21.9.22

Από τη Φλωρεντία στα πέτρινα χρόνια...


Και όμως. Εχουν περάσει δύο δεκαετίες. Είκοσι χρόνια από τότε που ο Αλέξης Τσίπρας άρχισε να κάνει τα πρώτα του βήματα στην κεντρική πολιτική σκηνή. Βεβαίως, είχε πάρει...το βάπτισμα του πυρός ακόμη νωρίτερα. Οι καταλήψεις του 1990 τον έφεραν για πρώτη φορά στο προσκήνιο και άνοιξαν τον δρόμο για να εκλεγεί πρόεδρος της Νεολαίας του Συνασπισμού το 1999 με την υποστήριξη του τότε προέδρου του κόμματος Νίκου Κωνσταντόπουλου.

Πιο έντονη όμως είναι η παρουσία του από το 2002, όταν ως επικεφαλής κλιμακίου της Νεολαίας (στο οποίο συμμετείχαν και οι μετέπειτα σταρ της «πρώτης φοράς Αριστερά», Νίκος Καρανίκας, Νάσος Ηλιόπουλος και Γαβριήλ Σακελλαρίδης) βρέθηκε στη Φλωρεντία για το 1ο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ. Στο μεγάλο ραντάρ της κοινής γνώμης μπήκε το 2006, όταν με το σύνθημα «Μπαίνουμε στο παιχνίδι» κέρδισε 10,51% ως επικεφαλής της «Ανοιχτής πόλης» για τον Δήμο Αθηναίων. Από τότε –και ειδικά τα τελευταία 10 χρόνια, όταν κέρδισε τη δεύτερη θέση στις εκλογές του 2012– δεν έχει βγει από το παιχνίδι, παρά τις κατά καιρούς προβλέψεις των αντιπάλων του, οι οποίοι θεωρούν ότι ο διπλός λόγος και η διπλή πολιτική στην οποία ειδικεύεται μπορεί να είναι θανάσιμα μειονεκτήματα στην ελληνική πολιτική (η πράξη δείχνει ότι μάλλον είναι προσόντα).

Πόσο έχει εξελιχθεί ο Αλέξης Τσίπρας από τον πολιτικό του 2015; Αυτό είναι κεντρικό ερώτημα ενόψει των εκλογών του 2023. Οι αντίπαλοί του απαντούν ότι δεν έχει αλλάξει καθόλου. Πάντα θα συνδυάζει την ημιμάθεια και τις αυταπάτες με τον οπορτουνισμό και την προχειρότητα στην επιλογή συνεργατών. Πάντα θα συνδυάζει τον δικαιωματισμό με τις εμφυλιοπολεμικές εμμονές, την κοινωνική ευαισθησία με την έλξη για τη σοβιετική μονολιθικότητα (όπως έδειξε το πρόσφατο άρθρο του στην «Αυγή» για τον Γκορμπατσόφ), την επιθετικότητα εναντίον της «μαντάμ Μέρκελ» με την οικοδόμηση άριστης σχέσης με την τέως καγκελάριο. Στενοί συνεργάτες του, όμως, λένε ότι η διακυβέρνηση και τα ευρωπαϊκά συμβούλια τον απάλλαξαν από τις αυταπάτες και ότι μαθαίνει και αλλάζει διαρκώς. Οτι λοξοκοιτάζει όλο και περισσότερο προς το Κέντρο – έστω κι αν «θα μείνει για πάντα ένας αριστερός που κοιτάζει στο κέντρο και όχι ένας κεντρώος που κοιτάζει αριστερά». Υπενθυμίζουν ότι αυτός, ένας λαϊκιστής, κυβέρνησε με πρωτοφανή περιφρόνηση στον λαϊκισμό (εφάρμοσε σκληρό μνημόνιο και υπόγραψε τη συμφωνία για τη Βόρεια Μακεδονία).

Η διαφωνία για το «ποιος είναι ο πραγματικός Τσίπρας» συνεχίζεται στο διηνεκές. Οσοι τον θεωρούν επικίνδυνο υπογραμμίζουν ότι δεν πρέπει να ξεχαστεί ότι είναι ο μόνος πολιτικός που έθεσε σε κίνδυνο τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ε.Ε. Η απάντηση των συνοδοιπόρων του είναι ότι η αποσυμπίεση του αντιευρωπαϊσμού που κατάφερε με την αυθάδεια στην Ευρώπη ήταν αυτό που ανανέωσε την ελληνική προσήλωση στην ευρωπαϊκή προοπτική. Από την άλλη, όσοι τον απορρίπτουν πεισματικά αγανακτούν με την αγάπη του για τον κυβερνητικό εταίρο του Πάνο Καμμένο, τον Παύλο Πολάκη και τον «πολακισμό», τη φορολογική πολιτική που τσάκισε τη μεσαία τάξη, τον αυταρχισμό που εκφράστηκε μέσα από μεθοδεύσεις (τηλεοπτικές άδειες και Novartis) και τον κυνισμό στη διαχείριση της εικόνας για την καταστροφή στο Μάτι. Και λένε πως όλα αυτά εξηγούν γιατί επί 6 χρόνια είναι σταθερά δεύτερος στις δημοσκοπήσεις και έχει ηττηθεί κατ’ εξακολούθηση στην κάλπη από τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Η ψαλίδα με τη Ν.Δ.
Τι λένε στον ΣΥΡΙΖΑ για όλα αυτά; Είναι ευχαριστημένοι από τις «επίπεδες» επιδόσεις του κόμματος και τις «κωλοτούμπες» του προέδρου τους; Η απάντηση είναι «όχι» – αλλά από την άλλη δεν τα βλέπουν όλα μαύρα. Και ιδού γιατί: κορυφαία στελέχη υπενθυμίζουν ότι οι δημοσκοπήσεις πάντοτε υποεκτιμούν την εμβέλεια του κόμματος και ότι αυτό αποδείχθηκε ακόμη και το 2019, όταν οι μετρήσεις έδειχναν μέχρι την τελευταία στιγμή ότι θα κέρδιζε 26% και πήρε 31,5%.

Προσθέτουν ότι το διάγραμμα της διαφοράς ανάμεσα στα δύο κόμματα, σύμφωνα με τις εξαμηνιαίες μετρήσεις της MRB, μειώνεται με τέτοιο ρυθμό (από 18% τον Μάιο του 2020 στο 7% τον Μάιο του 2022) που εάν συνεχιστεί τότε μπορεί μέσα στο 2023 η διαφορά να αγγίξει τα όρια του στατιστικού λάθους. Οσο για τις άριστες σχέσεις με τον Παύλο Πολάκη απαντούν ότι η ακρότητα του ύφους Πολάκη δεν μπορεί καν να μπει στην ίδια ζυγαριά με την κεντρική απόφαση της Ν.Δ. να ενσωματώσει κορυφαία στελέχη της Ακροδεξιάς σε έναν «αφανή συνασπισμό», που εκφράζεται ευκρινώς στην κυβέρνηση.

Πιστεύουν λοιπόν οι συνομιλητές του Αλέξη Τσίπρα ότι επιστρέφει σύντομα στην κυβέρνηση; Οχι ακριβώς. Ο τέως πρωθυπουργός φέρεται να αναγνωρίζει ότι το κόμμα του «έχει πρόβλημα κυβερνησιμότητας». Αντιλαμβάνεται ότι η πλειονότητα των ψηφοφόρων, ανάμεσά τους και πολλοί «συριζαίοι», δεν πιστεύει ότι τα περισσότερα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έχουν την όρεξη, τη μέθοδο και τη γνώση για να σηκώσουν τα μανίκια και να κυβερνήσουν αποτελεσματικά. Ακριβώς γι’ αυτό η ομιλία Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη σχεδιάστηκε ώστε να είναι τεχνοκρατική, ρεαλιστική και πρακτική, να δοθεί δηλαδή η εντύπωση ότι υπάρχει πρόγραμμα και κοστολογημένες λύσεις. Ελπίζουν ότι θα συνεχίσουν σε αυτή τη γραμμή τους επόμενους μήνες και θα κατορθώσουν να κάμψουν τη γενικευμένη δυσπιστία. Εκείνο που αιφνιδίασε θετικά το ιερατείο της Κουμουνδούρου είναι η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να αναδείξει στη ΔΕΘ τον «κίνδυνο» να σχηματίσει ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση συνεργασίας από τις πρώτες εκλογές απλής αναλογικής. «Ο Μητσοτάκης συσπειρώνει τη βάση του, αλλά ταυτόχρονα αποδέχεται ότι το παιχνίδι μπορεί να είναι ανοιχτό», λένε.

Και ιδού ο οπορτουνισμός του Τσίπρα, που δεν έχει αλλάξει καθόλου, λένε οι «αντισύριζα». Εκφράζεται μέσα από την εργαλειοποίηση της απλής αναλογικής για να προκληθεί πολιτική σύγχυση, αστάθεια και «θολούρα». Στον ΣΥΡΙΖΑ κάποιοι τρίβουν τα χέρια τους και θυμούνται, ιδιωτικώς, τα λόγια του Μάο: «Μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση».

Υποχώρησαν οι διαφωνίες
Δεν είναι όλοι στον ΣΥΡΙΖΑ οπαδοί των συνεργασιών, αλλά οι διαφωνίες υποχώρησαν εσχάτως. Ο Παύλος Πολάκης (που θέτει ως στόχο την αυτοδυναμία) και ο συντονιστής της επιτροπής Πολιτικού Σχεδιασμού Νίκος Μπίστης, που επιμένει στις συνεργασίες, φαίνεται τώρα να συμφωνούν ότι το κόμμα μπορεί να ποντάρει στον σχηματισμό κυβέρνησης που θα «βγάλει» η κάλπη της απλής αναλογικής – με το ΠΑΣΟΚ, το ΜέΡΑ 25 και την ανοχή του ΚΚΕ. Ο Αλέξης Τσίπρας, που πρώτος ανέφερε αυτό το σενάριο προ διετίας, αλλά και στελέχη όπως ο Νίκος Παππάς, ο Δημήτρης Τζανακόπουλος, ο Νίκος Φίλης, η Ολγα Γεροβασίλη και ο Γιάννης Ραγκούσης το συζητούν, ο καθένας με διαφορετικές αποχρώσεις. Μπορεί να τους «βγει»; Σε απόλυτο βαθμό δεν το πιστεύουν ούτε οι ίδιοι. Αποδέχονται ότι πρόκειται για σενάριο επιστημονικής φαντασίας (ιδίως επειδή περιέχει την «ανοχή του ΚΚΕ»), αλλά εκείνο που πραγματικά επιδιώκουν με τη διακίνηση αυτού του σεναρίου δεν είναι απαραιτήτως να πείσουν για την πραγματοποίησή του, αλλά να επαναφέρουν στον δημόσιο διάλογο την εντύπωση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, μπορεί να «ξαναμπούν στο παιχνίδι». Είκοσι χρόνια μετά τη Φλωρεντία (και παρά τις πολιτικές που προέκυψαν από το «Ινστιτούτο Φλωρεντίας»…) ο Τσίπρας και η παρέα του παραμένουν επί σκηνής. Στην άκρη της, αλλά όχι εκτός...

Παύλος Παπαδόπουλος

Η Καθημερινή

Δεν υπάρχουν σχόλια: