Ως καταλύτης ευρύτερων, γεωπολιτικών εξελίξεων λογίζονται οι ενδιάμεσες εκλογές των ΗΠΑ, καθώς οι κάλπες που ανοίγουν σήμερα, εκτιμάται ότι θα επηρεάσουν για πρώτη φορά την αμερικανική εξωτερική πολιτική σε τόσο μεγάλο βαθμό, ανακατευθύνοντας στόχους και προτεραιότητες.
Η πανδημία του κορωνοϊού και η ενεργειακή κρίση που πυροδότησε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, έφεραν στην... επιφάνεια το αίτημα της αμερικανικής κοινωνίας για επιστροφή στην κανονικότητα, μόνο που αυτό έπεσε με φόρα στον τοίχο του «ιστορικού πληθωρισμού», χειρότερου των τελευταίων 40 χρόνων, με τους Δημοκρατικούς να βρίσκονται αντιμέτωποι τώρα με δυσοίωνα σενάρια, αναφορικά με τα εκλογικά αποτελέσματα.
Στο επικρατέστερο σενάριο, οι Δημοκρατικοί, οι οποίοι κατέχουν την πλειοψηφία και στα δύο νομοθετικά σώματα των ΗΠΑ, φέρονται να χάνουν την πρωτοκαθεδρία στη Βουλή των Αντιπροσώπων (που αριθμεί 435 έδρες), ενώ μάχη στήθος με στήθος αναμένεται να δοθεί σε μια σειρά από αμφίρροπες πολιτείες, στις οποίες θα κριθούν οριστικά οι νέοι συσχετισμοί στη Γερουσία.
Αν το «κόκκινο» τσουνάμι διαμαρτυρίας για τον πληθωρισμό, την εγκληματικότητα και το μεταναστευτικό κορυφωθεί, οι Ρεπουμπλικάνοι θα επικρατήσουν και στα δύο σώματα, εμφανίζοντας, μάλιστα, ανοδική τάση τις τελευταίες ημέρες, ενώ ισχνό φαντάζει το ενδεχόμενο οι Δημοκρατικοί να εξασφαλίσουν μια διετή παράταση της πλειοψηφίας των σωμάτων, διατηρώντας, δηλαδή τον έλεγχο αμφότερων, όπως ισχύει σήμερα.
Δεδομένης της βαρύτητας του ρόλου της Γερουσίας, η οποία αποτελείται από 100 μέλη, 35 εκ των οποίων επανεκλέγονται σήμερα, τα δύο αντίπαλα κομματικά στρατόπεδα έχουν επιδοθεί σε μια μάχη μέχρι τελικής πτώσης, καθώς οι νέες ισορροπίες στο αμερικανικό Κογκρέσο θα κριθούν κυριολεκτικά πόρτα πόρτα. Εκτός, ωστόσο, από την πορεία της αμερικανικής οικονομίας το επόμενο διάστημα, αλλά και τα κοινωνικά προγράμματα, η γεωπολιτική ρευστότητα των τελευταίων χρόνων έχει εμπλουτίσει την εσωτερική -και προεκλογική- ατζέντα με θέματα διεθνούς ενδιαφέροντος, όπως οι ευρωατλαντικές σχέσεις, αλλά και η προβολή ισχύος των ΗΠΑ στον Ινδο-Ειρηνικό και την Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Πονοκέφαλος οι «τραμπικοί»
Ως εκ τούτου, οι ενδιάμεσες εκλογές των ΗΠΑ αποκτούν έντονο ελληνικό χρώμα, καθώς εκτός από τους 6 υποψήφιους ελληνικής καταγωγής για το Κογκρέσο, η ψήφος της ελληνικής ομογένειας βαραίνει σοβαρά στους υπολογισμούς των δύο κομματικών επιτελείων, όχι τόσο λόγω μεγέθους, αλλά κυρίως λόγω πολιτικής επιρροής, αφού οι Ελληνοαμερικανοί αποτελούν ιδρυτική εθνοτική ομάδα των ΗΠΑ και διαθέτουν μεγάλη διείσδυση σε ολόκληρα στρώματα της αμερικανικής κοινωνίας.
Σε περίπτωση, ωστόσο, καθολικής επικράτησης των Ρεπουμπλικάνων, δηλαδή νίκης τους και στη Βουλή και στη Γερουσία, δεν αποκλείεται η προβολή ισχύος των ΗΠΑ στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο να ατονήσει, αφενός γιατί οι προτεραιότητές τους εστιάζουν στην τρέχουσα οικονομική τους κατάσταση και αφετέρου γιατί στις νέες συνθέσεις των δύο σωμάτων αναμένεται να συμμετάσχουν αρκετοί βουλευτές και γερουσιαστές «τραμπικών» καταβολών, οι οποίοι υποστηρίχθηκαν ανοιχτά όλο το προηγούμενο διάστημα από τον πρώην Πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ και επιδιώκουν την επανεκλογή του στην Προεδρία, το 2024.
Λαμβάνοντας υπόψη τους πολύ στενούς δεσμούς του Ντόναλντ Τραμπ με την πολιτική ηγεσία της Τουρκίας, η επάνοδος του πρώην Προέδρου των ΗΠΑ στα πράγματα «δια αντιπροσώπων», δηλαδή όσων μελών καταφέρει να εκλέξει ο ίδιος στο Κογκρέσο, θεωρείται ότι μπορεί να εκτρέψει σε έναν βαθμό την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου από τη σημερινή της τροχιά, πολύ περισσότερο όταν ο Ντόναλντ Τραμπ εκτιμάται ότι θα ανακοινώσει επίσημα την υποψηφιότητά του για την Προεδρία του 2024 (διαγράφοντας ρεκόρ ως προς το πρόωρο των ανακοινώσεων) την επόμενη εβδομάδα, σε μια προσπάθεια να «ανέβει» στο τυχόν σαρωτικό κύμα των Ρεπουμπλικάνων.
Η έξοδος Μενέντεζ
Τις ισορροπίες στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο εικάζεται ότι μπορεί να διαταράξει ακόμη περισσότερο μια ενδεχόμενη, σαρωτική επικράτηση των Ρεπουμπλικανών, καθώς σε περίπτωση νίκης τους στη Γερουσία, περνούν υπό τον έλεγχό τους όλες οι Προεδρίες των επιμέρους επιτροπών της, όπως αυτή της Επιτροπής των Εξωτερικών Σχέσεων, με επικεφαλής σήμερα το Δημοκρατικό Γερουσιαστή, Ρόμπερτ Μενέντεζ.
Η απομάκρυνση του τελευταίου, σε περίπτωση απώλειας της Γερουσίας για τους Δημοκρατικούς, δεν αποκλείεται να σημάνει το τέλος σειράς νομοθετικών πρωτοβουλιών που ο κ. Μενέντεζ είχε προσωπικά δρομολογήσει, όπως το βέτο του αναφορικά με την αναβάθμιση των τουρκικών F-16 από τις ΗΠΑ, προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση του Τούρκου Προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος είχε δηλώσει τότε για τον Ρόμπερτ Μενέντεζ και για την ομάδα Γερουσιαστών που στοιχήθηκαν πίσω από το βέτο του πως «οι σχέσεις τους με την Ελλάδα αποτελούν επίσης αντικείμενο ξεχωριστής μελέτης. Γιατί είναι τόσο προκατειλημμένοι;».
Ακόμη και αν η έξοδος Μενέντεζ ανοίξει το δρόμο για την ανάδειξη «ψύχραιμου» Ρεπουμπλικάνου Γερουσιαστή στη θέση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας των ΗΠΑ, όπως για παράδειγμα του μετριοπαθούς Τζιμ Ρις, δύσκολα κανείς θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η λειτουργία της Επιτροπής στο μέλλον θα αγνοεί τελείως το ευρύτερο πολιτικό κλίμα, το οποίο αναμένεται σε κάθε περίπτωση βαρύ, καθώς τόσο τα μέλη του Κογκρέσου που αναφέρονται στον Ντόναλντ Τραμπ, όσο και οι οπαδοί του παραμένουν «αρνητές των εκλογών», δηλαδή υπέρμαχοι της άποψης ότι υπήρξε νοθεία στις Προεδρικές εκλογές του 2020, με τους περισσότερους αναλυτές να κρατούν την ανάσα τους αναφορικά με την αποδοχή του σημερινού εκλογικού αποτελέσματος.
Η ροπή μέρους της αμερικανικής κοινωνίας προς τον ακροδεξιό εξτρεμισμό ερμηνεύει τις απόψεις περί μάχης επιβίωσης της αμερικανικής δημοκρατίας στη σημερινή κάλπη, τη στιγμή που το FBI και άλλες αμερικανικές αρχές ασφαλείας έχουν προετοιμαστεί για όλα τα ενδεχόμενα, ανάμεσα στα οποία και αυτό της εκδήλωσης κοινωνικών ταραχών, μετά την ανάγνωση των τελικών αποτελεσμάτων...
protothema.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου