Η επέτειος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου υπήρξε, ως γνωστόν, η μόνη, ο εορτασμός της οποίας επιβλήθηκε -τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια- από τα κάτω, σ’ ένα κράτος που παλινδρομούσε ανάμεσα στη θεσμικά αυτονόητη συνέχειά του και στις προθέσεις των τότε κυβερνώντων να τονίσουν τη διαφορά τους από τους «άφρονες» συνταγματάρχες της δικτατορίας που προηγήθηκε. Οι... κυριότερες ενστάσεις πήγαζαν, βέβαια, και τότε από το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τις άλλες μεγάλες επετείους, η απότιση φόρου τιμής στο Πολυτεχνείο ισοδυναμεί με δικαίωση της αντίστασης (όχι στον εξωτερικό εχθρό αλλά) σε μια εγχώρια εξουσία, και δη με εθνικιστικό πρόσημο· εξ ου και η μακροβιότητα αυτών των ενστάσεων, όπως απέδειξε η πρόσφατη διατύπωσή τους στη Βουλή, διά στόματος Συρίγου.
Εξίσου κομβικό επιχείρημα κατά της συμβολικής κορύφωσης του επίμαχου εορτασμού, της επετειακής πορείας προς την αμερικανική πρεσβεία, υπήρξε όμως παλιότερα κι ένας άλλος ισχυρισμός: η προσπάθεια αποσύνδεσης των ΗΠΑ, στη συλλογική συνείδηση, τόσο από την ίδια την επιβολή της δικτατορίας όσο κι από το αιματηρό απόγειο της τρομοκρατίας του στρατιωτικού καθεστώτος, τον Νοέμβριο του 1973. Σχετικά δειλά τη δεκαετία του 1970, όταν οι βίαιες απαγορεύσεις της πορείας προς την πρεσβεία από τις κυβερνήσεις της Ν.Δ. μεταξύ 1976 και 1979 επιβλήθηκαν μεν κάτω από την πίεση της Ουάσινγκτον, όπως αποδεικνύουν τα σχετικά ντοκουμέντα (βλ. «Με τα μάτια της πρεσβείας», «Εφ.Συν.», 15.11.2014), δικαιολογήθηκαν όμως -αρχικά τουλάχιστον- κυρίως με βάση «εθνικές» προτεραιότητες (την ανάγκη για βελτίωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ, λόγω τουρκικής «απειλής»). Συστηματικότερα δε από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, μετά την εδώ πρεσβευτική θητεία του Ρόμπερτ Κίλι (1985-1989) – πρώτου γραμματέα της το 1966-1970 και αρχιτέκτονα, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, μιας συστηματικής ανασύστασης των γεγονότων του 1967 με τρόπο που ξεπλένει ουσιαστικά τις ΗΠΑ, υπερτονίζοντας τις διαφωνίες κι ενστάσεις μιας μερίδας Αμερικανών διπλωματών με το πραξικόπημα και υποβαθμίζοντας τις κρίσιμες σχετικές κεντρικές επιλογές της Ουάσινγκτον.
Ως εγχώριο εφαλτήριο για τη διάδοση αυτών των αναλύσεων χρησιμοποιήθηκε κυρίως η εσκεμμένη παρανάγνωση του πρώτου βιβλίου του Αλέξη Παπαχελά («Ο βιασμός της ελληνικής δημοκρατίας. Ο αμερικανικός παράγων, 1947-1967», Αθήνα 1997). Οχι το ίδιο το βιβλίο, που βασίστηκε κυρίως σε αμερικανικά διπλωματικά έγγραφα και συνεντεύξεις στελεχών, με πρώτο χρονικά τον Ρόμπερτ Κίλι (25/1/1992), και περιέχει ορισμένα άκρως αποκαλυπτικά τεκμήρια (όπως ο κατάλογος των μετέπειτα πραξικοπηματιών σε έκθεση της CIA τον Δεκέμβριο του 1966 ή η φωτογραφία του Παπαδόπουλου με τον πράκτορα της CIA Τζορτζ Στίβενς σε κυνήγι αγριογούρουνου στο Νευροκόπι το 1965), αλλά μια εκλαϊκευτική ερμηνεία του από «επιδραστικούς» δημοσιογράφους, που «διάβασαν» σ’ αυτό την πλήρη αθωότητα των ΗΠΑ για την επιβολή της χούντας. Αξιοποιώντας, βέβαια, τη σύγχυση που προκαλεί επ’ αυτού μια εξιστόρηση επικεντρωμένη στον εσωτερικό διάλογο των υπερατλαντικών κρατικών υπηρεσιών, δίχως σαφή διάκριση των αποφασιστικών κινήσεων από τη γραφειοκρατική ζύμωση που προηγήθηκε.
Εν όψει της 49ης επετείου της αντιδικτατορικής εξέγερσης, δημοσιεύουμε έτσι σήμερα εδώ το σύνολο των διαθέσιμων (και άκρως εύγλωττων) τεκμηρίων που αφορούν τη διαχείριση του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 από την ανώτατη αμερικανική ηγεσία. Ο λόγος για τα σχετικά έγγραφα του διημέρου 21-22.4.1967 που περιλαμβάνονται στο αρχείο του τότε Αμερικανού προέδρου, Λίντον Τζόνσον, στην ομώνυμη βιβλιοθήκη· συγκεκριμένα, στους φακέλους «Φάκελοι Εθνικής Ασφαλείας / Ελλάδα, 1.1966-7.1967» (κουτί 126, δέσμη 8) και «Μνημόνια προς τον πρόεδρο» (κουτί 15, δέσμες 3 & 4). Εγγραφα που μας επιτρέπουν να εξετάσουμε πώς ακριβώς αντιμετώπισαν την κατάλυση της («επιτηρούμενης», έστω) μετεμφυλιακής δημοκρατίας, όχι «οι Αμερικανοί» (γενικώς) ή κάποιοι διπλωμάτες (ειδικότερα), αλλά η ίδια η ηγεσία της υπερατλαντικής συμμάχου, προστάτιδας κι εγγυήτριας του εγχώριου αστικού καθεστώτος. Οπως διαπιστώνουμε απ’ αυτά τα ντοκουμέντα, αποκλειστική μέριμνα της αμερικανικής ηγεσίας ήταν, σε τελική ανάλυση, πώς θ’ αποφύγει ενδεχόμενη αντίσταση στο πραξικόπημα από κάποια νομιμόφρονα μερίδα του ελληνικού στρατού – τη μόνη, δηλαδή, πρακτική πιθανότητα αποτυχίας του πραξικοπήματος, με δεδομένο τον τότε συσχετισμό δυνάμεων.
Οι πρώτες ειδήσεις
Το πρώτο χρονικά έγγραφο αυτών των φακέλων, σχετικά με το πραξικόπημα στην Ελλάδα, είναι ένα μεταμεσονύκτιο σημείωμα του υπευθύνου του Κέντρου Επιχειρήσεων του Λευκού Οίκου προς τον Τζόνσον, με σύνοψη των πρώτων πληροφοριών από την πρεσβεία (Φ.126.8, φ.32):
«Κύριε Πρόεδρε
Ο πρέσβης Τάλμποτ, βάσει περιορισμένων πληροφοριών, αναφέρει από την Αθήνα πως η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να έχει ανατραπεί από στρατιωτικό πραξικόπημα νωρίς το πρωί της 21ης Απριλίου. Ο πρωθυπουργός συνελήφθη, καθώς και άλλοι πολιτικοί ηγέτες. Ο πρέσβης δεν έχει ακόμη καμιά πληροφορία για τους εμπνευστές του πραξικοπήματος, υποθέτει όμως ότι έγινε από ανώτατους στρατιωτικούς».
Ακολούθησε, λίγες ώρες αργότερα, μνημόνιο του συμβούλου εθνικής ασφαλείας του Τζόνσον, Ουόλτερ Ράστοου, με πληροφορίες για όσα γνώριζαν μέχρι τις 9 π.μ. (ώρα Ουάσινγκτον) οι επιτελείς της αμερικανικής κυβέρνησης (Φ.15.4, φ.18).
Για να διαβασετε ολόκληρο το κείμενο του Τάσου Κωστόπουλου, πατήστε ΕΔΩ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου