27.12.22

Αγαπητέ Κυριάκο, μήπως είστε «λαϊκιστής»;...


Οπου σταθεί κι όπου βρεθεί, ο πρωθυπουργός δεν παύει να διακηρύσσει ότι είναι «πολέμιος του λαϊκισμού». Το γνωρίζουν όλοι. Εξάλλου, η συνηθέστερη κατηγορία που αποδίδει στους πολιτικούς του αντιπάλους, κυρίως βέβαια στον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι ότι είναι «δέσμιοι του λαϊκισμού» τους.

Με την τοποθέτηση αυτή δεν πρωτοτυπεί, βέβαια, ο κ. Μητσοτάκης. Είναι δεδομένο ότι σχεδόν στο... σύνολό τους οι πολιτικοί εκπρόσωποι των κυρίαρχων ελίτ στον δυτικό κόσμο αναφέρονται τα τελευταία χρόνια στον «λαϊκισμό» όσων τολμούν να τους αμφισβητήσουν. Και είναι έτοιμοι να αποδώσουν την κατηγορία του «λαϊκιστή» σε εντελώς παράταιρα πολιτικά κινήματα και κόμματα.

Αυτός είναι ο λόγος που, παρά την πληθώρα σχετικών μελετών, η έννοια του «λαϊκισμού» είναι ακόμα αδιευκρίνιστη. Ισχύει και σήμερα η ρήση του Αμερικανού ιστορικού Ρίτσαρντ Χοφστάντερ (Richard Hofstadter), που τιτλοφόρησε το 1967 μια διάλεξή του «Ολοι μιλούν για τον λαϊκισμό, αλλά κανείς δεν μπορεί να τον ορίσει».

Οπως εξηγεί ο Εντσο Τραβέρσο, «ο λαϊκισμός είναι κυρίως ένα πολιτικό στιλ, ένα ύφος και όχι μια ιδεολογία». Με αυτή την έννοια «πρόκειται απλώς για [ένα] πολιτικό εργαλείο που αποσκοπεί στον στιγματισμό του αντιπάλου» και «η τρέχουσα χρήση του όρου για να υποδειχτούν οι πολιτικοί αντίπαλοι αποκαλύπτει μάλλον την περιφρόνηση για τον λαό» (Enzo Traverso, «Τα νέα πρόσωπα του φασισμού», μτφρ. Ν. Κούρκουλος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2017, σ. 22 κ.ε.).




Ειδικά, πάντως, στην Ελλάδα μπορεί να καταφεύγουν σε παρόμοια επιχειρήματα και στελέχη άλλων κομμάτων, όπως η Εύα Καϊλή, που διακήρυσσε από καιρό ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ευρώπη ανήκει στη λαϊκιστική περιθωριακή ομάδα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς» («Παραπολιτικά», 3.7.2020), αλλά ο κ. Μητσοτάκης έχει κάνει καριέρα ως «αντιλαϊκιστής». Ακόμα και η περιβόητη πτυχιακή του εργασία για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, από το 1990, είχε κεντρικό στόχο να αποδείξει τον «λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ», όπου ούτε λίγο ούτε πολύ κατηγορούσε τον Ανδρέα Παπανδρέου επειδή –ως «λαϊκιστής»– έπαιρνε υπόψη του τα αντιαμερικανικά αισθήματα του ελληνικού λαού την περίοδο της Μεταπολίτευσης.

Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι όποιος έχει παρακολουθήσει τον τρόπο που επέλεξε ο κ. Μητσοτάκης για να επικρατήσει το κόμμα του στις εκλογές του 2019 γνωρίζει βέβαια καλά ότι ο σημερινός πρωθυπουργός είναι η πιο ακραία περίπτωση «λαϊκιστή». Οχι μόνο ανέδειξε στην ηγεσία της Ν.Δ. τους πατεντάτους «εθνολαϊκιστές» του ΛΑΟΣ, αλλά δεν δίστασε να συμπορευτεί με το ρεύμα των λαϊκιστών «μακεδονομάχων», δίπλα σε κάθε λογής φανατικούς εθνικιστές, ρατσιστές, ακόμα και τη Χρυσή Αυγή.

Μη βιαστεί να πει κανείς ότι όλα αυτά τα λένε οι πολιτικοί αντίπαλοι του κ. Μητσοτάκη. Οπως αποκαλύπτουμε σήμερα, ακριβώς την ίδια διαπίστωση έκανε εγκαίρως ένας πολύ δικός του άνθρωπος, που δεν δίστασε να τον κατηγορήσει για λαϊκισμό σε δημόσια συζήτηση.

Ο λόγος για τον Βρετανό καθηγητή Κέβιν Φέδερστοουν (Kevin Featherstone), επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου του LSE. Ο κ. Μητσοτάκης τον θεωρεί απολύτως αξιοσέβαστο πρόσωπο και δεν χάνει ευκαιρία να συζητήσει μαζί του δημόσια ή να τον επικαλεστεί ως σύμβουλο. Μοναδική εξαίρεση σ’ αυτή τη θερμή προσωπική σχέση υπήρξε η δημόσια συζήτηση των δυο τους στις 15 Μαΐου 2017. Η συζήτηση φιλοξενήθηκε στο Ελληνικό Παρατηρητήριο του LSE και είχε τίτλο «Να νικήσουμε τον λαϊκισμό, υπερασπίζοντας την αλήθεια και απελευθερώνοντας τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας».

Στα πρώτα λεπτά της συζήτησης ο Φέδερστοουν αιφνιδίασε τον κ. Μητσοτάκη: «Ο τίτλος της συζήτησής μας ξεκινά με τη φράση “Να νικήσουμε τον λαϊκισμό” και προετοιμάζοντας προφανώς την εκδήλωση ανατρέξαμε στις δηλώσεις που έχετε κάνει και τις δηλώσεις του κόμματός σας. Αυτό το Σαββατοκύριακο ο εκπρόσωπος του κόμματος Βασίλης Κικίλιας δήλωσε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έριξε την Ελλάδα στα χέρια του ΔΝΤ. Μου φαίνεται λαϊκιστική αυτή η δήλωση».

Ο κ. Μητσοτάκης, αμήχανος, προσπάθησε να κάνει χιούμορ: «Δεν είδα αυτή τη δήλωση». Και στη συνέχεια ανέφερε γενικότητες περί λαϊκισμού που κατέληγαν στη θέση ότι η σημερινή κύρια πολιτική αντίθεση δεν βρίσκεται μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, αλλά μεταξύ του λαϊκισμού από τη μια μεριά και του μετριοπαθούς φιλελεύθερου ορθολογισμού από την άλλη.

Ο Φέδερστοουν δεν πείστηκε και επέμεινε με ειρωνική διάθεση: «Αλλά αν κάνατε μια ομιλία απόψε, φαντάζομαι ότι δεν θα χρησιμοποιούσατε τη φράση ότι η σημερινή κυβέρνηση [του ΣΥΡΙΖΑ] παραδίδει τη χώρα στα χέρια του ΔΝΤ». Ο κ. Μητσοτάκης υποχρεώθηκε να παραδεχτεί ότι η φράση ήταν λάθος («όχι, δεν θα χρησιμοποιούσα αυτή τη φράση») και δεν δίστασε να εξυμνήσει το ΔΝΤ («ορισμένες θέσεις του ΔΝΤ ήταν πράγματι ευθυγραμμισμένες με τα ελληνικά συμφέροντα»). Φρονίμως ποιών, ο κ. Μητσοτάκης έχει αποφύγει να αναρτήσει τη σκηνή αυτή, αλλά μπορεί κανείς να την αναζητήσει στο επίσημο κανάλι του LSE (https://tinyurl.com/2f2jgfjw, από το 06:40 κ.ε.).

Αλλά τι ακριβώς θεωρεί ότι κερδίζει ο κ. Μητσοτάκης με την απατηλή εκστρατεία του κατά του «λαϊκισμού»; Μα, όπως επισημαίνει ο Τραβέρσο, «στον νεοφιλελεύθερο κόσμο η υπεράσπιση του κράτους προνοίας μοιάζει ανατρεπτική» και «όταν αποδέχεται κανείς την έννοια του λαϊκισμού, η διαίρεση Δεξιάς/Αριστεράς σαν πυξίδα της πολιτικής σφαίρας γίνεται παρωχημένη και άχρηστη» (ό.π., σ. 24 και 47). Η επιμονή του αρχηγού της Ν.Δ. να εξαφανίσει την αντίθεση αυτή είναι ορατή σε κάθε του βήμα. Και βέβαια είναι απαραίτητη για κάποιον που έχει ενσωματώσει στο άμεσο πολιτικό του περιβάλλον τις πιο κραυγαλέες εκδοχές της σύγχρονης Ακροδεξιάς...

efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.