Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου συνεδρίασε την περασμένη Πέμπτη προκειμένου να αποφασίσει αν η απόφαση Α.Π. 822/2022 που εκδόθηκε από το Α2 τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου είναι ορθή ως προς την ερμηνεία των διατάξεων σε σχέση με τη δυνατότητα των servicers να διενεργούν πλειστηριασμούς, αν, δηλαδή, θα πρέπει να επιτραπεί τελικά στις εταιρείες διαχείρισης να... προχωρούν σε πλειστηριασμούς για δάνεια που δεν κατέχουν οι ίδιες, αλλά τα funds που τα έχουν πάρει μέσω τιτλοποιήσεων.
Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου θα αποφανθεί για το «κενό» μεταξύ των δύο νόμων (του Ν. 3156/2003 και του Ν. 4354/2015), το οποίο ανέδειξε η ανωτέρω απόφαση τον περασμένο Οκτώβριο, μπλοκάροντας τους πλειστηριασμούς από τις εταιρείες διαχείρισης. Με την απόφασή του αυτή ο Άρειος Πάγος απέρριψε την πρόσθετη παρέμβαση που ασκήθηκε από εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις ως απαράδεκτη ελλείψει νομιμοποίησης.
Το σκεπτικό της απόφασης στηρίχθηκε στο ότι η παρεμβαίνουσα εταιρεία διαχείρισης δεν μπορεί να επιδιώξει την εκπλήρωση της ένδικης απαίτησης στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρείας που κατέστη δικαιούχος της απαίτησης με εκχώρηση (επενδυτής-fund), αφού ο Ν. 3156/2003 για τις τιτλοποιήσεις δεν απονέμει στην εταιρεία διαχείρισης την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου, όπως συμβαίνει ρητά στον νόμο για τα κόκκινα δάνεια.
Οι τράπεζες προτίμησαν τον νόμο του 2003, που προέβλεπε «απλούστερες» διαδικασίες, καθώς ο νόμος του 2015 έθετε μια βασική προϋπόθεση, που θα δημιουργούσε σοβαρές δυσκολίες στις τιτλοποιήσεις, αφού υποχρέωνε τις τράπεζες να υποβάλλουν προτάσεις ρύθμισης στους δανειολήπτες, πριν προχωρήσουν σε τιτλοποίηση.
Οι χρηματοδοτικοί φορείς, οι τράπεζες και οι εταιρείες διαχείρισης, είχαν ζητήσει από την κυβέρνηση να επιλύσει το θέμα με νέα νομοθετική ρύθμιση, ο υπουργός Οικονομικών Χ. Σταϊκούρας, υπό το βάρος των αντιδράσεων και του πολιτικού κόστους, αρνήθηκε να το πράξει, αλλά αρνήθηκε να πράξει και το αντίθετο, δηλαδή να προστατέψει τη λαϊκή κατοικία των νοικοκυριών με νομοθετική ρύθμιση. Στη δημόσια συζήτηση παρενέβη (υπερβαίνοντας τον θεσμικό της ρόλο) και η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) από τον Νοέμβριο του 2022, όταν στην Ετήσια Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (σελίδα 91) προεξοφλούσε την «άρση των περιορισμών» μέσω της αναμενόμενης δικαστικής απόφασης.
Στον αντίποδα, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών (ΔΣΑ) και άλλοι φορείς άσκησαν παρέμβαση υπέρ των δανειοληπτών, καυτηριάζοντας, μάλιστα, την εξωθεσμική παρέμβαση του Γ. Στουρνάρα, που στη συγκεκριμένη περίπτωση πίεσε την εκτελεστική εξουσία να νομοθετήσει κατά της προστασίας της λαϊκής κατοικίας και τη δικαστική εξουσία να αποφανθεί, κατά τρόπο που να μην διαταραχθεί ο σχεδιασμός της κυβέρνησης, για το θέμα των κόκκινων δανείων.
Παρά το γεγονός ότι έχουν εκδοθεί αρκετές αποφάσεις δικαστηρίων που κινούνται προς την άρση των περιορισμών για τα funds, έχουμε και αρκετές αποφάσεις Πρωτοδικείων (Μονομελή Πρωτοδικεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Πύργου κ.λπ.) που έχουν κινηθεί στη θετική κατεύθυνση. Το νομικό ζήτημα είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και οι πιέσεις είναι αφόρητες. Έτσι εξηγείται και η εισήγηση του αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος με ένα έωλο σκεπτικό εισηγήθηκε υπέρ των funds, εφαρμόζοντας έμμεσα το «δίκαιο της ανάγκης».
Σε μια σειρά από δικαστικές αποφάσεις, που έχουν επίπτωση στα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας, τα ελληνικά ανώτατα δικαστήρια έχουν προτάξει το λεγόμενο «δίκαιο της ανάγκης», ανατρέχοντας σε σημαντικούς περιορισμούς των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των πολιτών (βλ. περικοπές στις συντάξεις, περιορισμοί στην πανδημία κ.λπ.).
Ο ίδιος κίνδυνος, η δικαστική απόφαση του Αρείου Πάγου να διολισθήσει σε μια αντίστοιχη αντίληψη, είναι εμφανής και εδώ, υπό την έννοια ότι το ζήτημα των κόκκινων δανείων εμφανίζεται να είναι συνυφασμένο με το δημόσιο χρέος και την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας. Το εν λόγω επιχείρημα, που είναι βέβαιο ότι θα ληφθεί υπόψη από τον Άρειο Πάγο, περιέχει αρκετούς εκβιασμούς.
Μέχρι σήμερα οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν εντάξει στον Ηρακλή τιτλοποιήσεις κόκκινων δανείων ύψους 47,9 δισ. ευρώ και έχουν λάβει την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου για 18,7 δισ. ευρώ.
Η κρατική εγγύηση σημαίνει ότι, εάν οι εισπράξεις που θα επιτευχθούν από αυτά τα δάνεια, μέσα από τις ρυθμίσεις και τις ρευστοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων, δηλαδή τους πλειστηριασμούς, δεν είναι επαρκείς για την πληρωμή των επενδυτών, οι οποίοι έχουν επενδύσει στα ομόλογα που εκδόθηκαν στο πλαίσιο των τιτλοποιήσεων, το Δημόσιο θα υποχρεωθεί να καλύψει τη ζημία αυτή μέσω των εγγυήσεων που έχει αναλάβει στο πλαίσιο του Ηρακλή.
Σύμφωνα με την άποψη που διατυπώνεται από την πλευρά των εταιρειών διαχείρισης, η απόφαση αυτή ενδέχεται να τινάξει στον αέρα και τη δευτερογενή αγορά των κόκκινων δανείων, δηλαδή τις πωλήσεις δανείων από funds σε άλλα funds, προκειμένου να ενισχυθούν εμπροσθοβαρώς τα έσοδα των τιτλοποιήσεων. Ο κίνδυνος αυτός έχει επισημανθεί, άλλωστε, ήδη από τη Eurostat που παραμονεύει.
Αυτό, όμως, που στην ουσία αναζητεί η κυβέρνηση, και γι’ αυτό ελπίζουμε να μην εργαλειοποιηθεί ξανά η Δικαιοσύνη, είναι ο «φερετζές», το πρόσχημα, ώστε να προχωρήσει στην επί τα χείρω νομοθέτηση, γεγονός που διαφαίνεται απίθανο να αποφύγει, άσχετα με την έκβασης της απόφασης του Αρείου Πάγου.
Η λύση για να προστατευτεί η λαϊκή κατοικία είναι πολύ συγκεκριμένη: ρύθμιση οφειλών, υποχρεωτικός εξωδικαστικός συμβιβασμός για δανειολήπτες και funds με δικαίωμα δικαστικής προστασίας των τελευταίων, αλλά και απόλυτη προστασία της πρώτης κατοικίας, δεδομένης και της εξαιρετικά δύσκολης συγκυρίας που συνεχίζουν να βιώνουν οι πολίτες...
* Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι δικηγόρος και εργατολόγος
ΑΥΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.