21.5.23

Ποια «απλή αναλογική»;...


«Δεν μπορεί ο εκλογικός νόμος απλά να είναι ένα εργαλείο, μέσα από το οποίο οι απειροελάχιστες πολιτικές αποχρώσεις να αποτυπώνονται στο... Κοινοβούλιο»

Ανδρέας Ανδριανόπουλος (εισηγητής του αποκλεισμού από τη Βουλή όσων κομμάτων δεν παίρνουν 3% πανελλαδικά), 1.11.1990

Η δυναμική των εκλογών, όπως και κάθε άλλης εκλογικής αναμέτρησης, καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από το εκλογικό σύστημα. Αυτό το τελευταίο δεν μετασχηματίζει μόνο τη λαϊκή ετυμηγορία σε συγκεκριμένους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς αλλά και τη διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό, υπαγορεύοντας συγκεκριμένες επιλογές και αποκλείοντας κάποιες άλλες, στη βάση είτε της θεωρίας της χαμένης ψήφου είτε πολυπλοκότερων υπολογισμών.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η θέσπιση της απλής αναλογικής έχει τροφοδοτήσει εκτεταμένη σεναριολογία για τους δυνητικούς κυβερνητικούς συνδυασμούς της επόμενης μέρας αλλά και μπόλικη κινδυνολογία, εκ μέρους των βασικών διεκδικητών της εξουσίας, για τις ολέθριες συνέπειες της «χαλαρής» (διάβαζε: της αντιπροσωπευτικότερης) ψήφου που επιτρέπει αυτό το σύστημα. Μέσα στην ίδια μέρα (29 Απριλίου), ο μεν πρωθυπουργός διακήρυξε λ.χ. πως απλή αναλογική σημαίνει «οικονομική καθήλωση και εσωτερική αστάθεια», ο δε Αλέξης Τσίπρας προειδοποίησε ότι «χαλαρή ψήφος σημαίνει Μητσοτάκης». Και η μεν Ν.Δ. κατάφερε, μέσω της ανεξάρτητης Δικαιοσύνης, να βγάλει από τη μέση τους περισσότερους από τους δυνητικούς υποδοχείς μιας αποκλίνουσας ενδοδεξιάς διαμαρτυρίας για τα κυβερνητικά πεπραγμένα· προληπτική εκκαθάριση μοναδική, όσον αφορά την έκτασή της, σε όλα τα μεταπολιτευτικά χρονικά. Στην περίπτωση όμως του ΣΥΡΙΖΑ, επιβεβαιώνεται μάλλον ξανά η παροιμία πως όποιος προσπαθεί να κρατήσει πολλά καρπούζια ταυτόχρονα, τελικά κινδυνεύει να μείνει με άδεια χέρια. Διόλου πρωτότυπο κατόρθωμα, άλλωστε, αν αναλογιστούμε τον κορυφαίο άθλο του των επόμενων ημερών: τις τελετουργικές υποκλίσεις των κυρίων Τσίπρα και Καλογήρου στον μητροπολίτη του Πειραιά και τη γεμάτη συμβολισμούς φωτογράφηση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ με τον μητροπολίτη Σεραφείμ μπροστά στην προτομή του πατρός Μαρινάκη…

Πόσο πραγματικά «απλή αναλογική» είναι ωστόσο το σύστημα που θα κρίνει την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των αποτελεσμάτων της αυριανής ψηφοφορίας; Το ερώτημα δεν αφορά κάποια δευτερεύουσα ρύθμιση, αλλά τον αντιδημοκρατικότερο φραγμό που φόρτωσε πριν από τρεις δεκαετίες στο ελληνικό πολιτικό σύστημα ο πατήρ Μητσοτάκης: τον αυθαίρετο αποκλεισμό από τη Βουλή κάθε συνδυασμού που παίρνει λιγότερο από 3% των ψήφων πανελλαδικά. Ρύθμιση που, παρά την οξύτατη κατακραυγή που δέχτηκε κατά τη θέσπισή της από σύμπασα την τότε αντιπολίτευση, επιβίωσε παρ’ όλα αυτά σε όλες τις ενδιάμεσες πολιτικές ανατροπές και θυελλώδεις εξελίξεις.

Για εθνικούς λόγους
Ο «κόφτης» του 3% θεσπίστηκε, ως γνωστόν, τον Νοέμβριο του 1990 από τη νεοσύστατη κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (άρθρο 3 του Ν. 1907), με επίσημο σκεπτικό πως έτσι διασφαλίζεται στιβαρή κυβερνησιμότητα μέσω της πειθάρχησης των αντιφρονούντων που εξασφαλίζει ο αποκλεισμός των μικρότερων σχηματισμών και των ανεξάρτητων υποψηφίων, ιδίως όσων έχουν ισχυρή επιρροή σε συγκεκριμένες εκλογικές περιφέρειες. Κατά τη σχετική συζήτηση στη Βουλή, ο εισηγητής Ανδρέας Ανδριανόπουλος (πατέρας, κατά τα άλλα, του εγχώριου «φιλελευθερισμού») ξεκαθάρισε ότι «δεν μπορεί ο εκλογικός νόμος απλά να είναι ένας μηχανισμός, ένα εργαλείο μέσα από το οποίο οι απειροελάχιστες πολιτικές αποχρώσεις να αποτυπώνονται στο Κοινοβούλιο». Ο αρμόδιος υπουργός Εσωτερικών, Σωτήρης Κούβελας, αναρωτήθηκε πάλι ρητορικά: «Κύριοι συνάδελφοι, έχει κανένας την ψευδαίσθηση εδώ ότι θα μπορούσε να κυβερνηθεί ένας τόπος, εάν θεωρούσαμε τις ψήφους απολύτως ισοδύναμες;». Προσπαθώντας να διασκεδάσει τις εντυπώσεις από τον επικείμενο σφαγιασμό των μειοψηφιών, ο τελευταίος δεν δίστασε μάλιστα να ισχυριστεί ότι «και για τα μικρά κόμματα είναι σωτήριο το όριο αυτό, διότι θα αποκτήσουν και τα κόμματα αυτά το γνώθι σαυτόν, θα έχουν μια δικαιολογία να συνεργαστούν μεταξύ τους, να περάσουν το ποσοστό 3% και να μπουν στη Βουλή με ενισχυμένες δυνάμεις» (Πρακτικά Βουλής, 1, 3 & 7/11/1990).

Ανεπίσημα, ως βασικός σκοπός της συγκεκριμένης διάταξης προβλήθηκε πάντως η «εθνική» ανάγκη να αποκλειστούν από τη Βουλή οι ανεξάρτητοι βουλευτές της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, που είχαν εκλεγεί το 1990 ως εκφραστές του (τουρκικού) εθνικού χαρακτήρα της με ποσοστά 35,3% και 25,4% στους νομούς Ροδόπης και Ξάνθης, τα οποία ισοδυναμούσαν με 0,7% πανελλαδικά, 10-19% στους μικρούς οικισμούς των δύο νομών και 67-69% στους αμιγώς μουσουλμανικούς (Δημοσθένης Δώδος, «Εκλογική γεωγραφία των μειονοτήτων», Αθήνα 1994, σ.38-58). Ως έκφραση συλλογικής διαμαρτυρίας, η ψήφος εκείνη είχε άμεσο πρακτικό αποτέλεσμα, καθώς υποχρέωσε το ελληνικό κράτος ν’ αναθεωρήσει εκ βάθρων την καταπιεστική πολιτική που είχε υιοθετήσει σιωπηλά το 1966 με στόχο τη σταδιακή εκδίωξη της μειονότητας: στις 31 Ιανουαρίου του 1990, οι τρεις πολιτικοί αρχηγοί της «οικουμενικής» κυβέρνησης Ζολώτα (Μητσοτάκης, Παπανδρέου, Φλωράκης) συναποφάσισαν την «κατάργηση των διοικητικών ενοχλήσεων αι οποίαι όχι μόνον απεδείχθησαν ατελέσφοροι αλλά επέτυχαν αντίθετα αποτελέσματα των επιδιωκομένων και συνάμα μας εκθέτουν διεθνώς»· την επόμενη δε χρονιά, ο Μητσοτάκης εξήγγειλε -ως πρωθυπουργός πλέον- την πολιτική της «ισονομίας-ισοπολιτείας», η οποία εμπεδώθηκε κατόπιν θεσμικά από την κυβέρνηση Σημίτη και ισχύει μέχρι σήμερα. Η σημαντική αυτή βελτίωση συνοδεύτηκε ωστόσο από τον αυθαίρετο θεσμικό αποκλεισμό όσων μειονοτικών υποψήφιων βουλευτών επιχειρούν να πολιτευτούν ανεξάρτητα από τα μεγάλα ελληνικά κόμματα, αφού το μέγεθος της μειονότητας κυμαίνεται γύρω στο 1% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Εξέλιξη που ουδόλως μετέβαλε την εθνική ταυτότητα του κύριου όγκου της μειονότητας, όπως απέδειξε περίτρανα η ανάδειξη του σημερινού εκφραστή της, του Κόμματος Ισότητας, Ειρήνης και Φιλίας (DEB), σε πρώτο κόμμα των νομών Ροδόπης και Ξάνθης κατά τις ευρωεκλογές του 2014 και του 2019.

Για ευνόητους λόγους, η παραπάνω στόχευση δεν διατυμπανίστηκε επίσημα· γνωστοποιήθηκε, ωστόσο, διακριτικά μέσω των κατάλληλων διαύλων, τόσο στους βουλευτές όσο και στην υπόλοιπη ελληνική κοινωνία. Με δεδομένη μάλιστα τη ρευστότητα των ημερών όσον αφορά το άλλο εσωτερικό «εθνικό» θέμα, το Μακεδονικό, η μπάρα του αποκλεισμού μπήκε τόσο ψηλά προκειμένου να εκμηδενιστεί ενδεχόμενη κοινή εκλογική κάθοδος μουσουλμάνων και Σλαβομακεδόνων, η εμβέλεια της οποίας ήταν τότε αδύνατο να εκτιμηθεί εκ των προτέρων. Μπορεί το όλο σενάριο να ήταν τερατώδες, για όσους γνωρίζουν τη χαώδη διαφορά των δύο πληθυσμιακών αυτών ομάδων όσον αφορά την πολιτική προϊστορία, την πολιτικοϊδεολογική κουλτούρα και τον βαθμό ενσωμάτωσής τους· βρισκόμασταν όμως σε μια εποχή που «τα Σκόπια» σκιαγραφούνταν από τα εθνικώς ορθά ΜΜΕ σαν το βόρειο σκέλος κάποιου φανταστικού «ισλαμικού τόξου», η δε «μειονότητα-φάντασμα» της Δυτικής Μακεδονίας (η ορολογία είναι του πατέρα Μητσοτάκη) σαν δυνητικό ενεργούμενο αυτής της θεωρητικής σύμπραξης.

Κατά τη συζήτηση της επίμαχης ρύθμισης στη Βουλή, οι μόνες αναφορές στον «εθνικό» στόχο της έγιναν έτσι απ’ όσους απειλούνταν άμεσα από το λεπίδι του 3%: τους ίδιους τους Θρακιώτες βουλευτές Αχμέτ Σαδίκ και Αχμέτ Φαΐκογλου, τον αγορητή του ΣΥΝ Λεωνίδα Κύρκο και τη βουλεύτρια των Οικολόγων-Εναλλακτικών Αναστασία Ανδρεαδάκη. «Ακούω έναν ψίθυρο ότι αυτή [η διάταξη] αποβλέπει στο να στερήσει την ψήφο από κάποιες μειονότητες», τόνισε στις 5/11 ο Κύρκος, διευκρινίζοντας ότι το κόμμα του προτιμούσε «να είναι παρόντες οι εκπρόσωποι των μειονοτήτων, παρά να κινούνται υπογείως». Δύο μέρες αργότερα, επανήλθε ακόμη σαφέστερος: «Αποδίδεται στις προθέσεις του νομοθέτη διά του προσδιορισμού ενός ορίου, του 3%, να μην επιτραπεί σε ορισμένες μειοψηφίες, σε ορισμένες μειονότητες να εκφραστούν στην αίθουσα. […] Η δική μας άποψη είναι ότι όλες οι μειοψηφίες που συνιστούν πραγματικά ρεύματα στην ελληνική κοινωνία και οι μειονότητες οι οποίες υπάρχουν θα ήταν χρήσιμο να εκφράζονται στην αίθουσα παρά να δρουν με έναν τρόπο υπόγειο και κατά συνέπεια να προπαρασκευάζουν εκρήξεις για τις οποίες κανείς δεν θα ήταν ευτυχής».

Στη δική της ομιλία, η βουλεύτρια των Οικολόγων-Εναλλακτικών υπενθύμισε πάλι πόσο εύκολη υπήρξε κατά καιρούς η στοχοποίηση ορισμένων επιφανών πολιτικών σαν οργάνων του εχθρού: «Ξαναγυρνάμε λοιπόν στους ανεξάρτητους υποψηφίους και το όριο 3% ή 2%. Είναι ολοφάνερο ότι φωτογραφίζει τους ανεξάρτητους βουλευτές που ψηφίστηκαν στις μειονότητες της Ξάνθης και Ροδόπης. […] Ξέρω ότι τους θεωρείτε αντεθνικά στοιχεία και πράκτορες ξένης δύναμης. Αλλά δεν είναι οι μόνοι που έχουν κατηγορηθεί εδώ μέσα για κάτι τέτοιο. Και για τον πρόεδρο του Συνασπισμού [Χαρίλαο Φλωράκη] έχουν εκτοξευθεί τέτοιες κατηγορίες και για τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ [Ανδρέα Παπανδρέου] είχαν χαλκεύσει κάποιες ανάλογες φήμες στη δεκαετία του 1970 και ο σημερινός πρωθυπουργός [Μητσοτάκης] έχει κατηγορηθεί ότι ανέτρεψε παλαιότερα τη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας για λογαριασμό ξένων μυστικών υπηρεσιών. Ολες αυτές οι κατηγορίες ξεκαθάρισαν πολιτικά, πολιτικά και μόνο. Κανένας δεν σκέφθηκε ποτέ να θεσπίσει ειδικές τροποποιήσεις στον εκλογικό νόμο». Αναφερόμενη δε στην ουσία της υπόθεσης, υπενθύμισε ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη «ακόμα και τα ένοπλα κινήματα των Ιρλανδών και των Βάσκων έχουν πολιτικά τμήματα με βουλευτές στα Κοινοβούλια των χωρών από τις οποίες ζητούν να ανεξαρτητοποιηθούν. Στην Ισπανία κανείς δεν διανοήθηκε να εμποδίσει την εκλογή βουλευτών από το πολιτικό τμήμα της ΕΤΑ, παρ’ όλο που οι βουλευτές αυτοί αρνούνται ακόμα και να ορκιστούν στο Σύνταγμα της χώρας τους. Στη Βρετάνη και στην Κορσική της Γαλλίας, στο Νότιο Τιρόλο της Βόρειας Ιταλίας, στη Σκοτία της Μ. Βρετανίας, παντού τα μειονοτικά κινήματα εκπροσωπούνται εθνικά στο Κοινοβούλιο. Ακόμη εδώ θα σας πω και για το Ισραήλ, ότι υπάρχουν Παλαιστίνιοι βουλευτές, εκλεγμένοι ανεξάρτητα από τα ισραηλινά κόμματα. Ολες αυτές οι χώρες δεν έχουν εθνικούς λόγους; Μόνο η Ελλάδα πρέπει να παραβιάζει το Σύνταγμά της;».

Οι περισσότεροι βουλευτές της αντιπολίτευσης απέφυγαν να θίξουν αυτή τη διάσταση. Ομόθυμη υπήρξε, ωστόσο, η καταδίκη του «κόφτη» από σύμπασα την αντιπολίτευση, ως καταπάτησης της δημοκρατίας και της ισότητας των πολιτών. Για «πρωτοφανή, σε παγκόσμια κλίμακα διάταξη σφαγιασμού των μικρών κομμάτων», την «αντιδημοκρατικότερη και αντισυνταγματικότερη διάταξη που έχει μπει ποτέ σε εκλογικό νομοσχέδιο» καθιστώντας το «αντισυνταγματικό, αντιδημοκρατικό και πραγματικά πολιτικά απαράδεκτο», έκανε λόγο ο Μανόλης Δρεττάκης του ΣΥΝ, πάλαι ποτέ υπουργός Εθνικής Οικονομίας της πρώτης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. «Είναι η πρώτη φορά που προσπαθείτε να μπει φραγμός στην πρώτη κατανομή», επισήμανε ο Θανάσης Τσούρας του ΠΑΣΟΚ. «Ουσιαστικά φιμώνεται η φωνή του ανεξάρτητου βουλευτή», συμπλήρωσε ο (επίσης πασόκος) Παναγιώτης Σγουρίδης· «με το άρθρο 3, ποιος βουλευτής θα σηκώσει το ανάστημά του, θα ορθώσει τη φωνή του απέναντι στον αρχηγό του κόμματος όταν υπάρχει ο κίνδυνος να μην μπει στο ψηφοδέλτιο στις επόμενες εκλογές;». Καυστικότερος, ο Φοίβος Ιωαννίδης του ΠΑΣΟΚ θύμισε ότι και ο ίδιος ο πατήρ Μητσοτάκης πρωτομπήκε μεταπολιτευτικά στη Βουλή ως αρχηγός κόμματος που πήρε μόλις 1,08% στις εκλογές του 1977, «για να έχει τη μετέπειτα εξέλιξη και να έχετε την ευτυχία, κύριοι συνάδελφοι της Νέας Δημοκρατίας, να είναι σήμερα πρωθυπουργός σας. Εάν ίσχυε τέτοια διάταξη, ασφαλώς αυτό δεν θα ήταν δυνατόν».

Οποιος σκάβει λάκκο…
Οπως ήταν αναμενόμενο, η θέσπιση της λεπίδας του 3% εξαφάνισε από το πολιτικό προσκήνιο το νεοσύστατο κόμμα των Οικολόγων-Εναλλακτικών, το οποίο στις εκλογές του 1990 είχε αποσπάσει πανελλαδικά το 0,77%· έθεσε όμως προσωρινά εκτός Βουλής και τον Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου (ΣΥΝ), όταν στις εκλογές του 1993 πήρε ένα οριακό 2,94% (202.887 ψήφους). Πίσω είχε όμως η κάλπη την ουρά – και ο Αντώνης Σαμαράς, ο πάλαι ποτέ υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης που είχε θεσμοθετήσει την εθνοκάθαρση της Βουλής των Ελλήνων από τους εκπροσώπους των αλλοεθνών, υπέστη με τη σειρά του την ίδια τύχη στις εκλογές του 1996, όταν το κόμμα που δημιούργησε (Πολιτική Ανοιξη) απέσπασε το ίδιο ακριβώς ποσοστό (2,94%), με αποτέλεσμα οι 199.467 ψηφοφόροι του να μείνουν –κι αυτοί– δίχως εκπροσώπηση.

Εκτοτε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι της Ιστορίας – και στις εννέα βουλευτικές εκλογές που ακολούθησαν χρησιμοποιήθηκε μια ευρύτατη γκάμα εκλογικών συστημάτων, με τελική κατάληξη την τωρινή «απλή αναλογική». Η «πρωτοφανής» αντιδημοκρατική καινοτομία του 1990 παρέμεινε ωστόσο ακλόνητη, περιορίζοντας δραστικά τη «χαλαρή» ιδεολογική ψήφο προς όφελος των ήδη ισχυρών. Μπορούμε πάντως να υποθέσουμε με κάποια βεβαιότητα ότι γι’ αυτή τη μακροημέρευση δεν ευθύνεται πλέον τόσο η εθνική ανασφάλεια του μακρινού 1990 όσο το μόνιμο (και απείρως πιο πεζό) ένστικτο αυτοσυντήρησης των κατά καιρούς κυριάρχων της πολιτικής μας ζωής. Οχι μόνο των μεγάλων κομμάτων, οι ηγεσίες των οποίων γνωρίζουν καλά πως ο φόβος του 2,99% φυλάει πολύ καλύτερα τα φιλόδοξα έρημα απ’ οποιαδήποτε πειθαρχική κύρωση, αλλά και των μικρομεσαίων ομολόγων τους, που μπορούν να λεηλατούν με την άνεσή τους τη μαζική βάση των ακόμη μικρότερων όμορων σχηματισμών...

Τάσος Κωστόπουλος

Η Εφημερίδα των Συντακτών

Δεν υπάρχουν σχόλια: