Και τώρα; Τι θα πρέπει να κάνουν οι κεντρικές τράπεζες με τον πληθωρισμό και τα επιτόκια; Τι θα (πρέπει να) κάνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική τράπεζα... (ΕΚΤ) στη συνεδρίαση του Γενικού της Συμβουλίου σήμερα Πέμπτη στη Φρανκφούρτη; Να τηρήσει τις πρόσφατες... υποσχέσεις της Κριστίν Λαγκάρντ και να αυξήσει ξανά τα επιτόκια του ευρώ κατά 50 μονάδες βάσης ή να χαλαρώσει τη νομισματική της πολιτική;
Η προηγηθείσα χρηματοπιστωτική αναταραχή στις ΗΠΑ λόγω της κατάρρευσης της SVB και η «μετάστασή» της στην Ευρώπη με τη μορφή «μίνι κραχ» στις μετοχές του ευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου τέθηκαν -τουλάχιστον προσωρινά- υπό έλεγχο, προϊδεάζοντας ωστόσο για το υψηλό επίπεδο ευπάθειας του τραπεζικού συστήματος σε καθεστώς υψηλών επιτοκίων. Από την άλλη, τα στοιχεία για τον πληθωρισμό δείχνουν υψηλά επίπεδα αντοχών του δομικού πληθωρισμού, που θα μπορούσε να είναι κάλλιστα η βάση για νέο κύμα πληθωριστικών πιέσεων αν οι κεντρικές τράπεζες δεν επιβεβαιώσουν τη διακηρυγμένη αποφασιστικότητά τους να τον «δαμάσουν».
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, τα διλήμματα για τις κεντρικές τράπεζες γενικά και για την ΕΚΤ ειδικά αποκτούν υπαρξιακό αλλά και αδιέξοδο χαρακτήρα - επί το λαϊκότερον, «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα». Αυτή ακριβώς η κρισιμότητα της απόφασης εξηγεί γιατί αυτή τη φορά δεν υπάρχει η άνεση για τις συνηθισμένες δηλώσεις και παρεμβάσεις κεντρικών τραπεζιτών-μελών του Γενικού Συμβουλίου της ΕΚΤ τις παραμονές της συνεδρίασης. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι, αυτή τη φορά, δεν θα επιλέξουν απλώς τον ρυθμό υλοποίησης της νομισματικής πολιτικής, αλλά θα προδιαγράψουν το ίδιο της το περιεχόμενο.
Από τις αρχές του αιώνα και ύστερα από το «κραχ» στις μετοχές υψηλής τεχνολογίας (Nasdag) το 2001, με τον λεγόμενο «χρηματο-οικονομικό κεϊνσιανισμό» η αμερικανική ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα (FED) εισήγαγε την πολιτική των χαμηλών επιτοκίων και της διαρκούς αύξησης της ρευστότητας στην αγορά. Ηταν ο μόνος τρόπος, ρυθμίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη σχέση επιτοκίων, επενδύσεων και ρευστότητας, να εξασφαλίσει ένα επίπεδο ρυθμών ανάπτυξης, παραγωγικότητας και επενδύσεων, αντισταθμίζοντας τη διαρκή πτωτική τους τάση. Στον επόμενο σταθμό, το 2008, αποδείχθηκε ότι αυτή η ρύθμιση είχε σοβαρές παρενέργειες, προκαλώντας διεθνές χρηματοπιστωτικό «κραχ» που εξελίχθηκε σε κρίση εταιρικού και κρατικού χρέους.
Ομοιοπαθητική
Αντί να αλλάξουν πολιτική, οι κεντρικές τράπεζες επέλεξαν την… ομοιοπαθητική μέθοδο, αυξάνοντας τη «δόση» με πολιτική πολύ χαμηλών έως μηδενικών ή και αρνητικών επιτοκίων και με εξαπόλυση τεράστιων ποσοτήτων ρευστότητας στην αγορά (προγράμματα «ποσοτικής χαλάρωσης»). Ωσπου αυτή η υπερπροσφορά φτηνού χρήματος, από μόνη της πληθωριστική αιτία ολκής, συναντήθηκε με μια γεωπολιτική αιτία (τον πόλεμο στην Ουκρανία) που διέλυσε τις βάσεις της «παγκοσμιοποίησης», προσδίδοντας ακόμη μεγαλύτερη ένταση στις πληθωριστικές πιέσεις. Στο σημείο αυτό οι κεντρικές τράπεζες βρέθηκαν υποχρεωμένες να σηκώσουν τη σημαία της αντιπληθωριστικής πολιτικής, με αύξηση των επιτοκίων πρωτοφανή για την ταχύτητά της. Η χρηματοπιστωτική αναταραχή στις ΗΠΑ τις τελευταίες μέρες απέδειξε ότι ο «οργανισμός» της διεθνούς οικονομίας δεν αντέχει μια τόσο βαριά θεραπεία.
Μια άλλη συνέπεια των πολιτικών «ποσοτικής χαλάρωσης» σε περιβάλλον γεωπολιτικής όξυνσης περιπλέκει ακόμη περισσότερο τα πράγματα: το πολύ φτηνό χρήμα για πολύ μεγάλη χρονική διάρκεια «φτήνυνε» και την αξία των νομισμάτων, με αποτέλεσμα την όξυνση του νομισματικού πολέμου.
Η νομισματική πολιτική είναι σε απόλυτο αδιέξοδο: Αν συνεχιστεί η αύξηση των επιτοκίων, τότε ο κίνδυνος νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης και κρίσης χρέους πλησιάζει επικίνδυνα. Αν ανακοπεί προ αυτού του κινδύνου, τότε οι πληθωριστικές προσδοκίες θα αναπτερωθούν και οι πληθωριστικές πιέσεις θα αποκτήσουν νέα ορμή.
Ο απόλυτος εγκλωβισμός: οι κεντρικές τράπεζες βρίσκονται ανάμεσα σε δύο «σενάρια καταστροφής»...
Ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ευρώπη υπάρχουν και σημαντικές διαφορές. Η Ευρωπαϊκή Ενωση:
Δεν είναι κράτος και δεν μπορεί να κάνει μεταφορά πόρων για να αντιμετωπίσει κρίσεις μελών του. Στα δύσκολα, ισχύει το «ο σώζων εαυτόν...».
Δεν έχει ενοποιημένο τραπεζικό τομέα (σύστημα εγγύησης καταθέσεων, σύστημα διαχείρισης κρίσεων του μεσαίας εμβέλειας τραπεζικού τομέα) κ.λπ.
Είναι ενεργειακά και γεωπολιτικά εξαρτημένη, που σημαίνει ότι είναι περισσότερο εκτεθειμένη στον εισαγόμενο πληθωρισμό και το γεωπολιτικό ρίσκο.
Μπροστά σε τέτοια μειονεκτήματα, το ευρώ και η… λιτότητα είναι τα μόνα ουσιαστικά ενοποιητικά στοιχεία του Europroject. Και η εξήγηση για το «παράδοξο» η ΕΚΤ να αποδεικνύεται πιο «επιθετική» από τη FED στην πολιτική αύξησης των επιτοκίων είναι απλή: θεωρεί ότι τόσο το ευρώ όσο και η λιτότητα κινδυνεύουν άμεσα από την παράταση των πληθωριστικών πιέσεων και άρα είναι ο μεγαλύτερος από τους μεγάλους κινδύνους.
Σήμερα θα μάθουμε αν αυτοί οι φόβοι εξακολουθούν να ιεραρχούνται πάνω από τον φόβο χρηματοπιστωτικής κρίσης...
Πάνος Κοσμάς
Η Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου