχνότερα τα πυρά τους κατά του ΠΑΣΟΚ, το οποίο πλέον θα εμφανίζεται ως κόμμα που έχει είτε ασαφείς θέσεις είτε θέσεις παρεμφερείς με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το «μέτωπο» της Ν.Δ. με ΠΑΣΟΚ είναι ευεξήγητο: μετά το εκλογικό αποτέλεσμα στις κάλπες της 21ης Μαΐου, οι «πράσινοι» είναι το κόμμα που μπορεί να διεκδικήσει κάποιους πρώην δικούς του ψηφοφόρους που πριν από δύο Κυριακές επέλεξαν τη Ν.Δ., αλλά πλέον νιώθουν τη σχετική βεβαιότητα πως και χωρίς τη δική τους ψήφο θα επικρατήσει στην επερχόμενη αναμέτρηση. Θα πρέπει να σημειωθεί πως η στρατηγική της Πειραιώς διευκολύνεται από τη –δικαιολογημένη εν πολλοίς– στρατηγική της Χαριλάου Τρικούπη να ανεβάσει κατακόρυφα τους τόνους της αντιπαράθεσης με τη Ν.Δ. Και τούτο, καθώς στο ΠΑΣΟΚ εκτιμούν πως εάν εμφανιστούν ως βασικός αντίπαλος της Ν.Δ. θα είναι σε θέση να επαναπατρίσουν παλιούς τους ψηφοφόρους, που την τελευταία δεκαετία έχουν μετακινηθεί προς τον ΣΥΡΙΖΑ (στις κάλπες της 21ης Μαΐου το ΠΑΣΟΚ εκτιμάται πως είχε εισροές της τάξης περίπου του 3%).
Με νεοφώτιστους
Θα πρέπει, να επισημανθεί πως η προσπάθεια πολιτικής ηγεμονίας του κ. Μητσοτάκη εν μέρει εξυπηρετείται και από την επιλογή των κ. Τσίπρα και Ανδρουλάκη να εμπιστευτούν νέα και –σε μερικές περιπτώσεις– άπειρα στελέχη προκειμένου να αποτελέσουν τη «βιτρίνα» του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ στην εν εξελίξει προεκλογική εκστρατεία. Είναι ενδεικτικό ότι όλη την περασμένη εβδομάδα η πολιτική αντιπαράθεση εστιάστηκε σε δηλώσεις στελεχών που αξιοποιήθηκαν από την Πειραιώς, με το ΠΑΣΟΚ πρωτίστως να βρίσκεται κατά κανόνα σε θέση άμυνας και τη Χαριλάου Τρικούπη να υποχρεώνεται τελικώς σε διευκρινιστικές δηλώσεις σε σχέση με το ενδεχόμενο αύξησης του ΕΝΦΙΑ.
Ο κ. Ανδρουλάκης είναι προφανές πως θέλει να εμφανίσει την εικόνα ενός πλήρως ανανεωμένου και άφθαρτου ΠΑΣΟΚ. Εξάλλου, δεν θεωρείται τυχαίο ότι στον απόηχο της μη εκλογής του Κώστα Σκανδαλίδη και του Ανδρέα Λοβέρδου εμφανίστηκε να κρατάει ο ίδιος την έδρα του Χάρη Καστανίδη στην Α΄ Θεσσαλονίκης. Ομως, και η επιλογή του Αλέξη Τσίπρα να αλλάξει «εν πλω» την επικοινωνιακή ομάδα κρούσης του ΣΥΡΙΖΑ αντικαθιστώντας προβεβλημένα στελέχη με νέους και εν πολλοίς άγνωστους στην κοινή γνώμη «εκπροσώπους», συνιστά κίνηση υψηλού ρίσκου. Οπως επισημαίνεται, μέσω των αποκλεισμών ελλοχεύει ο κίνδυνος περαιτέρω αποσυσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ στην τελική ευθεία προς τις νέες κάλπες. Επίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται σε πολλές περιπτώσεις «αδύναμος» στη μάχη των τηλεοπτικών παραθύρων, καθώς τα στελέχη της Ν.Δ. πέραν της αύρας της μεγάλης σε έκταση νίκης στην αναμέτρηση της 21ης Μαΐου διαθέτουν σαφώς μεγαλύτερη εμπειρία. Ενώ, τέλος, πάντα υπάρχει ο κίνδυνος του «αυτογκόλ», όπως συνέβη με τον Γιώργο Κατρούγκαλο και την αναφορά του στις ασφαλιστικές εισφορές στο παρά ένα της λήξης της προηγούμενης προεκλογικής περιόδου...
Η Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου