Ο Λευκός Οίκος ορίζει την Κίνα –και όχι τη Ρωσία– ως τη μεγαλύτερη πρόκληση για τη διατήρηση της παγκόσμιας τάξης. Στη νέα στρατηγική ασφάλειας των ΗΠΑ επισημαίνεται πως στην αντιπαλότητα αυτήν οι ΗΠΑ πρέπει απαραιτήτως να κερδίσουν τον οικονομικό πόλεμο στην κούρσα για τη διατήρηση του... τίτλου της υπερδύναμης: «Θα πρέπει να λάβουμε μέτρα για να βεβαιωθούμε πως ξεπερνάμε σε ανταγωνιστικότητα τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας στην τεχνολογία, την οικονομία, την πολιτική, στον στρατό, στις μυστικές υπηρεσίες και στα πεδία της παγκόσμιας κυριαρχίας».
Την ίδια ώρα στο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας ο πρόεδρος Σι, που θα εκλεγεί για τρίτη φορά επικεφαλής του κόμματος, της κυβέρνησης και των ενόπλων δυνάμεων, μιλώντας για την Ταϊβάν αναφέρει ότι η «πλήρης επανένωση πρέπει να πραγματοποιηθεί και μπορεί χωρίς αμφιβολία να επιτευχθεί… Θα προσπαθήσουμε να επιδιώξουμε την προοπτική μιας ειρηνικής επανένωσης, με τη μεγαλύτερη ειλικρίνεια και τις μεγαλύτερες προσπάθειες, αλλά δεν θα δεσμευτούμε ποτέ να εγκαταλείψουμε τη χρήση βίας και επιφυλασσόμαστε της δυνατότητας να λάβουμε όλα τα απαραίτητα μέτρα».
Και για όποιον δεν κατάλαβε πρόσθεσε: «Διεξαγάγαμε με αποφασιστικότητα αγώνα κατά των αυτονομιστικών τάσεων και της ανάμειξης και καταδείξαμε την αποφασιστικότητά μας και την ικανότητά μας να διαφυλάξουμε την εθνική κυριαρχία, την εδαφική ακεραιότητα και να αντιταχθούμε στην ανεξαρτησία της Ταϊβάν». Ο Κινέζος πρόεδρος έκανε τη σύγκριση με το Χονγκ Κονγκ σημειώνοντας ότι «εισήλθε σε μια νέα φάση στην οποία η τάξη έχει αποκατασταθεί και η περιοχή είναι έτοιμη να ανθήσει». Πώς εισήλθε; Καταστέλλοντας κάθε διαμαρτυρία. Ασήμαντη λεπτομέρεια για τον Κινέζο ηγέτη.
Το πρώτο ερώτημα είναι αν η σημερινή Αμερική είναι σε θέση να διαχειριστεί με αποτελεσματικότητα ταυτοχρόνως δύο μεγάλα μέτωπα. Το ένα με τη Ρωσία, το άλλο με την Κίνα. Δεν τα κατάφερε στο παρελθόν και αναγκάστηκε να συμμαχήσει έστω σε τακτική βάση με την Κίνα όταν ήταν κυρίαρχη και στο οικονομικό και στο στρατιωτικό επίπεδο. Το δεύτερο ερώτημα είναι αν μπορεί να ανταποκριθεί στην περίπτωση που Ρωσία και Κίνα ενώσουν τις δυνάμεις τους για να αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό.
Κάποια δείγματα γραφής προς αυτήν την κατεύθυνση είχαμε από τη Μόσχα και το Πεκίνο με αφορμή την κρίση στην Ουκρανία. Το τρίτο ερώτημα είναι αν θα συναινέσουν οι ισχυρές χώρες της Ευρώπης. Και η Γερμανία και η Γαλλία ποντάρουν πολλά για την οικονομική ανάπτυξή τους στη μεγάλη αγορά της Κίνας. Αν τα πράγματα ζορίσουν με την Ταιβάν και οι ΗΠΑ επιλέξουν τον δρόμο των κυρώσεων για να περιορίσουν την εμπορική και οικονομική εμβέλεια της Κίνας, θα στηρίξουν αυτήν την πολιτική η Γερμανία, η Γαλλία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες που έχουν σχέσεις με την Κίνα;
Ηδη οι οικονομίες τους έχουν υποστεί βαριά πλήγματα από τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία. Θα αντέξουν έναν δεύτερο γύρο; Καραδοκεί ο κίνδυνος των εξεγέρσεων στις δυτικές κοινωνίες. Οι πολίτες των δυτικών χωρών θα επικυρώσουν με την αδράνειά τους τέτοιες πολιτικές;
Θα δεχτούν να παραμυθιαστούν από τις βροντώδεις επαγγελίες των διευθυντικών ελίτ ότι κάποια στιγμή θα έρθουν οι καλύτερες μέρες; Υπάρχει όμως και ακόμη ένα ερώτημα που αφορά τις μικρότερες χώρες, δηλαδή αυτές που λειτουργούν ως προβλέψιμοι και δεδομένοι εταίροι, όπως για παράδειγμα είναι η Ελλάδα:
Αν οι ΗΠΑ απαιτήσουν, για παράδειγμα, από τις ελληνικές κυβερνήσεις –τη σημερινή, την αυριανή, τη μεθαυριανή– να περιορίσουν τις οικονομικές συναλλαγές της χώρας με την Κίνα, να σπάσουν τα συμβόλαια που έχουν με μεγάλες κινεζικές εταιρείες (κρατικές και ιδιωτικές) τι θα πρέπει να περιμένουμε από τις κυβερνήσεις μας; Θα συμπεριφερθούν ως ελληνικές ή μήπως ως διοικήσεις πολιτείας των ΗΠΑ;...
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου