Eνώ η κυβέρνηση και μέρος της ηγεσίας της Δικαιοσύνης (Ντογιάκος) επικαλούνται το απόρρητο των επικοινωνιών και την προστασία των προσωπικών δεδομένων για να φιμώσουν -ανεπιτυχώς, ευτυχώς- τις ανεξάρτητες αρχές (ΑΔΑΕ και ΑΠΔΠΧ) στην ενημέρωση πολιτείας και Δικαιοσύνης στην υπόθεση των υποκλοπών, προκύπτει το ερώτημα: τι συμβαίνει αλήθεια με τα... προσωπικά δεδομένα εκατομμυρίων συνδρομητών των τηλεπικοινωνιακών παρόχων που καθημερινά διακινούνται μέσω τηλεφωνικών κέντρων ή στα φυσικά καταστήματά τους για ανανεώσεις συμβολαίων και άλλα προϊόντα τους;
Μια σημαντική δικαστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας που δημοσιεύτηκε προ ημερών (2566/2020) αποκαλύπτει το «θέατρο» που παίζεται κατά τη σύνταξη των συμβάσεων κινητής τηλεφωνίας με τα προσωπικά δεδομένα των συνδρομητών, το οποίο όμως εγκυμονεί σημαντικούς κινδύνους.
Η απόφαση επιδικάζει χρηματική αποζημίωση 2.000 ευρώ σε πελάτισσα εταιρείας κινητής τηλεφωνίας λόγω ηθικής βλάβης, τα δεδομένα της οποίας «υπεκλάπησαν» εν αγνοία της και παράνομα και στο όνομά της συνάφθηκαν δύο τηλεφωνικές συνδέσεις με χρέωση 1.123 ευρώ εις βάρος της.
Η αποζημίωση έχει φυσικά συμβολικό χαρακτήρα για την εξαπατηθείσα συνδρομήτρια και είναι ασήμαντου κόστους για την εταιρεία. Από την άλλη πλευρά αποτελεί σημαντικό νομολογικό προηγούμενο για τον τρόπο με τον οποίο οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι κατά τον μεταξύ τους ανελέητο ανταγωνισμό αποσπούν τη συναίνεση των συνδρομητών τους και οι πιεζόμενοι για περισσότερα συμβόλαια υπάλληλοί τους, συχνά ενοικιαζόμενο προσωπικό, κάνουν πραγματικά την ταυτοπροσωπία που απαιτεί ο νόμος.
Πολύ περισσότερο που, όπως συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση, η παράνομη χρήση των προσωπικών δεδομένων δεν ήταν μεμονωμένη, αλλά μέρος της δράσης σπείρας που εξαπατούσε πολίτες. Η υπόθεση είναι αρκετά παλιά, του 2010, και έχει ήδη κριθεί στο ποινικό σκέλος της.
Η σπείρα υφάρπαζε τα προσωπικά στοιχεία πολιτών και στη συνέχεια, με πλαστές εξουσιοδοτήσεις ή και χωρίς αυτές, εξαπατούσε υπαλλήλους καταστημάτων κινητής τηλεφωνίας και πετύχαινε συνδέσεις με συνδρομητές τους εξαπατημένους πολίτες, χρεώνοντάς τους υπέρογκα ποσά χωρίς αυτοί να έχουν κάνει χρήση των συνδέσεων αυτών.
Και τι φταίνε οι υπάλληλοι των εταιρειών τηλεφωνίας ή οι ίδιες οι εταιρείες, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς. Ουσιαστικά αυτό που τεκμαίρεται εμμέσως από τη δικαστική απόφαση είναι πως κατά κάποιο τρόπο ο υπάλληλος αποδέχτηκε να «εξαπατηθεί» προκειμένου να κερδίσει το μπόνους των πωλήσεων ή απλώς να κρατήσει τη θέση εργασίας του.
Οπως επισημαίνει ο δικηγόρος Ανδρέας Φλώρος, που συνέταξε την αγωγή κατά της εταιρείας, «οι υπάλληλοι των εταιρειών οφείλουν να ελέγχουν την ταυτοπροσωπία όσων αιτούνται σύνδεση. Σε περίπτωση χρήσης των δεδομένων φυσικού προσώπου και διενέργειας σύνδεσης στο όνομά του χωρίς την αληθινή συναίνεσή του, η επεξεργασία αυτή των προσωπικών δεδομένων είναι παράνομη και το φυσικό πρόσωπο δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής του βλάβης».
Το... δόλωμα
Κάποιες λεπτομέρειες της υπόθεσης αποκαλύπτουν πως δεν πρόκειται για κάποια... αθώα απάτη. Η δικαιωμένη συνδρομήτρια κινητής τηλεφωνίας ήταν ένα από πολλά θύματα της σπείρας που δρούσε σε Αθήνα, Πάτρα, Χαλκίδα, Μεσολόγγι, Ξυλόκαστρο κ.α.
Το δόλωμα ήταν μια αγγελία για θέση εργασίας εν ονόματι της οποίας η εξαπατημένη ενάγουσα έδωσε αντίγραφο ταυτότητας, ΑΦΜ, διεύθυνση κατοικίας και άλλα δεδομένα. Τα δεδομένα αυτά τροφοδότησαν πλαστές εξουσιοδοτήσεις με τις οποίες τα μέλη της σπείρας πήγαιναν σε καταστήματα κινητής τηλεφωνίας, έπαιρναν ακριβές επιδοτούμενες συσκευές (υπήρχαν τότε ακόμη οι ακριβές «επιθετικές» επιδοτήσεις) και συνήπταν συμβόλαια σύνδεσης στο όνομα των ανυποψίαστων πραγματικών προσώπων τα οποία χρεώνονταν για χρήση που δεν έκαναν, ενώ τα ακριβά κινητά πωλούνταν μισοτιμής σε καταστήματα της Αθήνας.
Η ενάγουσα αντιλήφθηκε ότι έπεσε θύμα της απάτης όταν την αναζήτησε η αστυνομία στο πλαίσιο της έρευνας για το κύκλωμα και στη συνέχεια προχώρησε σε αγωγή κατά της εταιρείας.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθήνας που εκδίκασε την αγωγή της δέχτηκε μόνο αμέλεια και όχι δόλο της εταιρείας και του υπαλλήλου της στην παράνομη επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων της συνδρομήτριάς της που έπεσε θύμα εξαπάτησης. Κι αυτό παρότι στο σκεπτικό του παραδέχεται ότι τίποτα από αυτά δεν θα συνέβαινε αν η εταιρεία και οι συνεργάτες της τηρούσαν τις υποχρεώσεις τους και τον κώδικα δεοντολογίας για την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (υπ‘ αριθ. 488/82 απόφαση της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων) και έκαναν απλή ταυτοποίηση των προσώπων που εμφανίζονταν στα καταστήματά τους.
«Είναι σαν ο διευθυντής μιας τράπεζας να βγάλει στο πεζοδρόμιο χρηματοκιβώτιο γεμάτο με χρήματα ξεκλείδωτο ή σαν κάποιος με μόνο μια φωτοτυπία της ταυτότητας τρίτου να συνάψει δάνειο με τράπεζα στο όνομα του τρίτου και να εισπράξει το ποσό του δανείου, αλλά ο τρίτος να ευθύνεται εν συνεχεία για την αποπληρωμή του» τονίζει ο κ. Φλώρος σχολιάζοντας το σκεπτικό του δικαστηρίου περί αμελείας και όχι δόλου.
Πέραν αυτού, εμείς αναρωτιόμαστε πόσο τηρούνται οι υποχρεώσεις διαπίστωσης της ταυτοπροσωπίας όταν καθημερινά χιλιάδες συμβόλαια σύνδεσης συνάπτονται ή ανανεώνονται τηλεφωνικά από αγχωμένους και πιεζόμενους για περισσότερες πωλήσεις εργαζόμενους κι όταν τηλέφωνα-φαντάσματα εμφανίζονται σε σκοτεινές, ακόμη και αιματηρές υποθέσεις που ερευνούν αστυνομία και Δικαιοσύνη.
Γιάννης Κιμπουρόπουλος
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου