Στις 28 Ιουλίου του 1992 έγινε στην ελληνική Βουλή συζήτηση σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Το ΠΑΣΟΚ ήταν αξιωματική αντιπολίτευση. Ψήφισε υπέρ της συνθήκης με το εξής σκεπτικό: «Το ΠΑΣΟΚ δεν πρόκειται να πει στον λαό μόνο τα αναμενόμενα οφέλη, ούτε να ωραιοποιήσει την εικόνα. Αντίθετα, πρέπει να... τονίσει με ειλικρίνεια το κόστος αυτής της προσαρμογής». Ο Ανδρέας Παπανδρέου στην ομιλία του επισήμανε τα εξής:
■ «Παραμένει πάντα το ερώτημα αν πορευόμαστε προς μια “ευρωπαϊκή Γερμανία” ή προς μία “γερμανική Ευρώπη”. Ας δώσουμε ένα παράδειγμα. Πρόσφατα η Γερμανία αύξησε το επιτόκιο, την ώρα που όλοι στην Ευρώπη και στην Αμερική ζητούσαν να μην το κάνουν, διότι η πορεία προς την ύφεση είναι σαφής. Εύλογα διερωτάται κανείς σε ποιο μέτρο μπορεί να στηρίζεται η Ευρώπη στη γερμανική αλληλεγγύη».
■ «Στο πλαίσιο της ΕΟΚ σοβεί πάντα η σύγκρουση Βορρά και Νότου. Και αυτό γιατί η ενιαία αγορά, όταν απουσιάζει κάθε άλλη ουσιαστική πολιτική σύγκλισης και συνοχής πολύ υψηλότερου επιπέδου, οξύνει τις αντιθέσεις. Εάν δεν υπάρξουν κάποια ουσιαστικά μέτρα, κάποιες αποτελεσματικές παρεμβάσεις, θα μεγαλώσουν οι αποστάσεις και οι αποκλίσεις ανάπτυξης ανάμεσα στις πλούσιες και τις φτωχές περιφέρειες».
■ «Για μένα είναι σαφέστατο. Σημαίνουν ότι ήδη προβλέπονται, έστω και αν δεν ομολογούνται, δύο ταχύτητες στην Ενωμένη Ευρώπη. Ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας το τεράστιο κοινωνικό κόστος και τις εκρηκτικές κοινωνικές καταστάσεις τις οποίες θα αντιμετωπίζουμε σε αυτή την πορεία τουλάχιστον για τις χώρες του Νότου».
■ «Οταν υπάρχει ενοποίηση του νομίσματος σε πέρα από μία χώρα, σε δύο, σε τρεις, σε πέντε χώρες, αυτό λειτουργεί κατά τρόπο αρνητικό για όλες τις καθυστερήσεις ή ασθενέστερες χώρες ή περιοχές… Είναι απαραίτητο και κλειδί να ολοκληρωθεί ο ομοσπονδιακός χαρακτήρας της Ευρώπης, έτσι ώστε η ευθύνη να είναι εκεί όπου υπάρχουν τα μέσα. Τα μέσα θα τα έχουν οι Βρυξέλλες μετά την Ενωση. Δεν θα τα έχουν τα κράτη-μέλη… Μόνο με μια πολιτική ένωση θα αναληφθούν αυτές οι ευθύνες… Δεν αρκεί η ενιαία αγορά και το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα για να αντιμετωπίσει η Ευρώπη τις προκλήσεις του μέλλοντος. Απαιτείται η διαμόρφωση μιας αναπτυξιακής ευρωπαϊκής πολιτικής».
Δικαιώθηκε; Αν παρατηρήσει κανείς τις επιλογές των γερμανικών κυβερνήσεων, θα διαπιστώσει ότι ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ έπεσε διάνα σε όλες τις προβλέψεις του. Η ναυαρχίδα της Ευρώπης φρόντιζε συστηματικά να προστατεύει τα συμφέροντά της αδιαφορώντας για τις συνέπειες που θα είχαν οι πολιτικές της στην Ε.Ε. Απαιτούσε την τιμωρία των χωρών που παραβίαζαν τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, αν και η ίδια παραβίαζε τους όρους της (εμπορικά πλεονάσματα). Απέρριπτε όλες τις προτάσεις που είχαν στόχο να περιορίσουν την απόσταση ανάμεσα στις ισχυρές και στις αδύναμες χώρες-μέλη της Ε.Ε. και της ευρωζώνης. Αντιστάθηκε σθεναρά στις πολιτικές άλλων χωρών (π.χ. της Γαλλίας) που προέκριναν την εμβάθυνση έναντι της διεύρυνσης.
Πίεζε φορτικά και πέτυχε να μην προωθηθούν μέτρα σε περιόδους κρίσης, όπως ο κοινός δανεισμός, οι κρατικές ενισχύσεις, η μεταφορά πόρων, επικαλούμενη υποκριτικά τις ιδρυτικές συμφωνίες, ενώ αυτό που την ενδιέφερε ήταν η ενίσχυση της θέσης της έναντι των ανταγωνιστών της στο οικονομικό επίπεδο. Μετέφερε με τη συνδρομή των πρόθυμων συμμάχων της το κέντρο βάρους για τη λήψη των αποφάσεων στην ευρωζώνη στο Eurogroup, δηλαδή σ’ ένα όργανο που δεν προβλέπεται σε καμία συνθήκη. Εκβίασε με την απειλή της εξόδου από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ενωση τις χώρες που είχαν μεγάλο χρέος αν δεν ακολουθούσαν με θρησκευτική ευλάβεια τη γραμμή της.
Η Ελλάδα ήταν η πιο χαρακτηριστική περίπτωση. Ο Σόιμπλε πρότεινε την προσωρινή απομάκρυνσή της από τη ζώνη του ευρώ και όταν η τότε ελληνική κυβέρνηση (Σαμαράς - Βενιζέλος) αρνήθηκε, ξεδίπλωσε μια στρατηγική αφόρητων πιέσεων ώστε να μην παρεκκλίνουν οι κυβερνήσεις της από τους σιδερένιους κανόνες που είχαν γερμανική σφραγίδα. Ο επικεφαλής του Eurogroup, Ντάισελμπλουμ (υπηρέτης του Σόιμπλε), ομολόγησε, αφού είχε αποχωρήσει από τη θέση του και είχε βρει δουλειά στον ιδιωτικό τομέα (το καθεστώς της περιστρεφόμενης πόρτας), ότι το πρώτο μέλημα των Ευρωπαίων την εποχή της ελληνικής κρίσης δεν ήταν η σωτηρία της Ελλάδας, αλλά η σωτηρία των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών που ήταν φορτωμένες με ελληνικά ομόλογα-σκουπίδια.
Επέβαλε το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (λιτότητα με μια λέξη), δέχτηκε με μισή καρδιά την αναστολή του λόγω της πανδημίας και μόλις ο μεγάλος κίνδυνος υποχώρησε άρχισε να πιέζει για την πλήρη εφαρμογή του. Στις παρούσες συνθήκες, που η Γερμανία δεν μπορεί να έχει πια φτηνό ρωσικό αέριο για να στηρίξει τη βιομηχανία της και υποχρεώνεται να ξοδέψει 100 δισ. ευρώ για αμυντικές δαπάνες, το ερώτημα που είχε θέσει ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1992 πρέπει να διατυπωθεί λίγο διαφορετικά: «Η Γερμανία υπεράνω όλων ή η Γερμανία έναντι όλων;» (Γιώργος Καπόπουλος, «Η Εφημερίδα των Συντακτών», 6-10-2022).
Τάσος Παππάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου