Το άρθρο 18 του νομοσχεδίου για τις παρακολουθήσεις που έθεσε σε δημόσια διαβούλευση η κυβέρνηση δεν είναι το πιο σημαντικό του συγκεκριμένου νομοθετήματος. Όχι όταν στον προτεινόμενο νόμο περιέχονται διατάξεις που «κουκουλώνουν» για 3 χρόνια τις παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων που έγιναν επί διακυβέρνησης Ν.Δ και άλλες με τις δίνεται η... δυνατότητα να παρακολουθούνται οι πάντες χωρίς όρια και φραγμό.
Ενδεικτικά αξίζει να αναφερθεί ο ορισμός της έννοιας «εθνική ασφάλεια» που περιλαμβάνει ακόμη εκτός από την άμυνα & την εξωτερική πολιτική την «εθνική οικονομία» γενικώς και φθάνει έως και την … «προστασία του περιβάλλοντος».
Έχει όμως μία ιδιαίτερη πολιτική σημασία. Γιατί με αυτό ορίζεται – κατ’ απόλυτο τρόπο- ότι πλέον ο διοικητής της ΕΥΠ πρέπει να πρεσβευτής ή ανώτατος αξιωματικός. Δηλαδή με την διάταξη αυτή «ακυρώνεται» μία επιλογή που έκανε ο ίδιος ο πρωθυπουργός τον Αύγουστο του 2019, τότε που η Ν.Δ ήρθε στην εξουσία, ορίζοντας διοικητή από τον ιδιωτικό τομέα (και μάλιστα χωρίς πτυχίο όπως κατήγγειλε τότε η αντιπολίτευση).
Τον περίφημο Παναγιώτη Κοντολέοντα που «παραιτήθηκε» 3 χρόνια αργότερα, έχοντας «επισυνδέσει» τον Νίκο Ανδρουλάκη. Βυθίζοντας έτσι την κυβέρνηση στο σκάνδαλο των υποκλοπών και σαμποτάροντας την όποια δυνατότητα της Νέας Δημοκρατίας να συγκυβερνήσει με το ΠΑΣΟΚ μετεκλογικά.
Ουσιαστικά το άρθρο αυτό συνιστά μια παραδοχή του ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης ακολούθησε μια πολιτική που αφενός πλήρωσε ακριβά ο ίδιος, αφετέρου είχε αρνητικές επιπτώσεις στην ίδια την ΕΥΠ και κατ’ επέκταση σε αυτό που αποκαλείται «ασφάλεια της χώρας». Άλλωστε για τον λόγο αυτό στο ίδιο νομοσχέδιο προβλέπεται και μηχανισμός ανασύστασης του «προφίλ» της ΕΥΠ με την δημιουργία γραφείου τύπου και επικοινωνίας. Επίσης το άρθρο αυτό «πάει κόντρα» στην γενικότερη φιλοσοφία της ηγετικής ομάδας της Ν.Δ που επαίρονταν για το ότι στην αρχική σύνθεση της κυβέρνησης της μετείχαν «άνθρωποι της αγοράς» (αρκετοί εκ των οποίων έχουν απομακρυνθεί σήμερα ή έχουν υποβαθμιστεί).
Αξίζει να θυμίσουμε με πόσο σθένος υπερασπίζονταν ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης το 2019 την επιλογή του πρωθυπουργού για την διοίκηση της ΕΥΠ. Απαντώντας στις 30 Αυγούστου στην κριτική που ασκούσε η αντιπολίτευση και ιδίως οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Τζανακόπουλος και Γιάννης Ραγκούσης, έλεγε: «Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών σημαίνει ένα και μόνο πράγμα, τη δυνατότητα της Κυβέρνησης να θέτει τους όρους έτσι ώστε να μπορεί η υπηρεσία αυτή να λειτουργεί υπέρ του δημοσίου συμφέροντος, της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας τάξης. Εκτός αν θέλετε την επιλογή αυτή σε ότι αφορά και τα προσόντα και τα πρόσωπα να τα αφήσουμε στην Αντιπολίτευση». Επίσης ο ίδιος υπουργός κατηγορούσε την αντιπολίτευση λέγοντας ότι δημιουργεί συνθήκες αντιπαράθεσης για την ΕΥΠ κάνοντας ζημία στα συμφέροντα της χώρας.
Η έπαρση αυτή έχει σήμερα χαθεί. Μάλιστα στο νομοσχέδιό της η κυβέρνηση επαναφέρει την προϋπόθεση της έγκρισης του εκάστοτε διοικητή της ΕΥΠ από τα κοινοβούλιο. Δείχνοντας ότι επιθυμεί – έστω και με ελεγχόμενο τρόπο αφού η κυβέρνηση συνήθως διαθέτει κοινοβουλευτική πλειοψηφία- να προσδώσει έναν «διακομματικό» χαρακτήρα. Οι «διορθώσεις» αυτές βέβαια έρχονται πολύ αργά. Η χιονοστιβάδα των αποκαλύψεων και η προοπτική της τεκμηρίωσης της δράσης της ΕΥΠ σε συνεργεασια με κέντρα χρήσης πανάκριβων λογισμικών παρακολούθησης όπως το Predator δεν φαίνεται ότι μπορεί πλέον να ανασχεθεί.
Στο πολιτικό επίπεδο η «ζημιά» μοιάζει ανεπανόρθωτη. Δεν μπορεί επίσης παρά να εικάσει κανείς πως μια τέτοια κυβερνητική «οπισθοχώρηση» εμπεριέχει και έντονες διεργασίες στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας. Ασχέτως με το αν αυτές έχουν «βγει προς τα έξω» στην ολότητά τους.
Όλα τα παραπάνω όμως δεν συνοδεύθηκαν από το αυτονόητο: Δηλαδή μια αυτοκριτική του πρωθυπουργού για τον χαρακτήρα των επιλογών του. Η κυβέρνηση μιλά για εσφαλμένους χειρισμούς, για ακατάλληλα πρόσωπα, για ανεπάρκεια νομοθετικών πλαισίων. Όχι όμως για λάθος πολιτική.
Αντιθέτως εμμένει στο αφήγημα του πρωθυπουργού που δεν ήξερε, δεν γνώριζε και τελικά «προδόθηκε» η εμπιστοσύνη που έδειξε σε συνεργάτες του. Υπάρχουν όμως δύο λόγοι που συμβαίνει αυτό: Ο πρώτος είναι γιατί η ίδια πολιτική εξακολουθεί να ασκείται σε άλλους τομείς και οργανισμούς. Ο δεύτερος -και βασικός- ειναι πως αν ο πρωθυπουργός παραδεχθεί ένα τέτοιο «λάθος» πρέπει παράλληλα να εξηγήσει και τους λόγους που τον οδήγησαν εκει. Κι αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να πει δημόσια...
Γεράσιμος Λιβιτσάνος
news247.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου