Το μακρινό 1992, ο Έλληνας πρωθυπουργός, Μητσοτάκης ο Α΄, ήρθε σε συμφωνία με τον έκπτωτο βασιλιά, Κωνσταντίνο τον Β΄, για την... εκχώρηση της ακίνητης περιουσίας του δεύτερου σε ένα ίδρυμα, με αντάλλαγμα την εξαγωγή της κινητής περιουσίας του εκτός Ελλάδας.
Το 1994 ήρθε η ανάκληση αυτής της απόφασης. Η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου αφαίρεσε από τον Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ την περιουσία του στην Ελλάδα, αλλά και την ελληνική ιθαγένεια με το νόμο 2215/1994. Ο τέως εξάντλησε τα εσωτερικά ένδικα μέσα και βρέθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όπου διεκδίκησε 161 εκατομμύρια και συμπληρωματικά την καταδίκη της Ελλάδας διότι υπέστη ευτελιστική μεταχείριση διά της αφαίρεσης της ελληνικής ιθαγένειας και της χρήσης του νέου του επωνύμου.
Τελικώς, το φθινόπωρο του 2002 του επιδικάστηκαν 13,7 εκατομμύρια, χωρίς όμως να δικαιωθεί για την απολεσθείσα ιθαγένεια. Ούτε φυσικά για το επώνυμο.
Με την ευκαιρία, μεταφέρω ένα ανεκδοτολογικό περιστατικό: ο Φαίδων Βεγλερής, εκ των πρωταγωνιστών της καμπάνιας του «Όχι» στο πολιτειακό δημοψήφισμα του 1974 και πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου από τότε ως το 1996, ήταν εμμονικός πολέμιος της ιδέας ο επικεφαλής ενός τέτοιου σωματείου να υπερασπίζεται τη χώρα του σε δίκη όπου διακυβεύονται δικαιώματα του οποιουδήποτε ανθρώπου εξαιτίας της.
Δεν ξέρω τι θα έκανε ο Βεγλερής με την περίπτωση της «βασιλικής περιουσίας», πάντως ο διάδοχός του στην Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Νίκος Αλιβιζάτος, αποφάσισε να συνδράμει στην νομική υποστήριξη της Ελλάδας στην υπόθεση αυτή. Θεωρώ έξοχο τον κανόνα που έθεσε ο Βεγλερής: παρακαταθήκη για τους νεότερους υπερασπιστές των δικαιωμάτων. Από την άλλη, η άποψή μου είναι ότι αν για κάποια υπόθεση θα σήκωνε ο κανόνας να δώσει τη θέση του στην εξαίρεση είναι αυτή της υπεράσπισης της Ελλάδας στην περίπτωση της βασιλικής περιουσίας.
Η παρέκβαση δεν έχει μόνο ανεκδοτολογικό περιεχόμενο, αλλά αναδεικνύει και μια μείζονα διάσταση μεταξύ του τέως ως πολιτειακού θεσμού από τη μια, και ως ανθρωπίνου προσώπου, από την άλλη. Αυτή η διάσταση παροξύνεται τώρα που πέθανε. Για να μη μακρηγορώ, σήμερα που κηδεύεται ο Γλύξμπουργκ, μια χαρά χωράνε σε μια πρόταση το «συλλυπητήρια στην οικογένειά του που θρηνούν γι’ αυτόν, ξύδι στους νοσταλγούς της μοναρχίας που θρηνούν γι’ αυτήν».
Ωστόσο, στα δικαιώματα του Κωνσταντίνου ως προσώπου δεν περιλαμβάνονται τα πολιτικά του δικαιώματα. Άλλο ο Κωνσταντίνος άνθρωπος κι άλλο ο τέως μονάρχης, Έλληνας πολίτης. Ο Κωνσταντίνος στερήθηκε την ιθαγένεια. Δεν υπήρξε εξάλλου ο μόνος. Αν όμως με έβαζαν να διαλέξω έναν που ορθώς του αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια, σίγουρα θα διάλεγα αυτόν.
Στην πατρίδα μας, κατά τα δύο τρίτα του 20ού αιώνα, από το 1927 ως το 1998, είχε στηθεί ένα «πάρτι» αφαιρέσεων ιθαγένειας, με ομάδες-στόχο χιλιάδες μειονοτικούς και αντιφρονούντες. Με τον τρόπο αυτό, Εβραίοι, Αρμένιοι, Τούρκοι, Βλάχοι, Βούλγαροι, Σλαβομακεδόνες χάνουν την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη, κρινόμενοι ανάξιοι να τη φέρουν ως «μειωμένης εθνικής συνείδησης». Η πολιτική της στέρησης της ελληνικής ιθαγένειας κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου («μεσούσης της ανταρσίας») σε βάρος κομμουνιστών. Τέλος, κατά τη διάρκεια της επταετίας στερήθηκαν την ελληνική ιθαγένεια ακόμα και αστοί σοσιαλιστές αγωνιστές εναντίον του καθεστώτος των συνταγματαρχών, με εμβληματική περίπτωση τη Μελίνα Μερκούρη.
Κατά τη διάρκεια των εξήντα αυτών χρόνων, το μέτρο της στέρησης της ιθαγένειας στράφηκε εναντίον όλων όσων μέχρι τη Μεταπολίτευση, αντιμετωπίζονταν ως εσωτερικοί εχθροί, συλλήβδην επικίνδυνοι. Από το 1974 και μετά, το μέτρο συνεχίστηκε για τη μειονότητα της Θράκης, ώσπου καταργήθηκε επιτέλους το 1998. Κάποιοι από τα θύματα προσέφυγαν στην ελληνική δικαιοσύνη αλλά ματαίως. Ελάχιστες υποθέσεις έφτασαν έως το Στρασβούργο αλλά ούτε εκεί μπόρεσε κανείς να δικαιωθεί, καθώς η ιθαγένεια δεν θεωρείται ατομικό δικαίωμα, από αυτά τα οποία προστατεύει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Είναι πολιτικό δικαίωμα και ως τέτοιο το ποιος το έχει και ποιος όχι θεωρείται αποκλειστικά κρατική υπόθεση.
Όπως λοιπόν μετά το δημοψήφισμα του 1974, η βασιλική περιουσία δεν αποδόθηκε στον έκπτωτο βασιλιά και την οικογένειά του, ως δήθεν ιδιωτική τους, έτσι θα όφειλε να είχε γίνει ήδη από το 1974 και με την ελληνική ιθαγένεια. Όπως δεν υπήρξε χρησικτησία στα ακίνητά τους, δεν θα μπορούσε να υπάρξει και «χρησικτησία ιθαγένειας». Όπως δηλαδή δεν μπόρεσε ο Κωνσταντίνος να πει «τόσα χρόνια τα νέμομαι τα κτήματα, δικά μου είναι», έτσι δεν μπορούσε να πει ότι «είμαι τέκνο Έλληνα επομένως κακώς μου αφαιρείτε την ιθαγένεια».
Ο Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια με τη γέννηση, καθώς ο πατέρας του ήταν βασιλιάς της Ελλάδας με απώτερη καταγωγή τον μακροβιότερο Έλληνα μονάρχη, τον –γεννημένο Δανό πρίγκηπα– Γεώργιο τον Α΄. Για τα πρόσωπα αυτά ωστόσο, η ελληνική ιθαγένεια ήταν αποκλειστικά συνυφασμένη με την ενεργή ιδιότητά τους ως βασιλέων.
Νομικοπολιτικά, θα ήταν συνεπέστερο να είχε αφαιρεθεί ήδη από το δημοψήφισμα η ελληνική ιθαγένεια από τον τέως και τα μέλη της οικογένειάς του. Σε κάθε πάντως περίπτωση, η θεσμική απώλεια της ιδιότητας του βασιλιά οδηγεί αυτοδικαίως και στην απώλεια της ιδιότητας του πολίτη, εφόσον η, σε τελευταία ανάλυση, αιτία κτήσης της τελευταίας είναι η ιδιότητα του μονάρχη. Η δυναστεία των Γλύξμπουργκ έγιναν Έλληνες επειδή βασιλεύσαν τη χώρα. Εφόσον καταργήθηκε η μοναρχία, δεν υφίσταται νόμιμη βάση κατοχής ελληνικής ιθαγένειας. Σε συνθήκες αβασίλευτης δημοκρατίας, αν όντως θέλουν τόσο να είναι Έλληνες, ας κάνουν αίτηση πολιτογράφησης μαζί με τους υπόλοιπους κοινούς θνητούς.
Όχι απλώς δεν υπήρξε σφάλμα λοιπόν η αφαίρεση ιθαγένειας το 1994, όπως έχουν βαλθεί να μας λένε σήμερα διάφοροι νοσταλγοί της βασιλείας, αλλά και πολύ καθυστέρησε. Για να είμαι ακριβέστερος, θα έπρεπε να είναι μάλλον ικανοποιημένοι που ο Κωνσταντίνος πέθανε ήσυχος από φυσικά αίτια στην ένατη δεκαετία της ζωής του έστω και χωρίς την ελληνική ιθαγένεια, την οποίαν καταχρηστικά κράτησε για μια εικοσαετία περισσότερο από αυτό που του αναλογούσε με βάση το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και του τρόπου που πολιτεύτηκε. Σε τελευταία ανάλυση, δεν είχε δα και την τύχη απάτριδος πρόσφυγα...
Επίσης σήμερα οι κάθε λογής κρυφοί ή φανεροί νοσταλγοί της βασιλείας βρισκόμενοι εντός της παράταξης που κυβερνά την Ελλάδα λένε ότι «η Μοναρχία μπορεί να καταργήθηκε, αλλά η Ιστορία δεν καταργείται».
Αυτό ακριβώς γράφουμε.
Ενώ στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, ο θεσμός της βασιλείας επιχειρεί – κατά κανόνα πετυχημένα - να ενσαρκώσει την απόλυτη ενότητα του έθνους υπό την ηγεσία του Ενός, στην Ελλάδα η μοναρχία, από το 1915 έως την κατάργησή της, έγινε συνώνυμο του εθνικού διχασμού. Αυτή η κληρονομιά βαραίνει αφόρητα τις πλάτες του τελευταίου Έλληνα μονάρχη, του οποίου η πολιτική ελαφρότητα και οι μοιραίες επιλογές στη δεκαετία του '60 την παροξύνει.
Αλλά ας μη συνεχίσουμε άλλο, διότι κηδεύεται σήμερα ο άνθρωπος. Συλλυπητήρια λοιπόν στην οικογένειά του, ξύδι στους νοσταλγούς του...
Δημήτρης Χριστόπουλος
news247.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου