Αγιε μου Βασίλη, δεν σου ’χω ξαναστείλει γράμμα γυρεύοντας κάτι από σένα. Ούτε τώρα, φέτος, θέλω να φέρεις τίποτα σε μένα, είμαι κομπλέ, να ’σαι καλά. Ομως, θα σου ζητήσω ένα δώρο για κάποιους άλλους: θέλω να φέρεις... σε κάποιους συγκαιρινούς μου λίγη τσίπα, γιατί δεν έχουν καθόλου από δαύτη, κι επιπλέον δεν μπορούν ή δεν θέλουν να τη βρουν από μόνοι τους.
Και, ξέρεις, δεν σου τη ζητάω τόσο για τους ίδιους, αυτοί είναι ήδη τελειωμένοι – μάλλον δεν παίρνουν βελτίωση. Την τσίπα σ’ αυτούς τη θέλω περισσότερο για όλους εμάς, που οι πράξεις τους, αυτών των ξετσίπωτων, επηρεάζουν τη ζωή μας. Θέλω, λοιπόν, να φέρεις λίγη τσίπα σ’ εκείνες και σ’ εκείνους που κάνουν σήμερα κουμάντο στην οικονομία, στην πολιτική, στους θεσμούς, γενικά στην κοινωνία της χώρας μου. Λίγη τσίπα θέλω, για τις μεγάλες μούρες, για τους διάφορους ιθύνοντες, για αυτούς που παίρνουν αποφάσεις, για αυτούς που νέμονται την εξουσία. Λίγη τσίπα!
Αλλά, πριν μπεις στον κόπο, επίτρεψέ μου, Αγιε, να σου θυμίσω τι είναι αυτή η τσίπα, να ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε. Λοιπόν, τσίπα είναι, σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, η κρούστα στην επιφάνεια των υγρών, ιδιαίτερα του γάλακτος, και συνεκδοχικά ο υμένας που καλύπτει μερικές φορές το πρόσωπο των νεογέννητων, ο οποίος αφαιρείται από τη μαμή μετά τον τοκετό. Τσίπα είναι επίσης το πέπλο κεφαλής που φορούν οι γυναίκες, το τσεμπέρι, ο κεφαλόδεσμος και μεταφορικά η ντροπή, η αιδώς.
Στις μεσαιωνικές κοινότητες του ελλαδικού χώρου, όταν μια γυναίκα έβγαζε το κεφαλομάντιλό της, το πέπλο της, την τσίπα της, δηλαδή όταν απεκδυόταν συμβολικά και την ντροπή της, γινόταν ξετσίπωτη, ηθικώς έκλυτη και ικανή για όλα, όπως οι εταίρες... Κάποιοι ετυμολογούν τη λέξη από το σλαβικό tsipa, άλλοι της δίνουν πελασγική προέλευση. Πάντως, οι φιλόλογοι κατέγραψαν επισήμως τη λέξη και τα παράγωγά της στα τέλη του 19ου αιώνα, στην Πελοπόννησο και στο Αιγαίο. Οπως και να ’χει, από τότε, «αποτσιπωσία» και «ξετσιπωσιά» ήταν η αναίδεια, η έλλειψη αιδούς...
Οπως καταλαβαίνεις, αγαπητέ μου Αγιε, η τσίπα μπορεί να κάλυπτε αρχικά τα χρηστά ήθη της σεξιστικής ελληνικής κοινωνίας, όμως κατόπιν η έννοιά της διευρύνθηκε: ξετσίπωτες και ξετσίπωτοι δεν ήταν μόνο οι ακόλαστοι και οι ανήθικες, αλλά κι αυτοί που δεν είχαν καμιά προσωπική αίσθηση τιμής, που πρόσβαλλαν και αδικούσαν τους συνανθρώπους τους χωρίς να αισχύνονται για τις πράξεις τους, οι αδιάντροποι, οι ανερυθρίαστες...
Αυτή, μέσες άκρες, είναι η τσίπα, αγαπητέ μου Αγιε. Ξέρεις, αυτές τις μέρες γινόμαστε όλοι λίγο περισσότερο παιδιά (αυτό είναι το νόημά τους), άρα πιστεύουμε περισσότερο σε σένα. Ομως, το ’22 μάς πήγε να μη σου πω πώς... Μας διέλυσε. Οπότε, εάν τα καταφέρεις να εμφυσήσεις, ως μέγας και τρανός Αγιος που είσαι, λίγη τσίπα, λίγο φιλότιμο, λίγη αίσθηση ντροπής σε όλους αυτούς που πιστεύουν ότι η χώρα τούς ανήκει, σύψυχη, τότε ίσως η ζωή μας να γίνει λίγο καλύτερη το 2023. Ναι, ασφαλώς και φταίμε εμείς οι ίδιοι, κυρίως, για την τύχη μας, και σιγά μη γίνουν αίφνης άνθρωποι αυτοί οι επηρμένοι ολετήρες, αυτό το γκράντε λουμπεναριό του λευκού κολάρου και του ταγιέρ, αλλά τι διάολο, μια ευχή κάνουμε χρονιάρες μέρες, άγιος είσαι, μπορεί και να πιάσει, πού ξέρεις.
📌 Ενθα δέος, ενταύθα και αιδώς.
Επίχαρμος, 530-440 π.Χ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου