Στον λάκκο με τα λιοντάρια ρίχνει τώρα ανοιχτά –εκτός από τον τέως διοικητή της ΕΥΠ Παναγιώτη Κοντολέοντα– και τον ίδιο... τον ανιψιό του και τέως γενικό γραμματέα του, Γρηγόρη Δημητριάδη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε μια προσπάθεια να μεταθέσει τις ευθύνες του στους μέχρι πρότινος στενούς του συνεργάτες προκειμένου να διασωθεί ο ίδιος.
Και πάνω στην ίδια προσπάθεια, ο πρωθυπουργός –ο οποίος επιχειρεί πάση θυσία να κρυφτεί πίσω από τη γραμμή της «άγνοιας» παρότι βέβαια είναι ο πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ– προχωρά σε παραδοχές που έως τώρα δεν είχε κάνει και οι οποίες καταρρίπτουν το κυβερνητικό αφήγημα περί «νομιμότητας» των επισυνδέσεων. Την ίδια ώρα ψάχνοντας να καλυφτεί πίσω από θεωρίες συνωμοσίας για σκοτεινές δυνάμεις που τον επιβουλεύονται και που μηχανορραφούν εναντίον του, φτάνει στο σημείο ουσιαστικά να κατηγορήσει τους κ. Δημητριάδη και Κοντολέοντα –δηλαδή τους πιο δικούς του ανθρώπους– ότι έπαιξαν αυτόν τον ρόλο σε βάρος του.
Πάμε όμως να τα δούμε όλα αυτά αναλυτικά. Ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος στην Ελλάδα προσπαθεί να συγκαλύψει το σκάνδαλο των υποκλοπών και να το εξαφανίσει από την ατζέντα της επικαιρότητας, όταν απευθύνεται στο εξωτερικό δεν παύει να βρίσκεται αντιμέτωπος με τα ερωτήματα του διεθνούς Τύπου για την υπόθεση αυτή και με την πίεση που το γεγονός αυτό του προκαλεί. Τώρα ήταν η σειρά των Sunday Times να αναφερθούν, μεταξύ άλλων, στο θέμα, μέσα από μια συνέντευξη που ο Ελληνας πρωθυπουργός τους παραχώρησε και η οποία κατά τα λοιπά εστιάζει κυρίως στο ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα. Η είδηση όμως εδώ δεν είναι ότι ο Κυρ. Μητσοτάκης υποχρεώθηκε να ξανατοποθετηθεί για το θέμα των υποκλοπών, αλλά το τι επέλεξε αυτή τη φορά να πει.
Ισχυρίστηκε λοιπόν ότι «δεν έχω καταφέρει να ξεκαθαρίσω την υπόθεση. Οι εξηγήσεις δεν ήταν επαρκείς και γι’ αυτό έπρεπε να αποπέμψω δύο άτομα», καθώς και ότι «αν κάποιος ήθελε να βάλει μια σφήνα μεταξύ εμού και του ΠΑΣΟΚ, που αποτελούν πιθανούς συνεργάτες σε έναν συνασπισμό, σίγουρα το έχει πετύχει». Ας τα πάρουμε ένα-ένα: Πρώτα απ’ όλα ο πρωθυπουργός ισχυρίζεται ότι δεν έχει «καταφέρει να ξεκαθαρίσει» την υπόθεση, όταν είναι ο ίδιος που είναι ο πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ, την οποία πήρε εξαρχής στο προσωπικό του γραφείο, και όταν είναι ο ίδιος που επιμένει να κρύβεται πίσω από το «απόρρητο» της δράσης των μυστικών υπηρεσιών, τασσόμενος κατά της άρσης του για το συγκεκριμένο ζήτημα και υποχρεώνοντας έτσι και όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα που εμπλέκονται στην υπόθεση να σιωπούν κάτω από αυτό, στέλνοντάς τους μήνυμα «ομερτά». Κατά δεύτερον, μας λέει ότι ζήτησε «εξηγήσεις» από τους Γρηγόρη Δημητριάδη και Παναγιώτη Κοντολέοντα, αλλά αυτές που του έδωσαν «δεν ήταν επαρκείς» κι επομένως τους απέπεμψε.
Εντάξει, τον κ. Κοντολέοντα τον είχε ήδη ρίξει στα λιοντάρια, προσπαθώντας να διασώσει τον εαυτό του, προκειμένου να υπηρετηθεί ο ισχυρισμός του ότι δεν γνώριζε για την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη. Τόσο που, για να τον υπηρετήσει ο τέως διοικητής της ΕΥΠ, φέρεται να ισχυρίστηκε στην εξεταστική πως ούτε καν τον «παραίτησαν», αλλά ότι παραιτήθηκε μόνος του.
Με τον κ. Δημητριάδη όμως ο χειρισμός ήταν διαφορετικός. Πρώτα το μέγαρο Μαξίμου είχε προσπαθήσει να τον περισώσει, αποδίδοντας την παραίτησή του στο «κλίμα τοξικότητας» και όχι στο ζήτημα των ευθυνών του. Μετά άλλαξε ρότα και ήρθε ο κ. Μητσοτάκης να του χρεώσει τελικά την «αντικειμενική πολιτική ευθύνη», σε μια απέλπιδα προσπάθεια να την αποσείσει από πάνω του, αφού, ως γνωστόν, εξ ορισμού ανήκει στον πολιτικό προϊστάμενο, δηλαδή στον ίδιο. Και τώρα πια τον πετάει και αυτόν ευθέως στα λιοντάρια χρεώνοντάς του «μη επαρκείς εξηγήσεις» και μεταθέτοντάς του όλη τη δική του ευθύνη. Κάτι που βέβαια έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με τις μεθοδεύσεις του Μαξίμου να μην κληθεί ο κ. Δημητριάδης (και κανένα άλλο πολιτικό πρόσωπο πλην του θιγόμενου κ. Ανδρουλάκη) στην εξεταστική επιτροπή, την οποία μετέτρεψε έτσι σε παρωδία. Αλλά ταυτόχρονα προκαλεί και το ερώτημα πώς, με αυτόν τον ρόλο που ο πρωθυπουργός παραδέχεται ότι ο κ. Δημητριάδης είχε αναφορικά με την ΕΥΠ, είναι δυνατόν ο τελευταίος να μην ενημέρωνε τον πολιτικό του προϊστάμενο και θείο του.
Αλλά την ίδια ώρα, η δήλωση Μητσοτάκη περί «μη επαρκών εξηγήσεων» θέτει και ζήτημα νομιμότητας των επισυνδέσεων, διότι αν ήταν «νόμιμες», όπως κατά τα άλλα ισχυρίζεται ο πρωθυπουργός, θα έπρεπε να έχουν και επαρκείς εξηγήσεις. Και φτάνουμε στην τελευταία φράση του κ. Μητσοτάκη για τον «κάποιο» που «πέτυχε να βάλει σφήνα» μεταξύ του ίδιου και του ΠΑΣΟΚ. Μέχρι τώρα ο ίδιος και η κυβέρνηση μας είχαν συνηθίσει στις θεωρίες συνωμοσίας ότι για τις υποκλοπές υπάρχει είτε ρωσικός είτε τουρκικός «δάκτυλος». Τώρα επικαλείται μια άλλη θεωρία συνωμοσίας κάποιων που ήθελαν να διαταράξουν τη σχέση του με τον κ. Ανδρουλάκη. Και η κατηγορία αυτή του πρωθυπουργού εκτοξεύεται ασφαλώς σε βάρος των δύο που αποπέμφθηκαν ως υπεύθυνοι για τις υποκλοπές. Δηλαδή σε βάρος του άτυπου νούμερο 2 της κυβέρνησης και ανιψιού του, καθώς και του ανθρώπου για χάρη του οποίου άλλαξε τον νόμο για να τον κάνει διοικητή της ΕΥΠ. Αυτούς κατηγορεί ότι ενήργησαν είτε για λογαριασμό δικό τους είτε κάποιου άλλου, ώστε να καταρρεύσει το σενάριο συγκυβέρνησης με το ΠΑΣΟΚ (!). Αλλά, προκειμένου να διασωθεί ο ίδιος, δεν διστάζει να ρίξει στην πυρά τους πιο στενούς του συνεργάτες.
«Δεν του φτάνει η κοροϊδία σε 11 εκατομμύρια Ελληνες, τώρα θέλει να την διευρύνει και σε 67 εκατομμύρια Βρετανούς;» διερωτήθηκε το ΠΑΣΟΚ, σχολιάζοντας πως ο πρωθυπουργός «προσποιείται ότι δεν γνωρίζει την ουσία της υπόθεσης» και πως «αλλάζει τις εκδοχές σαν τα πουκάμισα»...
Γιάννης Μπασκάκης
Η Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου