28.6.23

Η ήττα της Κεντροαριστεράς και το πρόσημο της μεσαίας τάξης...


Εντονη ανησυχία και ανάγκη για άμεση ανασύνταξη δυνάμεων δημιουργεί για τον ευρύτερο χώρο της αυτοαποκαλούμενης... προοδευτικής παράταξης το εξαιρετικά δυσμενές αποτέλεσμα των εκλογών.

Το ΠΑΣΟΚ μπορεί να αύξησε κατά ελάχιστο το ποσοστό του από τις εκλογές του Μαΐου, όμως δεν θα πρέπει να έχει κανέναν λόγο να είναι ευχαριστημένο, αν αναλογιστεί πως για πρώτη φόρα από τις πρώτες εκλογές μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας τη δεκαετία του 1970 το άθροισμα των δυνάμεων αυτού του χώρου κινείται κάτω ή έστω οριακά στο 30%. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ είναι εξ ορισμού ο μεγάλος χαμένος σε αυτόν τον εκλογικό κύκλο.

Η Ν.Δ. «άλωσε» κυριολεκτικά τον αποκαλούμενο κεντρώο χώρο, μια έννοια που μπορεί να είναι θολή και εν πολλοίς σχετίζεται με τον πολιτικό αυτοπροσδιορισμό, αλλά αποτελεί τον κρίσιμο παράγοντα που καθορίζει το ποιο κόμμα αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση.

Η ανισορροπία είναι μεγάλη, εάν υπολογίσει κανείς ότι το άθροισμα της Ν.Δ. με τα κόμματα που κινούνται δεξιότερα από αυτήν ξεπερνά το 55%, κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ από το 1977 και μετά. Στην Ελλάδα, σε όλη τη Μεταπολίτευση, τα ποσοστά Αριστεράς και Κέντρου πάντα υπερνικούσαν τα ποσοστά Δεξιάς/Ακροδεξιάς (πλην του 1974, που όμως ήταν ειδική περίπτωση), κάτι που άλλαξε για πρώτη φορά στις φετινές εκλογές του Μαΐου.

Στις εκλογές του 1977 το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου είχε λάβει το 25,34% του εκλογικού σώματος, η Ενωση Δημοκρατικού Κέντρου του Γιώργου Μαύρου το 11,95% και η Συμμαχία Προοδευτικών Δυνάμεων του Ηλία Ηλιού το 2,72%. Το αθροιστικό ποσοστό της Κεντροαριστεράς ξεπερνούσε τότε το 39% και όλοι μαζί είχαν 111 έδρες. Τέσσερα χρόνια αργότερα το ΠΑΣΟΚ θριαμβεύει με 48,07% (172 έδρες), ενώ το ΚΚΕ Εσωτερικού του Λεωνίδα Κύρκου παίρνει 1,35%, μένοντας εκτός Βουλής.

Συνασπισμός
Στις εκλογές του 1985 επαναλαμβάνεται περίπου το ίδιο σκηνικό, με το ΠΑΣΟΚ να συγκεντρώνει το 45,82% και το ΚΚΕ Εσωτερικού να μένει τέταρτο με ποσοστό 1,84%. Οι αλλεπάλληλες εκλογές του 1989-90 συνιστούν μια ειδική περίπτωση καθώς υπήρξε ο Ενιαίος Συνασπισμός, ωστόσο ακόμα και τότε οι σοσιαλιστές του Ανδρέα Παπανδρέου δεν έπεσαν ποτέ κάτω από το 39%. Το 1993 το ΠΑΣΟΚ επανακάμπτει θριαμβευτικά μετά την τριετία Μητσοτάκη, συγκεντρώνοντας 46,88% (170 έδρες), ενώ ο Συνασπισμός της Μαρίας Δαμανάκη οριακά χάνει την είσοδό του στη Βουλή (2,94%).

Το 1996 αρχίζει η περίοδος του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη (41,49% και 162 έδρες), ενώ ο Συνασπισμός μπαίνει άνετα στη Βουλή ως τέταρτο κόμμα με 5,12%. Στις προοδευτικές δυνάμεις της ευρύτερης Κεντροαριστεράς πρέπει να προσμετρηθεί και το ΔΗΚΚΙ του Δημήτρη Τσοβόλα, το οποίο πήρε 4,43%. Το σύνολο των τριών αυτών κομμάτων άθροιζε τότε πάνω από το 51% των ψήφων. Στο θρίλερ του 2000, ο παλαιός δικομματισμός παραμένει στο απόγειό του, το ΠΑΣΟΚ κερδίζει στο νήμα τη Ν.Δ. του Κώστα Καραμανλή με 43,79% (158 έδρες), ενώ ο Συνασπισμός παίρνει 3,2% (6 έδρες).

Το 2004, στα χρόνια της «ευφορίας» των Ολυμπιακών Αγώνων, η Ν.Δ. κερδίζει ύστερα από 11 χρόνια, παίρνοντας 45,36%. Ομως και τότε το (εν μέρει αυθαίρετο) άθροισμα ψήφων του ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου και του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής (πλέον) Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ) με τον Νίκο Κωνσταντόπουλο ξεπέρασε το 43,5%. Σε όμορους πολιτικά χώρους κινούνταν και το ΔΗΚΚΙ (1,79%). Τρία χρόνια αργότερα η Ν.Δ. κερδίζει με 41,87%, το ΠΑΣΟΚ συγκεντρώνει 38,10% (102 έδρες) και ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέκου Αλαβάνου ανεβαίνει στο 5,04% (14 έδρες).

Το 2009, στην αρχή της οικονομικής κρίσης και του ελληνικού δράματος, το ΠΑΣΟΚ κερδίζει άνετα την αυτοδυναμία με 43,92% (160 έδρες) και ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα πέφτει λίγο, στο 4,6% (13 έδρες). Μετά την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου ακολουθεί ο διπλός εκλογικός σεισμός του 2012, η κατάρρευση του παλαιού δικομματισμού και η εκτόξευση του ΣΥΡΙΖΑ στη δεύτερη θέση (16,78% - 52 έδρες), με το ΠΑΣΟΚ του Ευάγγελου Βενιζέλου να καταποντίζεται στο 13,18% (41 έδρες). Ακόμα και τότε, μαζί τα δύο κόμματα είχαν 93 έδρες, ενώ η Ν.Δ. ήταν πρώτη με το ιστορικά χαμηλό 18,85%.

Εναν μήνα αργότερα ο ΣΥΡΙΖΑ μετατρέπεται σε κόμμα εξουσίας, εκτοξεύεται στο 26,89%, σχεδόν διπλασιάζοντας τα ποσοστά του (71 έδρες), ενώ το ΠΑΣΟΚ πέφτει στο 12,28% (33 έδρες). Μαζί τα δύο κόμματα διατηρούν πάνω από το 1/3 των κοινοβουλευτικών εδρών. Στο αθροιστικό ποσοστό τους πρέπει να προσμετρηθεί και η Δημοκρατική Αριστερά του Φώτη Κουβέλη, η οποία συγκεντρώνει 6,26% (17 έδρες).

Τον Ιανουάριο του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ παίρνει το μεγαλύτερο ποσοστό του μέχρι σήμερα (36,84% - 149 έδρες), το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου γράφει ιστορικό χαμηλό (4,75%) και το «ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου» (ΚΙΔΗΣΟ) 2,47%. Και πάλι το συνολικό ποσοστό του κεντροαριστερού χώρου υπερέβαινε κατά πολύ το 40%, χωρίς καν να προσμετρηθούν οι κεντρώοι ψηφοφόροι που κατευθύνθηκαν προς το νεοεμφανιζόμενο τότε Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη (6,05%).

Μετά το ταραγμένο πρώτο εξάμηνο, το δημοψήφισμα και την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου, στις εκλογές του Σεπτεμβρίου ο ΣΥΡΙΖΑ παίρνει 35,46% (145 έδρες), η Δημοκρατική Συμπαράταξη της Φώφης Γεννηματά 6,28% και 17 έδρες, ενώ το Ποτάμι βρίσκεται στο 4,09% (11 έδρες).

Οι εκλογές του 2019 ήταν οι πρώτες μεταπολιτευτικά που το ποσοστό της Κεντροαριστεράς δεν ξεπέρασε το 40% (ΣΥΡΙΖΑ 31,53% - 86 έδρες, ΚΙΝ.ΑΛΛ. 8,1% - 22 έδρες). Δεν προσμετράται σε αυτό το αποτέλεσμα της Πλεύσης Ελευθερίας και του ΜέΡΑ25, καθώς ιδεολογικά κινούνται σε διαφορετικό χώρο από ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝ.ΑΛΛ.

Αυτοδυναμία
Οι εκλογές της Κυριακής, πέρα από το κατάμαυρο αποτέλεσμα της εκρηκτικής ανόδου της τρικέφαλης Ακροδεξιάς και της απόλυτης αυτοδυναμίας του Κυριάκου Μητσοτάκη, συνιστούν έναν νέο εκλογικό σεισμό καθώς η Κεντροαριστερά, οι αυτοαποκαλούμενες προοδευτικές δυνάμεις δεν καταφέρνουν για πρώτη φορά να ξεπεράσουν ούτε το 30% (29,7% και 80 έδρες). Αν αυτό συνιστά ιδεολογική ηγεμονία της Δεξιάς και ιδεολογική μετατόπιση του εκλογικού σώματος ή ψήφο με οικονομικά κριτήρια, αυτό είναι κάτι που μένει να αναλυθεί από τους πολιτικούς επιστήμονες, τα πολιτικά κόμματα και τους δημοκρατικούς φορείς.

Πάντως στην πολιτική θεωρία, μια σχολή σκέψης υποστηρίζει ότι αν ένα πολιτικό κόμμα στις εκλογές κερδίσει το Κέντρο, τότε σχηματίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Το παράδοξο είναι ότι εκείνος που εισήγαγε την παραπάνω θεωρία ως πρακτική ήταν ο Μουσολίνι («Το δόγμα του φασισμού»).

Η μεσαία τάξη παραμένει μια κοινωνικά κατασκευασμένη έννοια, περιλαμβάνει τα πάντα και τίποτα και εμπεριέχει μια άρρητη υπόσχεση ότι ο καθένας μπορεί να ανέβει στην πολυπόθητη ανώτερη τάξη. Αν υιοθετήσουμε έναν τεχνικό ορισμό του ΣΕΒ, στη μεσαία τάξη ανήκει το 54% των Ελλήνων, με εισόδημα από 14.700 έως... 39.300 ευρώ. Η μεσαία τάξη (που προϋποθέτει αυτονόητα διάκριση από την κατώτερη τάξη) αποδείχτηκε κοινωνική βάση του μπλοκ εξουσίας του Μητσοτάκη και πολύ λιγότερο εκλογική επιρροή του ΠΑΣΟΚ (23.5.2023, «Εφ.Συν.», «Το μπλοκ των “ικανοποιημένων” και η… απιστία της μεσαίας τάξης», Πάνος Κοσμάς).

Δημοσκοπήσεις
Το άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία 4 χρόνια στην περίφημη μεσαία τάξη, η οποία φαίνεται -βάσει των ευρημάτων των δημοσκοπήσεων και των exit polls- πως ίσως δεν πολυνοιάζεται για ζητήματα διαφθοράς (σκάνδαλα), δημοκρατίας (υποκλοπές), κράτος δικαίου (αστυνομοκρατία κ.ά.), χάριν ενός διαχειριστικού ρεαλισμού, δεν απέδωσε τους αναμενόμενους καρπούς. Βέβαια, δεν μπορεί να φταίει μόνο αυτό.

Σε ένα κείμενό του σε ανύποπτο χρόνο στην «Εφ.Συν.» (8.1.2022, «Οι αντινομίες της αστικής ανασυγκρότησης και το αντίπαλο δέος»), ο Αντώνης Λιάκος έγραφε πως «η σταθερότητα της ηγεμονίας εξασφαλίζεται όσο δεν φαίνεται στον ορίζοντα επεξεργασμένος διαφορετικός τρόπος και πλαίσιο διακυβέρνησης, αναγνωρίσιμα στην κοινωνία».

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ερώτημα που έθεσε και πάλι στην «Εφ.Συν.» η συνάδελφος Χριστίνα Κοψίνη μετά τις εκλογές του Μαΐου: «Μήπως, τελικώς, η υπέρμετρη ανάδειξη των αιτημάτων της “μεσαίας τάξης” υποσκέλισε τα προβλήματα της φτώχειας, των ακραίων ανισοτήτων, του κοινωνικού και οικονομικού περιθωρίου που συνήθως προσπερνάει ο πολιτικός λόγος;».

Ο Αλέξης Τσίπρας πάντως στην ομιλία του στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος μετά τις εκλογές του Μαΐου είχε πει προς τους συντρόφους του: «Να αλλάξουμε αυτή την εικόνα. Και αυτό, για να γίνω απολύτως σαφής, δεν είναι ζήτημα πολιτικής κατεύθυνσης. Δεν λέω να αλλάξουμε ούτε προς το κέντρο ούτε προς τα αριστερά, αλλά προς τη σοβαρότητα, προς την υπευθυνότητα, προς τη συλλογικότητα». Από αυτή τη φράση ίσως πρέπει να ξεκινήσει όλη η κουβέντα...

Κώστας Ζαφειρόπουλος

Η Εφημερίδα των Συντακτών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.