Μια γυναίκα με μεγάλη οικογενειακή παράδοση, καλλιεργημένη, ευγενής, με εξαιρετική αισθητική, φυσική ομορφιά, βαθιά αγάπη για τις τέχνες και τον πολιτισμό, δυναμική και τολμηρή, που ρίχτηκε με θάρρος στις προκλήσεις της ζωής, ήταν η Δέσποινα Γερουλάνου, που έφυγε απρόσμενα από τη ζωή προκαλώντας βαθιά θλίψη σε όλους όσοι... τη γνώρισαν και συνεργάστηκαν μαζί της.
Έχοντας δει το τελευταίο της μεγάλο εγχείρημα, τη διοργάνωση «Ελευσίς 2023 – Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης» της οποίας ήταν Πρόεδρος, να εκκινεί εντυπωσιακά και να και πορεύεται με επιτυχία, όχι όμως και να ολοκληρώνεται, αλλά και έχοντας αφήσει ανεξίτηλη την υπογραφή της στα Πωλητήρια του Μουσείου Μπενάκη, η Δέσποινα Γερουλάνου υπήρξε η ήρεμη δύναμη στο εγχώριο πολιτιστικό γίγνεσθαι.
Ήταν το ένα από τα τρία παιδιά του Μαρίνου Γερουλάνου και της αρχαιολόγου – βυζαντινολόγου Αιμιλίας Γερουλάνου-Καλλιγά, εγγονής του Αντώνη Μπενάκη, ο οποίος υπήρξε υφυπουργός Οικονομικών του Ελευθερίου Βενιζέλου και ιδρυτής του Μουσείου Μπενάκη. Μέσα σε αυτό το ιστορικό και καλλιτεχνικό περιβάλλον και στους κόλπους μιας ιδιαίτερα δεμένης, εξωστρεφούς οικογένειας , που είχε έντονη κοινωνική ζωή και αγαπούσε τα ταξίδια, μεγάλωσε η Δέσποινα Γερουλάνου μαζί με τα αδέλφια της, την Ειρήνη, τον Παύλο – πολιτικό και πρώην υποψήφιο Δήμαρχο Αθηναίων - και την Μαρίνα.
Τα πρώτα ερεθίσματα για εκείνη υπήρξαν πολλά και διαφορετικά και εξηγούν τον πολυσύνθετο χαρακτήρα της και τα πλούσια ενδιαφέροντά της. Η μητέρα της ήταν εκείνη που οργάνωσε τα πρώτα εκπαιδευτικά προγράμματα στο Μουσείο Μπενάκη και το φωτογραφικό του αρχείο.
Η αγάπη για την τέχνη λοιπόν αποτελούσε μονόδρομο για εκείνη. Σημαντική επιρροή όμως άσκησαν πάνω της και οι δύο γιαγιάδες της με οποίες μεγάλωσε. Η γιαγιά Γερουλάνου, από την οποία και πήρε το όνομά της, ζούσε με τον γεωπόνο σύζυγό της σε ένα κτήμα στην Αργυρούπολη, ήταν εξαιρετική μαγείρισσα, με ταλέντο στις χειροτεχνίες και αγάπη για φύση. Η γιαγιά Ειρήνη Καλλιγά, από την άλλη πλευρά, ήταν ιδιαίτερα δυναμική και δραστήρια, ανεξάρτητη, ενδιαφερόταν για την πολιτική αλλά και η γυναίκα που ίδρυσε το Σώμα Ελληνίδων Οδηγών.
Μέσα σε αυτό το πολυεπίπεδο περιβάλλον, πέρασε λοιπόν τα πρώτα χρόνια της ζωής της, ανάμεσα στην τέχνη, τα ταξίδια, το διάβασμα, την ενασχόληση με τη φύση αλλά κυρίως με πυξίδα τις βασικές αρχές που διδάχτηκε από την οικογένειά της, τον σεβασμό στον άνθρωπο και τη δικαιοσύνη.
Όταν έφθασε η στιγμή να επιλέξει τι θέλει να κάνει στη ζωή της, δυσκολεύτηκε. Ήταν πολλά εκείνα που αγαπούσε και δεν δεν ήξερε που να πρωτορίξει το ενδιαφέρον της. Ξεκίνησε σπουδάζοντας στη Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης όπου οι ορίζοντές της, κοινωνικοί, πολιτικοί, πολιτιστικοί, διευρύνθηκαν.
Ο Χορν, το θέατρο και ο κινηματογράφος
Η επιστροφή στην Αθήνα δεν συνοδευόταν από κάποιον συγκεκριμένο επαγγελματικό στόχο. Λύση στο αδιέξοδο αυτό ήρθε να δώσει, ως από μηχανής θεός, ο σπουδαίος Δημήτρης Χορν, φίλος της οικογένειάς της, ο οποίος τής πρότεινε να παίξει μαζί του στην παράσταση «Αρχιμάστορας Σόλνες», σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού. Παρότι δεν είχε περάσει ποτέ ως τότε ως ιδέα από το μυαλό της να ασχοληθεί με την υποκριτική, απάντησε θετικά. Δυσκολεύτηκε τις πρώτες μέρες αλλά τελικά τα κατάφερε.
Και κάπως έτσι ξεκίνησε το ταξίδι της στον χώρο του θεάτρου και του κινηματογράφου, μια εμπειρία που οδήγησε τα βήματά της στη δραματική σχολή του Καρόλου Κουν για να παίξει, λίγο αργότερα, στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, στις «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη, συμμετέχοντας στον Χορό, αλλά και στον κινηματογράφο, στο «Ταξίδι στα Κύθηρα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Προσωπικότητα ανήσυχη, και θεωρώντας ότι η υποκριτική τέχνη δεν αποτελεί το μεγαλύτερο ταλέντο της, τήν εγκαταλείπει και ταξιδεύει στο Παρίσι με στόχο να αφοσιωθεί στη χειροτεχνία. Έζησε στην Πόλη του Φωτός για κάποιους μήνες, έκανε μαθήματα και επιστρέφοντας στην Αθήνα άρχισε τα δημιουργεί γλυπτά και κοσμήματα με την υπογραφή της.
Το σπουδαίο έργο στο Μουσείο Μπενάκη
Ήταν στη δύσκολη εκείνη περίοδο μετά την απώλεια του πρώτου της παιδιού που η Δέσποινα Γερουλάνου δέχτηκε την πρόταση να αναλάβει το Πωλητήριο του Μουσείο Μπενάκη. Το εγχείρημα ήταν φιλόδοξο, ενδιαφέρον και αποτελούσε ιδανική ψυχολογική διέξοδο για εκείνη. Έπεσε πάνω του με όλες τις δημιουργικές της δυνάμεις και μεγαλούργησε.
Ήρθε σε επαφή με νέους σχεδιαστές και τεχνίτες και σταδιακά οι προθήκες άρχισαν να γεμίζουν με καλαίσθητα, πρωτότυπα και υψηλής ποιότητα αντικείμενα τα οποία εντυπωσίαζαν τους επισκέπτες. Από το 1994 που ανέλαβε τη διεύθυνση του Πωλητηρίου, αρχικά του κτιρίου στο Κέντρο της Αθήνας κι έπειτα του νέου κτιρίου στην οδό Πειραιώς, τα έσοδα εκτοξεύθηκαν ενώ δημιουργήθηκε παράλληλα μια νέα τάση, αυτή των δώρων τέχνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου