Η καραμέλα των δήθεν Ποινικών Κωδίκων ΣΥΡΙΖΑ που συνεχώς πιπιλίζει η κυβέρνηση οχυρωμένη πίσω από τις τοποθετήσεις του πρώην υπουργού Δικαιοσύνης Στ. Κοντονή περί συναλλαγών... έλιωσε στα χέρια της Δικαιοσύνης. Όμως ακόμα και χθες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που πρώτο μέλημά του είχε τη νομοθέτηση της ασυλίας των τραπεζιτών, δε δίστασε μιλώντας στη Βουλή, να επαναλάβει με στόμφο την ίδια... μυθοπλασία, αδιαφορώντας για το ότι προσβάλλει βάναυσα τους έγκριτους νομικούς και καθηγητές που συνέταξαν τους Ποινικούς Κώδικες.
«Η ακραία πράξη διαπλοκής και εξυπηρέτησης συμφερόντων, μία εβδομάδα μετά τη διάλυση της Βουλής ήταν η ψήφιση των Κωδίκων από την κυβέρνησή σας κι αυτό δεν το λέμε εμείς, το λέει ο πρώην δικός σας υπουργός κ. Κοντονής», βροντοφώναξε ο πρωθυπουργός.
Τι ξεχνά
Ανενημέρωτος λοιπόν και για τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης, όπως ανενημέρωτος προσπαθεί να πείσει ότι ήταν και για τις πρακτικές της ΕΥΠ και των κορυφαίων συνεργατών του. Δεν γνωρίζει ότι η Δικαιοσύνη, τον Απρίλιο του 2022, με απόφασή της αρχειοθέτησε άπαξ δια παντός την υπόθεση με τις έωλες ανώνυμες αλλά και επώνυμες καταγγελίες περί ψήφισης των Κωδίκων, που δήθεν περιείχαν διατάξεις εξυπηρέτησης επιχειρηματικών συμφερόντων.
Όλα ξεκίνησαν όταν στις 13.1.2020, ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής εμφανίστηκε στον τηλεοπτικό σταθμό OPEN, σε μία από τις πρώτες δημόσιες τοποθετήσεις του, με τις οποίες άρχισε να αποδίδει διατάξεις του Ποινικού Κώδικα σε εξυπηρέτηση συμφερόντων. Την επόμενη κιόλας μέρα, τυχαία ευαισθητοποιήθηκε ένας πολίτης και έστειλε ανώνυμη επιστολή στην εισαγγελέα Εφετών Αθηνών Βιργινία Σακελλαροπούλου, μεταφέροντας τους ισχυρισμούς Κοντονή και καταλήγοντας: «Πρόκειται για πρωτοφανή ομολογία συναλλαγής με επιχειρηματίες από έναν Υπουργό Δικαιοσύνης ο οποίος δεσμεύτηκε στη συνέντευξή του ότι θα μιλήσει εκεί που πρέπει. […] Παρακαλώ να ερευνήσετε την καταγγελία του κ. Κοντονή».
Η Εισαγγελία Πρωτοδικών, εφαρμόζοντας τον νόμο για τις ανώνυμες αναφορές, έθεσε την υπόθεση απευθείας στο αρχείο, κρίνοντας ότι «από την αντικειμενική εκτίμηση και αξιολόγηση του συνολικού περιεχομένου της κρινόμενης ανώνυμης επιστολής δεν προκύπτει, ούτε συνάγεται, κάποια αξιόποινη συμπεριφορά δικαιολογούσα τη διερεύνησή της».
Παρ’ όλα αυτά, έναν ολόκληρο χρόνο μετά, στις 16 Μαρτίου 2021, η διευθύνουσα την Εισαγγελία παρήγγειλε στην εισαγγελέα Πρωτοδικών να κρίνει αν είχαν προκύψει νεότερα στοιχεία που θα δικαιολογούσαν την ανάσυρση της υπόθεσης από το αρχείο, θέτοντας υπόψη της δημοσίευμα με νέες δηλώσεις Κοντονή περί σκοπιμότητας και δόλιας αλλαγής της διάταξης του Π.Κ. για το έγκλημα της δωροδοκίας.
Έωλες καταγγελίες
Και πάλι τότε το δημοσίευμα αρχειοθετήθηκε, με την εισαγγελέα να τονίζει ότι δεν ανήκει στην αρμοδιότητά της, λόγω της αρχής διάκρισης των εξουσιών να ερευνήσει αν βουλευτές ενήργησαν με σκοπιμότητα ή δολίως σε σχέση με μια νομοθετική αλλαγή. Παρ’ όλα αυτά, ο εισαγγελέας Εφετών επανήλθε, θεωρώντας ότι το δημοσίευμα συνιστούσε νέο στοιχείο και ζήτησε να καταθέσει ο Στ. Κοντονής. Ήταν η πρώτη φορά που προκαταρκτική εξέταση αφιερωνόταν στον τρόπο και στους λόγους θέσπισης ενός νομοθετήματος.
Ωστόσο, η έρευνα έγινε και αποδόμησε τις έωλες καταγγελίες. Κρίθηκε ότι ο Στ. Κοντονής εξιστόρησε «ποινικά ομιχλώδη περιστατικά» και ότι «αντί να αποσαφηνίσει τις δηλώσεις του στα διάφορα τηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης και να παραθέσει, όπως δήλωνε ο ίδιος, συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία, που διέθετε, για τις «δόλιες και σκόπιμες ενέργειες» και «συναλλαγές» συγκεκριμένων μελών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και τρίτων, προσπάθησε να εξαιρέσει τον εαυτό του από τις νομοθετικές μεταβολές διατάξεων των Κωδίκων».
Αναδεικνύεται μάλιστα στη σχετική εισαγγελική διάταξη ότι τα δύο αυτά νομοθετικά κείμενα συντάχθηκαν επί υπουργίας του ιδίου και του παραδόθηκαν το καλοκαίρι του 2017. Ειδικότερα, η ποινή για το αδίκημα της δωροδοκίας, που αφορά μόνο τον πολίτη που δίνει δώρο σε απλό υπάλληλο και όχι όταν το δίνει σε πολιτικό ή δικαστή (οπότε οι ποινές είναι υψηλότερες), είχε το περιεχόμενο που ο ίδιος αργότερα και μετά την αντικατάστασή του κατήγγειλε ότι προέκυψε από «σκοπιμότητα» και «δόλο».
Χαρακτηριστικά, η εισαγγελική διάταξη τονίζει ότι ο Στ. Κοντονής δήλωνε στη Βουλή υπερήφανος για το ότι επί των ημερών του ΣΥΡΙΖΑ ολοκληρώνεται αυτή η μεταρρύθμιση. Έτσι, όχι μόνο «ουδέν συγκεκριμένο, σοβαρό και αξιόπιστο στοιχείο εισέφερε με τις καταθέσεις του στην ερευνώμενη υπόθεση, που δημιουργήθηκε μετά τις αλλεπάλληλες δηλώσεις του, ιδίως μετά την ψήφιση των Κωδίκων και τη διαγραφή του από τον ΣΥΡΙΖΑ», αλλά και «οι δηλώσεις του ήταν εντελώς αντίθετες από τις απόψεις και τη γνώμη που διατύπωσε ενώπιον της Ολομέλειας της Βουλής, όπου ο πρώην Υπουργός ουδόλως διαφοροποιήθηκε επί των σχετικών διατάξεων με τις οποίες ισχυρίζεται ότι διαφωνούσε».
Οι καταθέσεις
Στην προκαταρκτική εξέταση κλήθηκε και ο Χριστόφορος Αργυρόπουλος (πρόεδρος της Ειδικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής για τον Ποινικό Κώδικα), που κατέθεσε ότι σε όλη τη διάρκεια των εργασιών της επιτροπής δεν υπήρξε οποιαδήποτε έξωθεν παρέμβαση στο έργο της. Κλήθηκε επίσης ο δημοσιογράφος Γιάννης Πρετεντέρης, αφού ο Στ. Κοντονής επικαλέστηκε και δικό του δημοσίευμα στα «Νέα», με αναφορές σε συναλλαγές κυβερνητικών στελεχών και επιχειρηματιών. Εν τέλει κι αυτός κατέθεσε ότι δε γνωρίζει συγκεκριμένα περιστατικά συναλλαγής και ότι το κείμενό του στηρίχτηκε (!) στις δημόσιες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης.
Κατόπιν όλων αυτών, η εισαγγελέας που χειρίστηκε την υπόθεση, έκρινε ότι η μεταβολή του Ποινικού Κώδικα δεν έγινε για την εκπλήρωση κάποιου ύποπτου σκοπού, αλλά αντίθετα ότι από την προκαταρκτική εξέταση δεν προέκυψαν «σοβαρά και συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά σχετικά με οικονομικές ή άλλες συναλλαγές πολιτικών προσώπων [μελών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ή Βουλευτών] με επιχειρηματίες».
Αξιολογώντας δε τη θέση του καταγγέλλοντος Στ. Κοντονή, ως τότε βουλευτή, εντοπίζει την ουσία του προβλήματος. Οι βουλευτές έχουν υποχρέωση να εκθέτουν απεριόριστα τις απόψεις τους και τη γνώμη τους επί των υπό ψήφιση σχεδίων νόμων, υπακούοντας στο Σύνταγμα και στους νόμους, με γνώμονα και οδηγό τη συνείδησή τους.
Όμως «η διαφοροποίησή του από αυτές, δηλαδή, άλλα να υποστηρίζει κατά συνείδηση στην Ολομέλεια της Βουλής και άλλα να εκθέτει εν συνεχεία στις εκπομπές των μέσων ενημέρωσης, δεν έχει έρεισμα στην κοινή λογική». Τόσο απλά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου