Οι προβλέψεις...
Στις 15 Φεβρουαρίου αναμένεται να ανακοινώσει ΕΛΣΤΑΤ τα στοιχεία για την πορεία του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή για τον Ιανουάριο με τις ενδείξεις να παραπέμπουν σε μια μικρή και πάλι αποκλιμάκωση. Ωστόσο όπως φαίνεται... θα απαιτηθεί χρόνος για να επανέλθει ισορροπία στις τιμές και βέβαια είναι άγνωστο το εάν θα υπάρξει και αποκλιμάκωση που είναι και το ζητούμενο. Κάτι που άλλωστε φαίνεται από τους τιμοκαταλόγους στις αλυσίδες λιανικής, που ακόμα έχουν σημαντικές αυξήσεις σε πολλούς κωδικούς. ‘Αλλωστε, αύξηση 16,5% σημείωσε ο γενικός δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία (σύνολο εγχώριας και εξωτερικής αγοράς) τον Δεκέμβριο πέρυσι σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Δεκεμβρίου 2021, έναντι αύξησης 29,4% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση των δεικτών το 2021 με το 2020.
Στο φόντο και της έστω και επιβραδυνόμενης πορείας της ανόδου του κόστους παραγωγής, είναι ενδεικτικό ότι ο δομικός πληθωρισμός, που εξαιρεί τις τιμές των τροφίμων και των καυσίμων επιταχύνθηκε στο 7% από 6,9% με βάση τα στοιχεία της Eurostat για τον Ιανουάριο. Δείγμα ότι η ακρίβεια έχει επηρεάσει όλη την αλυσίδα των προϊόντων
Πάντως η Eurostat κατέγραψε επιβράδυνση στο ρυθμό ανόδου των τιμών για 4ο συνεχή μήνα. Έτσι, είδε άνοδο του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή κατά 7,2% στην Ελλάδα και κατά 8,5% στην Ευρωζώνη τον Ιανουάριο, έναντι 7,6% και 9,2% αντίστοιχα τον Δεκέμβριο. Οι τιμές στην ενέργεια κατέγραψαν αύξηση κατά 17,2%, στα τρόφιμα και στο αλκοόλ κατά 14,1% και σε άλλα αγαθά αυξήθηκαν κατά 6,9%.
Τι βλέπει η ΕΚΤ;
Πάντως η πορεία αναμένεται δύσκολη με βάση την Έρευνα των Επαγγελματιών Προβλέψεων (Survey of Professional Forecasters-SPF) της ΕΚΤ για το πρώτο τρίμηνο του 2023.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την Έρευνα των Επαγγελματιών Προβλέψεων (Survey of Professional Forecasters-SPF) της ΕΚΤ για το πρώτο τρίμηνο του 2023, οι ερωτηθέντες αναθεώρησαν τις προσδοκίες τους για τον πληθωρισμό για το 2023 και το 2024 σε 5,9% και 2,7% αντίστοιχα. Πρόκειται για 0,1 και 0,3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα σε σύγκριση με τον προηγούμενο γύρο έρευνας (5,8% και 2,4% αντίστοιχα). Οι ανοδικές αναθεωρήσεις αντικατοπτρίζουν τις αντίστοιχες αλλαγές στις προσδοκίες για τον πληθωρισμό εξαιρουμένων της ενέργειας, των τροφίμων, του αλκοόλ και του καπνού (ΕνΔΤΚΤ).
Σύμφωνα με τους ερωτηθέντες, αυτές οι αλλαγές αντικατοπτρίζουν κυρίως έναν συνδυασμό πρόσφατων αποτελεσμάτων δεδομένων, συνεχιζόμενες ισχυρότερες και ευρύτερες από τις αναμενόμενες έμμεσες επιπτώσεις της εξέλιξης των τιμών της ενέργειας καθώς και υψηλότερη προβλεπόμενη αύξηση των μισθών. Οι προσδοκίες για το 2025, που δεν είχαν ερευνηθεί στον προηγούμενο γύρο, ανέρχονται στο 2,1%. Υπενθυμίζουμε ότι ο στόχος της ΕΚΤ είναι το 2%. Οι μακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό (για το 2027) αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω κατά 0,1 ποσοστιαίες μονάδες στο 2,1% κατά μέσο όρο.
Οι προσδοκίες για την ανάπτυξη του ΑΕΠ παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητες με θετική «μεταφορά» από ισχυρότερη από την αναμενόμενη οικονομική δραστηριότητα το δεύτερο εξάμηνο του 2022 που επηρέασε το 2023, αλλά αντισταθμίστηκε από ελαφρώς ασθενέστερες προσδοκίες για το 2024 από ό,τι είχε αναφερθεί προηγουμένως. Οι μακροπρόθεσμες προσδοκίες για την αύξηση του ΑΕΠ παρέμειναν, λοιπόν, αμετάβλητες στο 1,4%. Οι προσδοκίες για το ποσοστό ανεργίας αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω για όλους τους ορίζοντες κατά 0,1 έως 0,2 ποσοστιαίες μονάδες. Έπειτα από μια αναμενόμενη αύξηση στο 7,0% το 2023 (σ.σ. το ποσοστό ανεργίας ήταν 6,5% τον Νοέμβριο του 2022), το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να μειωθεί σταδιακά στο 6,4% έως το 2027.
Ήδη, βέβαια, στις δηλώσεις της, με αφορμή την άνοδο των επιτοκίων η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ είχε σημειώσει ότι "ο κίνδυνοι για τις προοπτικές του πληθωρισμού έχουν επίσης γίνει πιο ισορροπημένοι, ιδίως βραχυπρόθεσμα. Από την άλλη πλευρά, οι υφιστάμενες πιέσεις θα μπορούσαν ακόμη να στείλουν τις τιμές λιανικής υψηλότερες βραχυπρόθεσμα. Επιπλέον, μια ισχυρότερη από την αναμενόμενη οικονομική ανάκαμψη στην Κίνα θα μπορούσε να δώσει νέα ώθηση στις τιμές των βασικών εμπορευμάτων και στην εξωτερική ζήτηση.”
Οι προβλέψεις και οι δύο “σχολές”
Στο μεταξύ, χθες, μιλώντας ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά κ.Θεόδωρος Πελαγίδης στο Πρώτο Πρόγραμμα και στην εκπομπή «Καθαροί Λογαριασμοί». σχετικά με την πορεία του πληθωρισμου και των επιτοκίων, ο κ. Πελαγίδης επισήμανε ότι οι κεντρικές τράπεζες κλίνουν προς την αυστηρή ρητορική, εκείνη των λεγόμενων «γερακιών» όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, με στόχο να πείσουν ότι είναι αποφασισμένες να αποτρέψουν την απώλεια ελέγχου του πληθωρισμού. Κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό για την οικονομία, τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους, είπε ο κ. Πελαγίδης και επισήμανε ότι υπάρχουν σήμερα δύο σχολές σκέψης.
Όπως εξήγησε ο κ. Πελαγίδης, η πρώτη σχολή είναι εκείνη του Γάλλου καθηγητή Ολιβιέ Μπλανσάρ, πρώην επικεφαλής οικονομολόγου του ΔΝΤ, ο οποίος εκτιμά ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει απότομα και θα επανέλθουμε στις συνθήκες αποπληθωρισμού της προηγούμενης δεκαετίας, με υποτονικούς ρυθμούς ανάπτυξης, χαμηλά επιτόκια και χαμηλό πληθωρισμό.
Τη δεύτερη σχολή εκφράζει ο Αμερικανός οικονομολόγος Λάρι Σάμερς, πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, ο οποίος πιστεύει ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει μεν, αλλά θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, λόγω δομικών αλλαγών, όπως η πράσινη μετάβαση, η αποπαγκοσμιοποίηση και οι δημογραφικές εξελίξεις που αυξάνουν το κόστος στην οικονομία.
news247.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου