23.1.23

Ω, ρε φίλε, βδομάδα!...


Ω, ρε φίλε, βδομάδα! Οσο τέως ήταν εδώ και πενήντα χρόνια ως τέως βασιλιάς, άλλο τόσο τέως δεν θα γίνει ποτές, ως τέως ζωντανός! Το βλέπω να χορεύουν βασιλικό συρτάκι τα κανάλια ώς τις εκλογές. 

Μωρέ, όπως σε βλέπω και με βλέπεις το βλέπω! Βέβαια, ούτε σε βλέπω ούτε με βλέπεις. Καλό θα... ήταν όμως να ιδωθούμε κάποια στιγμή, γιατί όλοι όσοι διαβάζουν την παρούσα στήλη, με περνάν τουλάχιστον για προπεθαμένη: 

«Καλέ, τόσο μικρή είσαι;» ακούω κάθε φορά (κάθε όμως!) που τυχαίνει να γνωρίσω κάποιον αναγνώστη. Ή πολλή σοφία αναβλύζουν ή σαν πολύ γεροντοκορίστικα τα γράφω τα ρημάδια... Οπως και να ’χει πάντως, όσο κι αν είμαι ή νομίζετε πως είμαι, σαν πεθάνω, μετά τα όσα είδα, ένα θέλω: να ταφώ ως ιδιώτης!

Υπέροχη αυτή η λεξούλα: ιδιώτης! Εχει δύο γιώτα κι ένα ωμέγα, κι άλλο ένα από το γιώτα, που τα ’χει όμως δύο, άρα τρία τα ωμέγα! Κυριλάτη λέξη. Βασιλική. Αρχαιοελληνοκαταγόμενη. Ευγενικά σημαίνει αδαής. Λαϊκά ηλίθιος, λαϊκιστί πανίβλακας. Ντιπ στουρνάρι. Ξύλο απελέκητο, ντουβάρι, νταμαρόπετρα... 

Είχε, βέβαια, και μεταφορική σημασία. Χάλια μαύρα κι αυτή: ο μη έχων επαγγελματική γνώση, ο μη φέρων ικανότητες, αυτός που δεν ασκεί κανένα δημόσιο αξίωμα, που δεν νοιάζεται για τα κοινά, που δεν προσφέρει στην κοινωνία, ο που δεν κάνει απολύτως τίποτα - αυτό σήμαινε! Μην κοιτάς που πλέον το φέρουμε περί πολλού και όσο πιο ιδιωτεύων ιδιώτης είσαι, τόσο πιο μουρατογκλαμουράτος θεωρείσαι. Κατ’ ουσίαν, να σε κλαιν οι ρέγκες οι παστές - αυτό είσαι.

Θα μου πεις, οι λέξεις αλλάζουν τα νοήματα και οι εποχές τις λέξεις, άρα και τα νοήματα. Και όλο αυτό το συμπούρδουλο αλλάζει και τη ματιά μας. Οχι μεταφορικά - κυριολεκτικά, κυριολεκτικότατα. Αλλάζει εντελώς όχι μόνο το πώς κοιτάμε αλλά και το τι βλέπουμε.

Γύρω στα 1605 ήταν. Σούρουπο θε να ’τανε θαρρώ, τέτοιες μέρες: 16 του Γενάρη, ημέρα Κυριακή. Δεν το περίμενε πως θα ’ταν Κυριακή, ωστόσο τότε εκδόθηκε το έργο του και πολύ το χάρηκε ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες. Δεν ήταν κι εύκολο να το εκδώσει βλέπεις. 

Πάνω από 450 ρεάλια είχε δανειστεί απ’ τον τυπογράφο του και παρότι έως το καλοκαίρι άλλες δυο φορές εκδόθηκε, ο Θερβάντες λεφτά δεν έβγαλε. Μπελάδες οικογενειακούς είχε, προβλήματα οικονομικά, είχε κι ένα χέρι γερό μονάχα (τ’ αριστερό στης Ναυπάκτου τη Ναυμαχία το ’χασε ο καψερός). Ασε που συνέχεια μπαινόβγαινε στις φυλακές, κρίμα κι αδίκως, καθώς τον είχε βάλει στο μάτι ο τότε βασιλιάς (έως σήμερα έχει βασιλεία η Ισπανία. Τη Σοφία οι Ελληνες την προίκισαν μάλιστα για να βασιλέψει εκεί σαπέρα - πώς να τη στέλναμε; Δίχως δεύτερο βρακί;).

Ο «Δον Κιχώτης» του πάντως εκδόθηκε, δέκα χρόνια μετά βγήκε και η συνέχειά του, ένα χρόνο μετά ο Θερβάντες πέθανε, μ’ έξι δόντια όλα κι όλα («κι αυτά άσχημα κατανεμημένα»). Το μυθιστόρημα επέζησε πάντως (το ’χουν αυτό τα καλά βιβλία: ξεπερνάνε τον καιρό, δίχως ποτέ να ξεπερνιούνται). Εκεί, λοιπόν, σ’ ένα επεισόδιο του έργου, γυρνάει ο Δον και λέει στον Σάντσο: «Τους βλέπεις ωρέ εκείνους τους γίγαντες; Ολους θα τους ξεκάνω! Τον καρύτζαφλο θα τους φάω. Το κλεμμένο τους χρυσάφι θα γίνει δικό μας κι εμείς πλούσιοι! 

Μα τον Αϊ Σιχτίρ, είναι ένας δίκαιος πόλεμος. Θαυμάσια χρήσιμο να εξαφανίσει κανείς μια τέτοια κακιά φυλή από προσώπου γης». Ψάχνει τριγύρω ο Σάντσο, δεν βλέπει πράμα. Κάτι ανεμόμυλους είδε μονάχα, την πενταήμερη στη Μύκονο θυμήθηκε και βούρκωσε. «Μην κλαις και μη λυπάσαι που βραδιάζει. Εμείς που ζήσαμε φτωχοί, του κόσμου η βροχή δεν μας πειράζει» του λέει ο Δον. Τα χάνει για τα καλά ο Σάντσο. 

«Πάει, τ’ αφεντικό αποτρελάθηκε» σκέφτηκε. «Κύριέ μου, ανεμόμυλοι είν’ τούτοι, όχι γίγαντες. Αλεύρι βγάζουν, όχι χρυσάφι» του λέει. «Πώς φαίνεται ότι δεν ξέρεις από περιπέτειες» απάντησε ο Δον και τον ρούμπωσε.

Ετσι είναι και με τους ιδιώτες: άλλοι τους βλέπουμε ως γίγαντες με χρυσάφι (πάντα κλεμμένο) κι άλλοι απλούς αλευρόμυλους.

Το θέμα είναι αν ξέρεις από περιπέτειες...

Νόρα Ράλλη

efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: