Ο Σταύρος Λυγερός δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις ως δημοσιογράφος και συγγραφέας, αφού από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80 εργάζεται ανελλιπώς στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. Γνώρισε τη δόξα των εφημερίδων (για 23 χρόνια ήταν στο βασικό επιτελείο της εφημερίδας «Η Καθημερινή») και με τις... αναλύσεις του έχει καλύψει ενδελεχώς όλα τα μεγάλα εγχώρια και διεθνή γεγονότα.
Ήταν μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής στην εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973, ενώ σήμερα είναι πολιτικός και διπλωματικός σχολιαστής στον τηλεοπτικό σταθμό OPEN καθώς και διευθυντής του ιστότοπου «SLpress.gr».
Τον συναντώ στο σπίτι του, στην περιοχή του Παπάγου. Υπάρχουν βιβλιοθήκες με πολυάριθμους τόμους και συγγράμματα ακόμη και στην είσοδο του διαμερίσματός του. Συνολικά έχει γράψει 16 βιβλία, ενώ αφορμή για τη συνάντησή μας αποτέλεσε η έκδοση της μελέτης που συνυπογράφει με τον δρα Σωτήρη Δημόπουλο και φέρει τον τίτλο: «Γιατί ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλάζει τον κόσμο. Οι περίπλοκες σχέσεις Ουκρανών-Ρώσων στην Ιστορία».
Σ’ όλη τη διάρκεια της κουβέντας μας υποστηρίζει με σθένος και μαχητικότητα τα πιστεύω του, παρά το γεγονός ότι πολλές φορές οι απόψεις του έχουν προκαλέσει αντιπάθειες. Διαθέτει τεράστια εμπειρία στο διεθνές ρεπορτάζ και στο τελευταίο του βιβλίο εξηγεί αναλυτικά γιατί ο πόλεμος στην Ουκρανία θα αλλάξει τον κόσμο, γεωπολιτικά και γεωοικονομικά.
Στην αποκαλυπτική συνέντευξη που ακολουθεί προχωρά σε έναν απολογισμό ζωής, περιγράφει γεγονότα, στιγμές και συναντήσεις που χαράχτηκαν ανεξίτηλες στη μνήμη του, μιλά για τη χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας και σχολιάζει με τον δικό του διεισδυτικό τρόπο πρόσωπα και καταστάσεις της επικαιρότητας.
— Τι τίτλο θα δίνατε στην εποχή μας;
Ζούμε σε μια εποχή παρακμής. Υπάρχουν στιγμές που σκέφτομαι αν τελικά έχω γεράσει και εκφράζομαι σαν τους ηλικιωμένους που αναπολούν τα παλιά, τα χρόνια που όλα τούς φαίνονταν καλύτερα. Όσο και να το ψάχνω, όμως, καταλήγω με τα νοητικά εργαλεία μου ότι ζούμε μέρες παρακμής στον δημόσιο βίο. Με δύο λόγια, ο τίτλος που θα έβαζα θα ήταν: «Από το κακό στο χειρότερο».
— Πιστεύετε ότι είναι σύμπτωμα μόνο αυτής της περιόδου;
Πάντα στον δημόσιο βίο υπήρχε ιδιοτέλεια, αναξιοπρέπεια και μικρότητα. Υπήρχαν, όμως, κάποια όρια, τα οποία σήμερα έχουν παραβιαστεί. Για παράδειγμα, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο στο παρελθόν να είχαμε την τεκμηριωμένη αποκάλυψη για υποκλοπές συνομιλιών του υπουργού Κωστή Χατζηδάκη και η μοναδική αντίδρασή του να είναι: «Εγώ δεν το πιστεύω». Μου θυμίζει τον απατημένο σύζυγο όταν βρίσκει τη γυναίκα του με εραστή στο κρεβάτι και λέει: «Δεν πιστεύω ότι μπορεί να με απάτησε…».
— Πάντως και παλαιότερα είχαμε υποθέσεις παρακολουθήσεων
Αναμφίβολα. Η διαφορά αφορά στην έκταση του φαινομένου. Ο πειρασμός κάθε εξουσίας να παρακολουθεί αντιπάλους και φίλους είναι μεγάλος, αλλά στην τωρινή περίπτωση όλα δείχνουν ότι οι υποκλοπές είχαν βιομηχανοποιηθεί.
— Οι υποκλοπές θα επηρεάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα;
Σίγουρα, αλλά δεν μπορώ να υπολογίσω πόσο. Ο πολίτης που αγωνίζεται να τα βγάλει πέρα οικονομικά είναι λογικό όταν ερωτάται να θεωρεί πρώτο πρόβλημα την ακρίβεια και όχι τις υποκλοπές. Αυτό δεν σημαίνει ότι ενδιαφέρεται μόνο για την ακρίβεια και όχι για τα προβλήματα όπως οι υποκλοπές, τα εθνικά κ.λπ. Αυτή την ανάγνωση τη θεωρώ επιπόλαιη. Προφανώς, όμως, δεν έχουν όλοι οι πολίτες την ίδια θεσμική ευαισθησία, δεν ενοχλούνται στον ίδιο βαθμό από τις υποκλοπές.
Ωστόσο, πιστεύω ότι το εν λόγω σκάνδαλο θα κοστίσει πολιτικά-εκλογικά στον Μητσοτάκη. Το πόσο, θα μας το δείξουν οι κάλπες. Θα εξαρτηθεί και από το κλίμα που θα δημιουργηθεί όταν θα βγαίνουν κατά ριπάς οι συνομιλίες. Μετά λόγου γνώσεως λέω ότι οι υποκλαπείσες συνομιλίες έχουν περιέλθει στα χέρια αντιπάλων της κυβέρνησης και το επόμενο διάστημα θα δουν το φως της δημοσιότητας.
— Πώς αξιολογείτε τα πολιτικά κόμματα;
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του Μητσοτάκη είναι ότι έχει απέναντί του τον ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν ένα μικρό κόμμα διαμαρτυρίας, γεμάτο ιδεοληψίες, που η κρίση και τα μνημόνια το εκτόξευσαν πολιτικά και εκλογικά στην κορυφή.
Για να είμαστε δίκαιοι, όμως, παρά το γεγονός ότι έπληξε τη μεσαία τάξη για να ενισχύσει φτωχότερα στρώματα, δημοσιονομικά άφησε ένα μαξιλάρι δεκάδων δισ., χωρίς το οποίο η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν θα μπορούσε να πορευτεί όπως πορεύτηκε. Πολιτικά, όμως, δεν έχει καταφέρει να πείσει την πλειονότητα ότι αποτελεί αξιόπιστη εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της διακυβέρνησης. Είναι ακριβώς αυτό που εξ αντιδιαστολής κρατάει ακόμα όρθιο τον Μητσοτάκη.
— Αυτό οφείλεται στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ ή στον τρόπο με τον οποίο τον αντιμετωπίζουν τα κέντρα ισχύος;
Και στα δύο. Σε ό,τι αφορά στο πώς τον αντιμετωπίζουν οι ανώτερες τάξεις, με τον ΣΥΡΙΖΑ συνέβη ό,τι είχε συμβεί με το ΠΑΣΟΚ το 1981. Τότε το θεωρούσαν ένα είδος πολιτικής ανορθογραφίας. Η τότε δεξιά και οι άρχουσες ελίτ πολιτικά και «αισθητικά» θεωρούσαν ότι οι «πληβείοι» του ΠΑΣΟΚ δεν δικαιούνται να είναι στα σαλόνια της εξουσίας. Βέβαια, αργότερα το ΠΑΣΟΚ έγινε οργανικό μέρος του κατεστημένου.
Το ίδιο παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια με τον ΣΥΡΙΖΑ, παρότι η κυβέρνηση Τσίπρα δεν έθιξε ουσιαστικά τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Είναι ξεκάθαρο, όμως, ότι δεν τον γουστάρουν πολιτικά-«αισθητικά».
— Τι είναι αυτό που σας δυσαρεστεί στην τωρινή κυβέρνηση;
Τα περισσότερα ΜΜΕ σήμερα βρίσκονται στα χέρια παραγόντων του μεγάλου κεφαλαίου. Έχει εκλείψει ο παραδοσιακός εκδότης. Οι εφημερίδες στο παρελθόν είχαν μια διαλεκτική σχέση με τα κόμματα και τους αναγνώστες τους. Είχαν περισσότερο ή λιγότερο παραταξιακό χαρακτήρα. Τα επηρέαζαν και επηρεάζονταν από αυτά. Δεν ήταν η εφημερίδα εξάρτημα του κόμματος, αλλά ούτε και το αντίθετο.
Το σημερινό συστημικό μιντιακό τοπίο εμφανίζει τον μικρότερο βαθμό
πλουραλισμού από τη Μεταπολίτευση, παραπέμποντας, όσον αφορά τη μονομέρειά του, σε σοβιετικού τύπου καθεστώτα. Προφανώς, δεν σε υποχρεώνουν να γράψεις ό,τι θέλει η εξουσία, αλλά εάν είσαι πραγματικά ανεξάρτητος κινδυνεύεις με απόλυση και περιθωριοποίηση.
Δεν είναι τυχαίο ότι βγήκαν αποδείξεις για τις υποκλοπές και τα μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα τις απέκρυψαν. Κάποια αναφέρθηκαν στις ανακοινώσεις του Χατζηδάκη και του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να αναφέρουν την αιτία που προκάλεσε τις ανακοινώσεις. Μπορεί τυπικά να μην υπάρχει πρόβλημα ελευθεροτυπίας, αλλά υπάρχει ουσιαστικά, μέσω της απειλής του αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης.
Κυβερνήσεις της ΝΔ είχαμε αρκετές, αλλά τόσο κλειστό σύστημα εξουσίας δεν έχει προϋπάρξει. Οι άρχουσες ελίτ έχουν σχεδόν ταυτιστεί, μάλλον λόγω της διανομής των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης. «Είναι πολλά τα λεφτά, Άρη…» (γέλια).
— Δεν πιστεύετε ότι έχουν ευθύνη και οι πολίτες για όλο αυτό που περιγράφετε;
Φυσικά έχουν. Στην Ελλάδα επικρατεί η «κουλτούρα του τζάμπα» όσον αφορά την ενημέρωση. Η ποιότητα της ενημέρωσης, η αδέσμευτη δημοσιογραφία δεν παρέχεται τζάμπα.
Παλαιότερα, οι πολίτες-αναγνώστες πλήρωναν για να αγοράσουν την εφημερίδα τους. Άρα, οι εφημερίδες ήταν υποχρεωμένες να λαμβάνουν υπόψη τα «θέλω» των αναγνωστών τους, αφού η οικονομική ανεξαρτησία τους εξαρτιόταν από την κυκλοφορία τους, που ήταν η κύρια πηγή των εσόδων τους. Αυτά καταργήθηκαν με την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης, του ιδιωτικού ραδιοφώνου και των ιστοσελίδων, που όλα εξαρτώνται οικονομικά από τις διαφημίσεις, άρα όχι από τους τηλεθεατές-ακροατές-αναγνώστες.
Η δημοσιογραφική παραγωγή είναι ένα προϊόν, μία υπηρεσία που κοστίζει, και ως εκ τούτου κάποιος πρέπει να την πληρώνει. Όταν ο αναγνώστης μετατρέπεται σε τζαμπατζή, τότε η ενημέρωση γίνεται όμηρος αυτού που πληρώνει, του ιδιοκτήτη και των μεγάλων διαφημιζόμενων. Πώς μπορεί ο τζαμπατζής πολίτης-αναγνώστης να απαιτεί αδέσμευτη δημοσιογραφία, όταν ο ίδιος, ως καταναλωτής του δημοσιογραφικού προϊόντος, θεωρεί δικαίωμά του να έχει δωρεάν πρόσβαση; Δεν αναλογίζεται ότι εάν δεν πληρώνει ο καταναλωτής, το πλαίσιο της ενημέρωσης θα καθοριστεί από άλλους, οι οποίοι έχουν συμφέροντα και δεν ενδιαφέρονται για την αδέσμευτη δημοσιογραφία;
Ένα παράδειγμα: σήμερα ένας ιστότοπος μπορεί να ασκεί σκληρή κριτική στην κυβέρνηση. Μπορεί, όμως, να ασκεί σκληρή κριτική στο τραπεζικό σύστημα, όταν οι τράπεζες είναι οι βασικοί διαφημιζόμενοι;
Διαβάστε όλη τη συνέντευξη στο lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου