Με την καταστροφή της Σμύρνης παραλλήλισε σήμερα τα όσα εκτυλίχθηκαν στο Μάτι στις 23 Ιουλίου του 2018, η μάρτυρας Αναστασία – Χριστιάννα Φράγκου, σε κτήμα της οποίας... βρέθηκαν απανθρακωμένα 26 άτομα.
Καταθέτοντας στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά η μάρτυρας, περιέγραψε πως ο σύζυγος της πήρε την πρωτοβουλία να ανοίξει τις πόρτες του οικοπέδου τους για να βρουν διέξοδο οι πολίτες, ενώ δεν έκρυψε την ενόχλησή της για την διαπόμπευση, την οποία, όπως είπε, υπέστην η οικογένειά της, όταν στελέχη της τότε κυβέρνησης τους αποκαλούσαν «καταπατητές». Στο δικαστήριο κατέθεσαν σήμερα και εγκαυματίες, καθώς και συγγενείς θυμάτων, όπως ο κ. Αντώνης Γιαννακοδήμος ο οποίος έχασε τον πατέρα του στις φλόγες.
«Σε αυτό το κτήμα μεγαλώσανε τέσσερις γενιές» είπε στην κατάθεσή της η κυρία Φράγκου για να επισημάνει λίγο αργότερα: «Υπεστήκαμε διασυρμό πανελληνίως ότι είμαστε καταπατητές. Ήταν νόμιμη έκταση με συμβόλαια με όλα. Δεν είμαστε ούτε καταπατητές, ούτε αυθαίρετοι. Το αφήγημα αυτό ξεκίνησε πρώτα από την οικογένειά μου και μετά επεκτάθηκε σε όλη την περιοχή. Δεν είναι όμως αλήθεια. Δεν φταίνε τα σπίτια. Καήκαμε σαν τα ποντίκια χωρίς καμία ειδοποίηση».
Η μάρτυρας περιέγραψε τις σκηνές που βίωσε όταν σε δευτερόλεπτα, όπως είπε, λαμπάδιασαν τα πάντα από μια έκρηξη σε πεύκο. «Ο κόσμος φώναζε βοήθεια. Όλων των ηλικιών. Νέοι, γέροι, όλοι….. Τους φώναξε ο σύζυγος μου, ελάτε, να σωθούμε από το γκρεμό, άνοιξε την πόρτα του οικοπέδου και τρέξαμε όλοι προς το γκρεμό», είπε η μάρτυρας.
«Πολλοί έπεσαν στη θάλασσα. Μεταξύ αυτών και ο γιος μου που χάθηκε για δυόμιση ώρες. Για καλή του τύχη άνοιξε μια μικρή τρύπα στον ουρανό και είδε ένα αεροπλάνο και προσανατολίστηκε. Με το που κατεβήκαμε στη θάλασσα ο ουρανός έγινε μαύρος. Δεν ξαναείδαμε τίποτα και παραμείναμε εκεί μέχρι τις 12 τα ξημερώματα που ήρθε μια βάρκα. Ήταν σαν την καταστροφή της Σμύρνης. Περιμέναμε εκεί μια κάποια σωτηρία», συνέχισε.
Κατά τη διάρκεια της κατάθεσής της η κυρία Φράγκου διευκρίνισε πως δεν υπήρχαν σκαλοπάτια για να κατέβει ο κόσμος από το οικόπεδό της οικογένειάς της στη θάλασσα. «Αν ο παππούς μου δεν είχε σμιλέψει τα σκαλοπάτια πάνω στο βράχο θα είχαν καεί όλοι. Θεωρώ ότι ήταν καθήκοντα μας να ανοίξουμε τις πόρτες και να σώσουμε τον κόσμο. Δεν μπορέσαμε δυστυχώς να σώσουμε τους 26. Σώθηκαν όμως άλλοι 40. Είναι άθλιο, χυδαίο αλλά και παγκόσμια πρωτοτυπία να υβρίζουν τα θύματα. Το σπίτι της οικογένειας Φράγκου αγοράστηκε από τον παππού μου, εργατολόγο και αριστερών πεποιθήσεων…».
Νωρίτερα, με την έναρξη της δίκης ο μάρτυρας Αντώνης Γιαννακόπουλος, αναφέρθηκε στην απώλεια του πατέρα του στο Μάτι, τονίζοντας πως οι κάτοικοι δεν είχαν καμία ενημέρωση, ώστε να εγκαταλείψουν τη περιοχή. «Είδα τη φωτιά στα 50 μέτρα. Ειδοποίησα τους γονείς μου και μέσα σε πέντε λεπτά εγκαταλείψαμε το σπίτι. Την ώρα που φεύγαμε καιγόταν ήδη. Ήταν κόλαση. Μπήκα στο αμάξι με την οικογένειά και πίσω οι γονείς μου. Κατεβαίναμε προς τη θάλασσα. Την ώρα που περνάγαμε έπεσε ένα δέντρο και έκλεισε το δρόμο. Εγώ βρισκόμουν μπροστά και πίσω από το δέντρο οι γονείς μου», περιέγραψε ο μάρτυρας για να επισημάνει στη συνέχεια πως το αυτοκίνητο του πατέρα του πήρε φωτιά και εκείνος έφυγε από τη ζωή τρεις ημέρες αργότερα. «Άκουσα το βράδυ αργά ρεπόρτερ να λέει μάλλον έχουμε νεκρό. Και είχαμε 100 νεκρούς. Με έχει σημαδέψει αυτό», είπε μάρτυρας σημειώνοντας πως η μητέρα του κατάφερε να σωθεί καθώς ξάπλωσε στο έδαφος και η φωτιά πέρασε από πάνω. «Ζήσαμε τον απόλυτο φόβο, την εξαθλίωση, την ταπείνωση. Εγκαταλελειμμένοι από τους πάντες» σημείωσε ο μάρτυρας.
«Δεν ήταν ξύλο, ήταν πτώμα»
Συγκλονιστική ήταν όμως και η κατάθεση της μάρτυρα Σουμέλας Χατζηλαζαρίδου, η οποία στις 23.7.2018 βρισκόταν στο σπίτι της στο Μάτι, 250 μέτρα από τη θάλασσα. Η μάρτυρας, η οποία τότε ήταν 65 ετών, περιέγραψε τη φρίκη που βίωσε όταν βρέθηκε μέσα στο νερό και νόμιζε ότι κάποιο ξύλο την χτυπούσε.
«Δεν ήταν ξύλο, ήταν πτώμα», είπε η μάρτυρας και συνέχισε: «Ήταν το απόλυτο σκοτάδι και ήταν γύρω στις 6:30. Βρέθηκα μόνη στη θάλασσα ξαφνικά, σηκώθηκαν κύματα που με πήραν δεν ξέρω που με πήγαν. Εγώ νόμιζα ότι ήμουν στο Λιμανάκι. Άρχισα να κολυμπάω σε μια αγριεμένη θάλασσα, όλα ήταν μαύρα και επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Φανταστείτε ένα άνθρωπο 65 ετών, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Δεν φαίνονταν ούτε οι φωτιές. Έζησα από θαύμα. Δε θέλω πλέον να βλέπω τη θάλασσα που αποτελούσε τη μεγάλη μου αγάπη. Κατάλαβα ότι δεν θα επιβίωνα. Στράφηκα στη Παναγία. Από εκείνη τα στιγμή δεν πέρασαν ούτε πέντε λεπτά και άκουσα φωνές ανθρώπων».
Η μάρτυρας κατέθεσε πως ενώ βρίσκονταν μέσα στο νερό γύρω στις 11 το βράδυ ήταν η πρώτη φορά που άκουσε κάτι. «Ήταν έξι άτομα. Δεν τους γνώριζα. Ανάμεσά τους ήταν η κ. Μουτάφη που είχε χάσει το γιο της και τη φίλη της Αιμιλία. (…) Αρχίσαμε να κρυώνουμε. Δεν είχαμε δύναμη ούτε να φωνάξουμε. Σκεφτόμουν ότι είμαστε τόσο κοντά στην Αθήνα δεν μπορεί να μην έρθουν να μας σώσουν. Τίποτα, κανείς. Όπως κανείς δεν μας ειδοποίησε να φύγουμε. Κάποια στιγμή είδαμε μικρά φωτάκια. Πήγαμε προς τα εκεί. Αλλά καταλάβαμε ότι ήταν πολύ μακριά. Κάποια στιγμή ενώ δεν είχαμε καμία ελπίδα, ήμασταν πολύ βαθιά μέσα, είδαμε ένα καράβι. Ήταν ένα γρι – γρι από την Εύβοια με Αιγύπτιους ψαράδες. Μας έριξαν σχοινιά. Εμφανίστηκαν και άλλοι άνθρωποι. Μια κυρία που πήγε να ανέβει έπαθε ανακοπή. Φοβήθηκα. Μπήκαμε μέσα στο ψαροκάικο, κάτω είχανε μια κουβέρτα με εγκαυματίες ολόκληρη οικογένεια. Την κοπέλα που είχε πάθει ανακοπή την είχαν άκρη – άκρη. Δεν μπορούσα πια να μιλήσω (…). Αυτοί οι άνθρωποι μας συμπεριφέρθηκαν με εξαιρετική ευγένεια».
Συνεχίζοντας η μάρτυρας ανέφερε πως μεταφέρθηκε στον «Ευαγγελισμό» αλλά γρήγορα κατάλαβε πως τα όσα είχε ζήσει άφησαν σημάδι και στην ψυχή της. «Πήγα σε ψυχίατρο μετά. Κατάθλιψη με τετα -τραυματικό στρες, αυτή είναι η γνωμάτευση», ανέφερε.
«Ποιος μπορεί να ξεχάσει αυτά τα ουρλιαχτά;»
Τα μέλη της οικογένειας Πολυμερόπουλου έζησαν και εκείνα τη φρίκη της πυρκαγιάς. Η κυρία Δήμητρα Πολυμεροπούλου, η οποία βρίσκονταν στο Μάτι με τα δυο της εγγόνια και τον γιο της, μίλησε για τα βαθιά εγκαύματα που υπέστη η ίδια, ο εγγονός της άλλα και ο γιος της. «Τα πόδια μου ήταν καμένα. Δεν είχαμε καμία βοήθεια. Πήγα στον «Ευαγγελισμό» και είπαν στη κόρη μου ότι τα εγκαύματά μου ήταν εκτεταμένα και με μετέφεραν στο Θριάσιο. Ξεκίνησε ένας μεγάλος Γολγοθάς. Άρχισε το πρώτο πολύωρο χειρουργείο με μοσχεύματα και πολύ πόνο. Μετά από δέκα ημέρες δεύτερο χειρουργείο. Ταλαιπωρήθηκα τόσο πολύ. Έκανα γερή προσπάθεια για να μη ζήσουν τα παιδιά μου να φύγει η μάνα τους καμένη», ανέφερε η μάρτυρας για να προσθέσει: «Χάθηκαν τόσο άτομα και ένα κράτος ασυντόνιστο να μη μπορεί να βοηθήσει. Δεν ξεπερνιούνται αυτά… Ο εγγονός μου, κάηκε στα χέρια, στα πόδια και τα αυτάκια του. Όταν βλέπει φωτιά στη τηλεόραση με ρωτάει «γιαγιά πέθανε κανείς;». Θα ήθελα δικαίωση για αυτούς τους ανθρώπους, χάσανε παιδιά, γονείς εγγόνια».
Η δίκη θα συνεχιστεί τη Δευτέρα...
protothema.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου