Τρεις πολιτικές εξισώσεις που διαπερνούν οριζόντια όλο το πολιτικό φάσμα έχει να λύσει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης το επόμενο διάστημα...
Αρχής γενομένης από το πρόσωπο των ημερών, τον Νίκο Ανδρουλάκη, ο κ. Μητσοτάκης πρέπει να βρει απαντήσεις μετά το οριστικό τέλος της όποιας πιθανότητας υπήρχε για συγκυβέρνηση με το τρίτο τη τάξει κόμμα. Η «σχέση» των δύο ανδρών ξεκίνησε με άλλες προθέσεις. Ηταν 12 Δεκεμβρίου του 2021, όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνάντησε στη Βουλή τον Νίκο Ανδρουλάκη, λίγες ημέρες μετά τη νίκη του στις εσωκομματικές εκλογές, καλώντας τον να τα πούνε από κοντά. Η αντίδραση του νέου αρχηγού του ΠΑΣΟΚ ήταν μάλλον χλιαρή έως αδιάφορη, με τις πληροφορίες να λένε τότε πως έλεγε στους συνομιλητές του πως δεν θα τρέξει «να μπει στο κάδρο του Μητσοτάκη». Μεγαλωμένος στην Κρήτη της δεκαετίας του 1980, με πατέρα έντονα κομματικοποιημένο στο ΠΑΣΟΚ και αργότερα ο ίδιος ηγετικό στέλεχος της ΠΑΣΠ Κομοτηνής, ο Νίκος Ανδρουλάκης φέρει, για όσους τον γνωρίζουν, τα «αντιδεξιά» χαρακτηριστικά τα οποία υπάρχουν στη ληξιαρχική πράξη γέννησης του ΠΑΣΟΚ.
Η «συνάντηση γνωριμίας» τελικά δεν έγινε ποτέ και στην κυβέρνηση άρχισαν να ιχνηλατούν τη «γραμμή» απέναντι στο ΠΑΣΟΚ. Το βασικό κίνητρο ήταν να μπορέσει η Ν.Δ. να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά αυτό που καταγραφόταν σε όλες τις δημοσκοπήσεις: πως οι ψηφοφόροι του άλλοτε κόμματος – συγκυβερνήτη του κ. Σαμαρά βλέπουν θετικά σε πολύ μεγάλο ποσοστό τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Οι γραμμές ήταν δύο: η μία έλεγε πως πρέπει να είναι πολύ ήπιοι απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, η άλλη πως με την ταύτιση της νέας ηγεσίας Ανδρουλάκη με τον ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγήσουν τους ψηφοφόρους του κόμματος, αργά ή γρήγορα, στην «αγκαλιά» της Ν.Δ. Δεδομένης της «θολής» εικόνας του Νίκου Ανδρουλάκη, που δεν ξεκαθάριζε τι πραγματικά θέλει να κάνει μετά τις εκλογές, επιλέχθηκε η δεύτερη στρατηγική. Οι φωνές εντός του κόμματος που έλεγαν πως «δεν μπορεί να είναι στο απυρόβλητο ο Ανδρουλάκης» οδήγησαν σε όξυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο πλευρών, με αποτέλεσμα έναν μήνα μετά, στα μέσα Ιανουαρίου ο κ. Μητσοτάκης να ασκήσει την πρώτη σκληρή κριτική στον Νίκο Ανδρουλάκη. Οι σχέσεις είχαν μπει σε τροχιά σύγκρουσης, με πολλούς ωστόσο να επισημαίνουν πως ακόμη υπήρχε πιθανότητα συνεργασίας μετά τις εκλογές, εάν αυτό απαιτούσε η «εθνική ανάγκη».
Πλέον, μετά το θέμα των παρακολουθήσεων, η πιθανότητα αυτή είναι ανύπαρκτη, οδηγώντας τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε δύο εναλλακτικές: πρώτον, στο να επιδιωχθεί με ακόμη πιο επιτακτικό τρόπο η αυτοδυναμία και δεύτερον να επιχειρήσει ακόμη πιο συντονισμένα να κερδίσει ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι παρά το γεγονός πως παρακολουθήθηκε ο αρχηγός του κόμματός τους, εξακολουθούν να βλέπουν θετικά τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε ποσοστό 58%.
Θα υπάρξει εσωκομματική νηνεμία;
Η πρόσφατη παρέμβαση του Κώστα Καραμανλή από τα Ανώγεια προκάλεσε πολλούς μετασεισμούς που διαπέρασαν το κόμμα και έφτασαν στο Μέγαρο Μαξίμου. Η αρχική ανάγνωση –και ενόχληση του Μαξίμου– που έλεγε πως ο κ. Καραμανλής «αδειάζει» την κυβέρνηση, μαζεύτηκε άμεσα με «υποχωρήσεις» και από τις δύο πλευρές. Η πλευρά Καραμανλή εξέδωσε άτυπη ενημέρωση την επομένη της ομιλίας που έλεγε πως οι αναφορές του ουδεμία αιχμή περιείχαν για την κυβέρνηση και αυτό που είπε ο πρώην πρωθυπουργός ήταν το «αυτονόητο», ενώ από την πλευρά του και το Μαξίμου χαμήλωσε τους τόνους υπογραμμίζοντας διά επίσημων χειλέων –του Ακη Σκέρτσου– πως οι αναφορές Καραμανλή βρίσκουν σύμφωνο το Μαξίμου, καθώς άπαντες ζητούν άπλετο φως στην υπόθεση.
Το θέμα θεωρείται –και είναι– λήξαν, καθώς στην παρούσα φάση ούτε το Μαξίμου θέλει εντάσεις με τον μακροβιότερο πρόεδρο του κόμματος ούτε ο κ. Καραμανλής θέλει να κατηγορηθεί πως υπονομεύει την παράταξή του, κάτι που άλλωστε ουδέποτε έχει κάνει από την ημέρα που αποχώρησε από την προεδρία.
Την ίδια ώρα τα βλέμματα στρέφονται στον Αντώνη Σαμαρά, που δεν έχει τοποθετηθεί για το θέμα. Κάτι τέτοιο δεν αποκλείεται να το κάνει το επόμενο διάστημα. Το γεγονός πάντως πως η παρέμβαση Καραμανλή προκάλεσε τόσους μετασεισμούς, εκ των πραγμάτων οδηγεί τον Αντώνη Σαμαρά σε πιο ήπιους δρόμους, καθώς η επανάληψη μιας εσωτερικής κόντρας, αυτή τη φορά με πρωταγωνιστή τον τέως πρόεδρο, θα προκαλούσε διπλή βλάβη στο Μαξίμου.
Παράλληλα, στο εσωτερικό της Κ.Ο. υπάρχει απόλυτη ηρεμία. Ακόμη και βουλευτές που πρόσκεινται στο «καραμανλικό» στρατόπεδο δεν αφήνουν καμία αιχμή για την κυβέρνηση και αρκούνται στο να λένε πως ο πρώην πρωθυπουργός ζήτησε άπλετο φως όπως ακριβώς ζητεί και ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Την ίδια ώρα ο πρωθυπουργός γνωρίζοντας πως η υπόθεση των παρακολουθήσεων προκάλεσε απογοήτευση στο εσωτερικό του κόμματος, έχει ξεκινήσει προσωπικές επαφές με τους βουλευτές, ώστε να συσπειρώσει την Κοινοβουλευτική Ομάδα.
Ο πήχυς και ο ΣΥΡΙΖΑ
Από το βλέμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν μπορεί να απουσιάζει το δεύτερο κόμμα και αξιωματική αντιπολίτευση της χώρας. Στο Μέγαρο Μαξίμου παρατηρούν προσεκτικά τις πρώτες μετά την υπόθεση Ανδρουλάκη δημοσκοπήσεις. Αυτό που προκύπτει είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει τα δημοσκοπικά οφέλη που θα ανέμεναν στην Κουμουνδούρου και η πτώση της Ν.Δ. κινείται είτε προς ΠΑΣΟΚ είτε στη λεγόμενη «γκρίζα ζώνη». Στο Μέγαρο Μαξίμου ωστόσο δεν δίνουν τόσο μεγάλη σημασία στα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ, όσο σε αυτά της Ν.Δ. Το περιγράφει εύγλωττα κυβερνητικό στέλεχος λέγοντας στην «Κ» πως «το ζητούμενο δεν είναι η διαφορά από την αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά κατά πόσο εμείς θα καταφέρουμε να προσεγγίσουμε την αυτοδυναμία». Πρακτικά αυτό σημαίνει πως ο πρώτος και βασικότερος στόχος για τη Ν.Δ. είναι να πετύχει τέτοιο ποσοστό στις πρώτες εκλογές –πέριξ του 34%– ώστε ο στόχος να πλησιάσει την αυτοδυναμία να παραμένει ενεργός στις επαναληπτικές κάλπες...
Σταύρος Παπαντωνίου
Η Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου