Η φιγούρα του μεσόκοπου άνδρα να «χορεύει» τρεκλίζοντας ζεϊμπέκικο στα μπουζούκια, είναι εγγεγραμμένη στο συλλογικό ασυνείδητο των σύγχρονων Ελλήνων. Ένα, κατά Γιουνγκ, αρχέτυπο, οργανικό κομμάτι του εθνικού ψυχισμού, ιδίως μετά την εμφάνιση του ΠΑΣΟΚ.
Τη συναντάμε... διαρκώς στη δημόσια σφαίρα, αλλάζει μόνο το πρόσωπο που τη συμβολίζει: από τον Κατσιφάρα και τον Βαγγέλη Γιαννόπουλο στο απόγειο του πασοκισμού, μέχρι τον Δημήτρη Κουτσούμπα και τώρα τον Βασίλη Μπισμπίκη, στην εποχή της μεταπασοκικής μελαγχολίας.
Είναι, επίσης, μια από τις κυρίαρχες μορφές δημόσιας επιτέλεσης της αρρενωπότητας στο εκφυλισμένο μικροαστικό κρατίδιο που λέγεται Ελλάδα. Ο τρόπος με τον οποίο ο μισοτσακισμένος από την αντιηρωική καθημερινότητα, άνδρας, ανακτά στιγμιαία το σφρίγος του «χορεύοντας» τον κατεξοχήν αρρενωπό χορό, υπό τις επευφημίες των (επίσης μεθυσμένων) συνδαιτημόνων του.
Για έναν εξωτερικό παρατηρητή το θέαμα μοιάζει κωμικοτραγικό, αλλά αυτό ουδόλως αποτρέπει τους πρωταγωνιστές του. Εδώ άλλωστε έχουμε να κάνουμε με βίωμα, ένα σχεδόν μυστικιστικό τελετουργικό όπου οι μετέχοντες επιτελούν έναν υπερβάλλοντα ανδρισμό, υπεραναπληρώνοντας την ευνουχιστική ζωή τους.
Θα μπορούσαμε να το περιγράψουμε και με όρους ιδεολογίας, ως τη φαντασιακή σχέση των μεσόκοπων Ελλήνων ανδρών με την πραγματική τους αρρενωπότητα. Από αυτή την άποψη, μοιάζει με την εθνική ιδεολογία.
Όπως ο γραφικός μακεδονομάχος με την περικεφαλαία φαντασιώνεται ότι είναι ο Λεωνίδας που κατέσφαξε τους Πέρσες στις Θερμοπύλες, έτσι και ο (κάθε) Μπισμπίκης, με την κοιλιά έτοιμη να εκραγεί από τα κοψίδια και τις μπύρες, φαντασιώνεται ότι είναι ο λοκατζής από το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας ή ο… Ανδρέας Παπανδρέου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου