Εξακολουθεί να... σφυρίζει αδιάφορα η κυβέρνηση Μητσοτάκη παρά τα απανωτά δημοσιεύματα από τον βρετανικό Τύπο περί προόδου στις συνομιλίες της Αθήνας με το Βρετανικό Μουσείο, για την ανταλλαγή και τον δανεισμό των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Έπειτα από...τη σιγή ιχθύος που κράτησε τις δύο πρώτες ημέρες (υπήρξαν μόνο κάποιες «χλιαρές» διαρροές), το Υπουργείο Πολιτισμού αναγκάστηκε να τοποθετηθεί, σημειώνοντας απλώς –με εμφανή αμηχανία– πως παραμένει σταθερό στην εθνική γραμμή. Παράλληλα, κατέφυγε στην προσφιλή κυβερνητική τακτική, εξαπολύοντας επίθεση κατά του ΣΥΡΙΖΑ, λες και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης βρίσκεται πίσω από τα βρετανικά δημοσιεύματα.
Δύο ημέρες αργότερα, η αρμόδια υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, προέβη σε ανάλογη τοποθέτηση: έδωσε διαβεβαιώσεις πως πάγια θέση της χώρας μας είναι ότι δεν αναγνωρίζει στο Βρετανικό Μουσείο νομή, κατοχή και κυριότητα των Γλυπτών, ενώ εξαπέλυσε κατηγορίες περί μικροκομματικών υπολογισμών.
Ωστόσο, σε καμία περίπτωση η κυβέρνηση δεν απάντησε επί της ουσίας του θέματος: ούτε διέψευδε τα σχετικά δημοσιεύματα ούτε ξεκαθάρισε αν υπάρχει μυστική διπλωματία και κρυφές συναντήσεις για το θέμα των Γλυπτών. Επίσης, δεν αναφέρθηκε στις ενέργειες που έχει προβεί το ίδιο το Υπουργείο του οποίου είναι επικεφαλής, ενώ δεν ανταποκρίθηκε θετικά στο αίτημα για ενημέρωση των πολιτικών κομμάτων και των θεσμικών οργάνων για το θέμα.
Όπως ανάφερε η «Εφ.Συν.» σε πρόσφατο πρωτοσέλιδο δημοσίευμά της, το επιτελείο στο Μαξίμου και ο κ. Μητσοτάκης πιέζονται από τον προεκλογικό χρόνο και επιθυμούν διακαώς να επισυνάψουν μια συμφωνία, με οποιοδήποτε κόστος και τίμημα, την οποία θα ρίξουν ως πυροτέχνημα κατά την προεκλογική περίοδο, ώστε να καρπωθεί τη φαινομενική «επιτυχία» της προσωπικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Το θέμα είναι ότι οι χειρισμοί αυτοί ευτελίζουν το εθνικό αίτημα, που έχει «κόκκινες γραμμές» στις διαπραγματεύσεις, τις οποίες σεβάστηκαν όλες οι κυβερνήσεις από το 1984, όταν διατυπώθηκε πρώτη φορά από τη Μελίνα Μερκούρη. Εξαίρεση, η κυβέρνηση Σαμαρά που θέλησε να μας σύρει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Συνεπώς, επιβάλλεται η κυβέρνηση να προχωρήσει σε συγκεκριμένες «εξηγήσεις» για το τι ακριβώς έχει συμβεί, και κυρίως να απαντήσει σε σημαντικά ερωτήματα γύρω από το εάν επιχειρείται συμφωνία, από ποιους και με τι όρους. Ειδικά για ένα θέμα εθνικής σημασίας με συγκεκριμένη πολιτική γραμμή δεκαετιών, που κινδυνεύει πλέον να ανατραπεί από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Πολιτικές αντιδράσεις
Όπως ήταν αναμενόμενο, το θέμα έχει σηκώσει ψηλά η αντιπολίτευση, καταγγέλλοντας τόσο τις φερόμενες κυβερνητικές ενέργειες, όσο και την «αφωνία» της.
Το Σάββατο, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας είχε συνάντηση με το προεδρείο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ), εκφράζοντας την ανησυχία του για τα δημοσιεύματα των προηγούμενων ημερών και τονίζοντας με νόημα πως «δεν μπορείς να δανείσεις ή να ανταλλάξεις κάτι που δεν σου ανήκει».
Χρησιμοποιώντας χαμηλούς τόνους, σημείωσε πως «αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι όχι να ξεκινήσουμε μια άγονη αντιπαράθεση επί ενός ζητήματος που μας ενώνει και όχι που μας χωρίζει» και διατύπωσε το αίτημα «να υπάρξει επίσημη ενημέρωση και στις πολιτικές δυνάμεις, αλλά και στα θεσμικά όργανα της κοινότητας των αρχαιολόγων, που για χρόνια δίνουν αυτόν τον αγώνα και βεβαίως να υπάρξει άμεση αποσαφήνιση ότι κανείς δεν μπορεί να κινηθεί έξω από το πλαίσιο που υπάρχει τουλάχιστον τα τελευταία 40 χρόνια από την αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη και ακολουθούν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις».
Από την πλευρά της η πρόεδρος του ΣΕΑ υπογράμμισε ότι «η διεκδίκηση της επιστροφής των Γλυπτών δεν πρέπει να εμπλέκεται σε καμία προεκλογική επιδίωξη και σε κανέναν προεκλογικό χρόνο, γιατί αυτό πάντα μας πηγαίνει πίσω».
Εξάλλου, απαντώντας στην κ. Μενδώνη, η Πόπη Τσαπανίδου (στην πρώτη της τοποθέτηση ως εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ) σημείωσε μεταξύ άλλων ότι η υπουργός Πολιτισμού επιχειρεί με αιχμές να μετατρέψει σε πεδίο κομματικής αντιπαράθεσης, ένα τόσο κρίσιμο θέμα. Υπογράμμισε ότι η επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα «είναι μια υπόθεση που ενώνει όλους τους Έλληνες, πάνω από κομματικές ταμπέλες» και κάλεσε την κυβέρνηση Μητσοτάκη να μην προσπαθήσει να εργαλειοποιήσει το θέμα των Γλυπτών για μικροπολιτικά οφέλη και στο πλαίσιο προεκλογικής επικοινωνίας.
Τέλος, ο εκπρόσωπος Τύπου του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, Δημήτρης Μάντζος, μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό OPEN σημείωσε πως το ζήτημα δεν μπορεί να είναι αντικείμενο κομματικής αντιπαράθεσης. Τόνισε πως πως «υπάρχουν δίαυλοι επικοινωνίας» οι οποίοι «οφείλουν να μείνουν ανοιχτοί μέσω της Βουλής αλλά και μέσα από την καθημερινή όσμωση των πολιτικών δυνάμεων». Ζήτησε να υπάρξει «μια σοβαρή δημόσια συζήτηση χωρίς μυστικά ή κρυφά σημεία».
Σε κάθε περίπτωση, υπογράμμισε πως πρέπει να αποκλειστεί πλήρως η έννοια του δανείου γιατί «ακόμη και νομικά, δεν νοείται δάνειο χωρίς προηγούμενη αναγνώριση της κυριότητας εκείνου που δανείζει».
Πηγή efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου