Η εκτίναξη του χρέους της Κεντρικής Κυβέρνησης σε επίπεδα υψηλότερα των 400 δισεκατομμυρίων ευρώ αλλά και η θεαματική... αύξηση -λόγω του τραπεζικού προγράμματος «Ηρακλής»- των κρατικών εγγυήσεων κατά 20 δισεκατομμύρια ευρώ την τριετία 2020-2022 (από 9,8 δισ. στο τέλος του 2019, σε 29,8 δισ. ευρώ στο τέλος του 2022) συνιστούν ένα εκρηκτικό μείγμα για όποια κυβέρνηση κι αν προκύψει από τις επικείμενες εκλογές.
Η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, που επιβάρυνε τον κρατικό κορβανά με υποχρεώσεις μεγαλύτερες από όσες η κυβέρνηση Καραμανλή την περίοδο 2003-2009.
Βεβαίως, ο Χρήστος Σταϊκούρας προβάλλει το γεγονός ότι μάλλον (δεν έχουν ανακοινωθεί ακόμη τα τελικά στοιχεία) μειώθηκε περαιτέρω το χρέος ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Αυτή είναι η μισή αλήθεια ή μάλλον λιγότερη από τη μισή αλήθεια. Την απάντηση για το «γιατί;» τη δίνει ο Economist, που σε άρθρο του ανάλυση για την πορεία της κυβέρνησης Μητσοτάκη στο μέσο της εβδομάδας που πέρασε σημειώνει ότι: «Έχει καταφέρει να μειώσει τον υψηλότατο δείκτη χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ, αν και αυτό οφείλεται κυρίως στις επιπτώσεις του πληθωρισμού, ο οποίος αύξησε τα ονομαστικά έσοδα ταχύτερα από τα ονομαστικά έξοδα».
Ο πληθωρισμός σώζει την κυβέρνηση λοιπόν… Ακόμα και ως προς την πορεία του προϋπολογισμού, το πρώτο τρίμηνο του 2023 αυτό που έκανε τη διαφορά ήταν η εκτίναξη των φορολογικών εσόδων από τον «υπερπληθωρισμένο» ΦΠΑ, όπως και πέρυσι εξάλλου.
Ως προς το δημόσιο χρέος, το επίσημο αποτέλεσμα εμφανίζει για το 2022 υπέρβαση έναντι των κυβερνητικών εκτιμήσεων κατά 8 δισεκατομμύρια ευρώ.
Ομως υπάρχει και κάτι άλλο σημαντικό και ανησυχητικό συνάμα. Οι φορείς της Γενικής Κυβέρνησης (ταμεία, ΟΤΑ, ΔΕΚΟ κ.λπ.) είχαν επενδύσει στο τέλος του 2022 πάνω από 45,3 δισεκατομμύρια ευρώ σε κρατικούς τίτλους. Κι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς για να προκύψει το χρέος της λεγόμενης «Γενικής Κυβέρνησης», οι «επενδύσεις» αυτές αφαιρούνται από το δημόσιο χρέος, το οποίο έτσι διαμορφώνεται στα 355 δισεκατομμύρια ή σε ποσοστό κοντά στο 165%-170% του ΑΕΠ. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση χρησιμοποιεί, και μάλιστα με αδιαφανή τρόπο, τα διαθέσιμα των φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα επιτυγχάνοντας «το τερπνόν μετά του ωφελίμου» (για την ίδια βέβαια…) καθώς και ρευστότητα αντλεί, και το δημόσιο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης μειώνει! Εντέλει, παρουσιάζεται μια τεράστια διαφορά περίπου 45 δισεκατομμυρίων ευρώ μεταξύ του χρέους της Κεντρικής και της Γενικής Κυβέρνησης, κάτι που μάλλον δεν έχει προηγούμενο.
Ενα ερώτημα που προκύπτει επιπλέον από αυτή την εικόνα είναι ότι εντέλει ένα μεγάλο μέρος των κρατικών εκδόσεων την περίοδο 2020-2022 κατέληξε σε κυβερνητικούς φορείς, κάτι που ήταν αυστηρά απαγορευμένο την εποχή των Μνημονίων. Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι τέτοια δεδομένα δεν λαμβάνονται αρνητικά υπόψη από τους αναλυτές των διεθνών οίκων.
Τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές, δεν είχε ακόμη δοθεί στη δημοσιότητα η έκθεση της Standard & Poor’s για την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, που τον Οκτώβριο του περασμένου χρόνου την είχε διατηρήσει σε βαθμίδα ΒΒ+. Πάντως, όλοι σχεδόν οι οίκοι αξιολόγησης που προηγήθηκαν το 2023 (Moody’s, Fitch, DBRS, Scope Ratings) δεν αναβάθμισαν πιστοληπτικά την Ελλάδα.
Ως συμπέρασμα πρέπει να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι η δημοσιονομική διαχείριση της τριετίας 2020-2022 δημιούργησε αθροιστικά έλλειμμα 49,2 δισ. ευρώ. Κι αν σ’ αυτό προστεθούν και οι εγγυήσεις για τον «Ηρακλή», τότε τα περί εκρηκτικού μείγματος που εισαγωγικά υπογραμμίσαμε γίνονται περισσότερο εμφανή, καθώς αθροίζονται περί τα 70 δισεκατομμύρια ευρώ.
Ισως έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία το γεγονός ότι, πέραν του υψηλού δανεισμού και της σημαντικής αύξησης του χρέους, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ενισχύθηκε από έναν πακτωλό ευρωπαϊκών κονδυλίων, καθώς η Ελλάδα σε απόλυτα μεγέθη χρηματοδοτήθηκε με ευρωπαϊκά προγράμματα τη δύσκολη περίοδο 2020-2021 που ήταν τα μεγαλύτερα στην Ευρωζώνη.
Ποιοι ευνοήθηκαν
Στις 31.12.2022, σύμφωνα με τη Eurostat, η Ελλάδα περιλαμβανόταν στις τρεις φτωχότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27. Η Ελλάδα, με μόλις 68 μονάδες αγοραστικής δύναμης, βρίσκεται στις χαμηλότερες θέσεις της λίστας, πάνω μόνο από τη Σλοβακία και τη Βουλγαρία. Σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ε.Ε. (100), η μέση αγοραστική δύναμη των πολιτών της Ελλάδας βρίσκεται στο 68% του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Βεβαίως, σε σχέση με το 2021 ανεβαίνει μία θέση (ήταν προτελευταία πριν από τη Βουλγαρία) και από το 64,6% αυξάνεται στο 68% η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων. Το 2009, όταν ξεκίνησε η κρίση, η Ελλάδα από πλευράς αγοραστικής δύναμης βρισκόταν στο 95,3% του μέσου ευρωπαϊκού όρου (αν και κάποια από τις συστημικές τράπεζες υποστήριξε, σε πρόσφατη ανάλυσή της, ότι το 2022 η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων έφτασε τα επίπεδα του 2009, κάτι που προφανώς είναι λάθος…).
Ποιοι ευνοήθηκαν λοιπόν; Την απάντηση τη δίνει ένα και μόνο στοιχείο που είδε το φως της δημοσιότητας: Τεράστια άνοδο εμφανίζει η κερδοφορία των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο της Αθήνας εταιρειών. Χρηματιστηριακοί αναλυτές εκτιμούν πως τελικά θα καταγραφεί η υψηλότερη κερδοφορία της δεκαπενταετίας, από το 2007, όταν τα κέρδη είχαν διαμορφωθεί στα 11,3 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα γνωστά στοιχεία, μόνο 24 από τις εισηγμένες επιχειρήσεις στο Χρηματιστήριο εμφανίζουν κέρδη 8 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2022, όταν το σύνολο των εταιρειών του Χρηματιστηρίου Αθηνών για το 2021 είχε παρουσιάσει κέρδη 4 δισεκατομμυρίων ευρώ περίπου. Μόνο οι τράπεζες το 2022 παρουσίασαν προ φόρων κέρδη 4,57 δισ. ευρώ, έναντι ζημίας 4,44 δισ. ευρώ το 2021. Το 2008, τελευταία καλή χρονιά από πλευράς ανάπτυξης, και όταν το ελληνικό ΑΕΠ έφτασε στο υψηλότερο σημείο της ιστορίας του, δηλαδή στα 240 δισεκατομμύρια ευρώ, η συνολική κερδοφορία των εισηγμένων επιχειρήσεων ήταν στα 5,7 δισ. ευρώ, ενώ από το 2010 και μετά (με εξαίρεση το 2013) μέχρι το 2014 παρουσίασαν μεγάλες ζημιές. Σε κερδοφορία επανήλθαν το 2015. Ειδικότερα, τα καθαρά κέρδη των εισηγμένων το 2021 ανήλθαν σε 4,08 δισ. ευρώ, το 2020 στα 0,67 δισ. ευρώ, το 2019 στα 0,84 δισ. ευρώ, το 2018 στα 1,59 δισ., το 2017 στα 2,38 δισ. ευρώ, το 2016 στα 1,71 δισ. ευρώ και το 2015 στα 0,86 δισ. ευρώ.
Επίσης, φέτος θα μοιραστούν μερίσματα 2,4 δισεκατομμυρίων ευρώ, δηλαδή υψηλότερα αυτών του 2009!
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να συνυπολογιστεί το γεγονός ότι είναι εκτός Χρηματιστηρίου οι πλέον ευνοημένες από την πολιτική Μητσοτάκη και τη συγκυρία επιχειρήσεις (πάροχοι ενέργειας -πλην ΔΕΗ-, αλυσίδες σούπερ μάρκετ αλλά και η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων που έχουν σχέση με τον τουρισμό, πλην της Aegean και κάποιων ακτοπλοϊκών). Και όλα αυτά τη στιγμή που η αγοραστική δύναμη καταβαραθρώθηκε (το 68% που προαναφέραμε είναι μέσος όρος που προκύπτει και από τους λίγους που κέρδισαν αλλά και από τη συντριπτική πλειονότητα όσων έχασαν).
Επιπλέον, δεν πρέπει να παραλειφθούν από τους σούπερ κερδισμένους της περιόδου οι ασφαλιστικές εταιρείες και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις Υγείας. Η διαχείριση της πανδημίας και η εξαθλίωση του ΕΣΥ, στο οποίο δεν έγιναν καθόλου επενδύσεις, δημιούργησαν τεράστιο κενό. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι αλυσίδες διαγνωστικών κέντρων εμφανίζονται σαν τα μανιτάρια σε όλη την Ελλάδα, προσφέροντας πάσης φύσεως διαγνωστικές εξετάσεις, καθώς το ραντεβού για μια αξονική ή μαγνητική, ακόμη και υπερηχογραφική απεικόνιση απαιτεί στο ΕΣΥ αναμονή 2-3 μηνών και στα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα 1-4 εβδομάδες.
Σημείο χαρακτηριστικό επίσης της ψευδεπίγραφης ευημερίας που κυβερνητικά προβάλλεται είναι και η αύξηση των κόκκινων δανείων, πέρα από τη συντριπτική αύξηση του ιδιωτικού χρέους.
Πριν από την περίοδο 2008-2015, οπότε και δημιουργήθηκε ο βασικός κορμός των κόκκινων δανείων, όσο η ανεργία διαμορφωνόταν πέριξ του 7%-8%, τα κόκκινα δάνεια ήταν επίσης στην περιοχή του 5%-6% (γεγονός που δίνει συντριπτική απάντηση στις αιτιάσεις Στουρνάρα ότι το 25% των υπερχρεωμένων δανειοληπτών είναι «στρατηγικοί κακοπληρωτές»). Όταν η ανεργία άρχισε να καλπάζει την περίοδο 2010-2015, φτάνοντας το 27%-28%, τα δάνεια που κοκκίνισαν έφτασαν το 40% του συνόλου. Αντιθέτως, όταν, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, η ανεργία υποχώρησε στα σημερινά επίπεδα, κοντά στο 12%-13%, τα κόκκινα δάνεια όχι μόνο δεν μειώθηκαν, αλλά αυξήθηκαν...
Στάθης Σχινάς
Η ΑΥΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου