Τι να λέμε τώρα... Κι ό,τι κι αν πούμε, όλα τ’ ακούνε. Στης επισύνδεσης το πανηγύρι, νέα νέα δεν χωρούν. Ο,τι κι αν είπαμε το ξέρουν, ό,τι κι αν πούμε το ακούν. Γιατί κανείς δεν εξαιρείται «από οποιαδήποτε υπόνοια ότι μπορούμε να βλάψουμε τα εθνικά συμφέροντα». Σ’ αυτό, «όλοι είμαστε όσοι!», όπως είπε με σαφέστατη σαφήνεια η Ντόρα Μπακογιάννη (αδερφή Μητσοτάρχα, μάνα Μπακοζάν, πεθερά Σίας, κουνιάδα Αψογοτάτης).
Ολα αυτά, βέβαια, αφορούν μόνο όσους... μιλάνε. Οσες παρλάρουν. Κοινώς, κάτι γλωσσάδικα. Γιατί υπάρχουν και κάποιοι που η σιωπή τους αποτελεί την πιο ισχυρή απάντηση και η δράση τους είναι πιο ηχηρή κι από τη σιωπή τους. Αυτοί είναι... όσοι ξέρουν. Και κυρίως, αυτοί που έχουν. Το ακαταλόγιστο. Το αλάθητο. Το απέθαντο. Μαζί και το ασυγχώρητο;
Υπάρχει μια ποιοτική διαφορά σ’ αυτή τη μικρή λεξούλα, που πολλοί χρησιμοποιούν, μα λίγοι εννοούν. Στις περισσότερες, λατινογενείς κυρίως, γλώσσες, σαν θέλουν να ζητήσουν συγχώρεση, «εκλιπαρούν τη συγγνώμη», ικετεύουν, δηλαδή, να τους δοθεί «χάρη». Αυτό μας έρχεται από μακριά, απ’ τον καιρό που η Ευρώπη ήταν ακόμα φέουδα. Με φεουδάρδες κι υπηκόους, με αυθέντες κι ιδιόκτητους. Από κοντά με τους δυτικούς κοτζαμπάσηδες, κι η Εκκλησία: καθολικοί κυρίως, έπειτα και προτεστάντες. Συγχωροχάρτι για να δώσουν, γονατιστός έπρεπε να παρακαλάς. Από τότε έμεινε αμανάτι το παρακαλετό στους δυτικούς, σα συχώρεση γυρεύουν.
Στην Ελλάδα, όμως, τα πράγματα έγιναν κάπως διαφορετικά. Εδώ, ένεκα κάτι αρχαίους τραγωδούς, πολιτικούς, ρήτορες, ποιητές και φιλοσόφους, το «συγγνώμη» παρακαλετό δεν έχει. Συν και Γνώμη – αυτό έχει. Παίρνω δηλαδή τα δικά σου τα «πιστεύω», βάζω και τις δικές μου τις απόψεις κι έτσι κοντά ερχόμαστε, συμπούρδουλο γινόμαστε. Μαζί ο νους του ενός με το νιονιό του άλλου... Δεν το λες και μικρό πράμα. Σπουδαίο είναι και μοναδικό.
Κατ’ αναλογίαν, σαν λέμε πως κάτι ασυγχώρητο εστί, εγωιστικό κι ατομικιστικό πως είναι εννοούμε. Μόνο του, πώς να το πω; Δεν μπορεί πουθενά να χωρέσει, με τίποτα δεν κάνει χωριό. Εξω από το σύνολο βρίσκεται, μακριά πολύ από το χωράω μαζί με σένα κι εγώ, όπως είμαι στο όπως είσαι... Μήτε αυτό το λες απλό. Σαν πλήρως κομμουνιστικό κι υπέροχο το λέω εγώ.
Αν όλα τούτα συλλογιστούμε, το να ’ναι κάποιος «ασυγχώρητος» το λες και μεγάλη προσβολή, σχεδόν βαριά κατάρα. Πως το πιο ανθρώπινό του έχει χάσει ως άνθρωπος σημαίνει. Το πιο βαθιά υπαρκτικό του. Αλλότριος πως είναι σημαίνει, αρπακτικός και μιαρός, που δεν μας αφορά, αφόρητος, κάτι άλλο, ξένο, μη αναγνωρίσιμο, μη αποδεκτό, ανεπιθύμητο.
Το να είσαι πρωθυπουργός είναι και αναγνωρίσιμο και αποδεκτό και επιθυμητό – ίσως όχι απ’ όλους, με εξαίρεση φυσικά τον Μητσοτάρχα που είν’ επιθυμητός απ’ όλους τους όλους (και κάποιους απ’ τους άλλους όλους!).
Το να ’σαι, όμως, πρωθυπουργός που λέει τα ψέματα σωρό, που κρύβεται κάτω απ’ τις φουστανέλες συνεργατών, ανιψιών, νοβαρτικών και κάτι πρώην κομμουνιστών, που κάνει το «παρών απών» – αυτό τι είναι; Το να ’σαι ανεύθυνα υπεύθυνος για εγκληματικούς διορισμούς βιαστών, άμεσες μεταθέσεις περιττών, ξεδιάντροπες απολαβές μισθών, απάνθρωπες δομές μεταναστών, υποκλοπές βουλευτών και πολιτών, φιέστες διεφθαρμένων διοικητών και δικαστών, λαϊκιστών και προεστών, ακάθιστων και καθιστών, τότε τι διάολο είσαι; Σαν απ’ τα έγκατα της Δεξιάς, του κράτους και του παρακράτους της, ξεπρόβαλλες εσύ κι οι όμοιοί σου, τι είσαι σε ρωτάω; Γέννημα ποιου; Θρέμμα ποιανού;
...Το γαϊδούρι απέθανε, ακούς; Στην άσφαλτο το έσερνε ο νεοδημοκράτης αντιδημαρχέσος σου. Ως να του βγει η ψυχή, μετά από τα σπλάχνα. Κάτι πολύ δικούς του στην αστυνομία πως έχει λένε, πως όλοι ξέραν λένε... Η Ελλάδα ολάκερη είν’ το γαϊδούρι αυτό. Γδέρνεται και σέρνεται. Αρχαίες πέτρες μπαζωμένες, δέντρα καμένα, ξεριζωμένα, ακτές παράνομα χτισμένες, κορφές μ’ ανεμογεννήτριες πηγμένες. Ανωχώρι κατωχώρι, ανηφόρι κατηφόρι, και με κάμα και βροχή, ώσπου να της βγει η ψυχή.
Οσο για τους ανθρώπους... αυτούς άσ’ τους. Αλλοι τ’ αφήνουν όλα τούτα να γενούν. Αλλοι σ’ αφήνουν όλα τούτα να τα κάνεις.
Αλήθεια, πριν την ευθανασία, χωράει συγχώρεση;
Νορα Ραλλη
Efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου