Τον Κωνσταντίνο Αγγελόπουλο τον ήξερα πριν να τον γνωρίσω. Τον είχα μάθει από τα γραπτά του στην «Ελευθεροτυπία» της πρώτης μεταπολίτευσης. Ρεπορτάζ, άρθρα, παραπολιτικά υπογεγραμμένα με τα αρχικά Κ.Ι.Α. Κωνσταντίνος Ιωάννη Αγγελόπουλος.
Οτι τον πατέρα του τον έλεγαν Ιωάννη το... έμαθα μόλις προχθές, από τον συγκινημένο αποχαιρετισμό του Βασίλη Παπαβασιλείου εδώ στην «Κ», ενσωματωμένο στο ρεπορτάζ της Μαργαρίτας Πουρνάρα.
Τα αναζητούσα αυτά τα αρχικά. Για το χιούμορ τους. Σχεδόν μειλίχιο ακόμα κι όταν έμοιαζε επιθετικό, υποδήλωνε τη γερή γνώση των ανθρωπίνων που οδηγεί αναπόφευκτα στη μελαγχολία. Στο «Ποντίκι» πάλι, που το διάβαζα δίχως να ξέρω ότι ο Κωνσταντίνος έπαιζε κι εκεί μπάλα, αναζητούσα μια ανυπόγραφη σκιτσογραφική σειρά άτακτα σταθερή. Δεν εμφανιζόταν σε κάθε φύλλο, ακόμα κι έτσι όμως δημιουργούσε την πεποίθηση του σατιρικού εικονογραφημένου σίριαλ. Ξεχωριστή η γραμμή των σκίτσων, και με ξεχωριστό τρόπο η ακολουθία τους στοιχειοθετούσε μια λοξή αφήγηση για τα τρέχοντα.
Ο χλοοτάπητας του γηπέδου ήταν η διαυγής μεταφορά του πολιτικού στίβου. Οι ατάκες των στιβαρών ποδοσφαιριστών σχολίαζαν προσφυώς την επικαιρότητα, που παρέμενε ζωντανή ακόμα κι όταν τα σκίτσα ταξίδευαν σε μακρινές εποχές.
Από τον ίδιο τον Κωνσταντίνο έμαθα ότι αυτός ήταν ο άγνωστος σκιτσογράφος. Μου σκιτσάρισε, μάλιστα, μια ωραία ποδοσφαιρική φάση, σαν πειστήριο. Αυτό, τον καιρό που μοιραζόμασταν το ίδιο γραφείο, ο ένας απέναντι στον άλλον, με τα βλέμματά μας να διασταυρώνονται συχνά στο ίδιο κενό, όταν περνούσε η ώρα και δεν είχαμε κεντράρει ακόμα. Δίπλα μας άλλοι καλοί φίλοι: από τη μια μεριά οι Ηλίας Μακρής και ο Ανδρέας Πετρουλάκης, από την άλλη ο Θάνος Οικονομόπουλος. Καπνίζαμε τότε. Πολύ. Οταν έγινε διευθυντής, μου ανέθεσε αυτοσαρκαζόμενος το καθήκον να του κρατάω τη θέση.
Κρατάω μια θέση στην καρδιά μου για τον Κωνσταντίνο. Για το φιλοσοφημένο χιούμορ του, την πραότητά του, τον τρόπο του να λέει ιστορίες. Πολλές ιστορίες. Να μία. Ηταν στη δημοσιογραφική αποστολή που συνόδευε τον Ανδρέα στην Αμερική. Κι έμενε σε ουρανοξύστη, πολύ ψηλά.
Δίψασε για τσιγάρο, δεν άντεξε, κατέβηκε στο πεζοδρόμιο, πέρα-δώθε, πέρα-δώθε ρουφώντας. Ωσπου διασταυρώθηκε με τον Αντονι Κουίν. Είχε κατέβει και αυτός να καπνίσει. «Κι εσείς εδώ στα χαμηλά, κύριε Ζορμπά;» του είπε ο Κωνσταντίνος, μισό έκπληκτος – μισό περήφανος που μοιραζόταν την αποβολή με έναν θρύλο...
Παντελής Μπουκάλας
Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου