Στη μακράν πιο δεινή για τον ίδιο θέση, από την αρχή της τριετούς θητείας του, έχει περιέλθει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Κάθε μέρα που περνάει, το σκοτεινό πέπλο της υπόθεσης των υποκλοπών ξηλώνεται πόντο πόντο, επιβεβαιώνοντας ότι ο πρωθυπουργός –όσο και αν το αρνείται– γνώριζε και εδραιώνοντας την πεποίθηση ότι ακόμα δεν έχουμε δει παρά μόνο την αρχή των αποκαλύψεων γύρω από το τεραστίων διαστάσεων σκάνδαλο του ελληνικού Γουότεργκεϊτ που έχει... ξεσπάσει και εκτυλίσσεται μέσα στον πιο στενό πυρήνα του μεγάρου Μαξίμου.
Και ασφαλώς κάθε μέρα που περνάει, ο κ. Μητσοτάκης βρίσκεται, σε προσωπικό επίπεδο, όλο και βαρύτερα εκτεθειμένος, όλο και πιο βαθιά πληγωμένος, όλο και περισσότερο πολιτικά απομονωμένος. Οχι μόνο στο εσωτερικό, όπου βέβαια μαίνεται η θύελλα αντιδράσεων και ο πρωθυπουργός καταγγέλλεται έντονα από την αντιπολίτευση, καθώς επίσης από συνταγματολόγους και άλλες προσωπικότητες, αλλά και στο εξωτερικό, από όπου –σε αντίθεση με τα ελληνικά φιλοκυβερνητικά Μέσα– δέχεται σφοδρό σφυροκόπημα από τον διεθνή Τύπο, ενώ έχει βρεθεί και απέναντι στην αντίδραση των Βρυξελλών, που δεν βλέπουν με καλό μάτι τις εξελίξεις, όπως φάνηκε και από τη σχετική παρέμβαση της εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για θέματα Eσωτερικών Yποθέσεων, Ανίτα Χίπερ.
Την ίδια ώρα, ευθέως και σφόδρα επικριτική προς τον Κυρ. Μητσοτάκη και τα «αναπάντητα ερωτήματα» που άφησε με το μαγνητοσκοπημένο τηλεοπτικό του μήνυμα είναι η Ολλανδή ευρωβουλευτής Σόφι ιν ’τ Βελτ, εισηγήτρια της επιτροπής PEGA του Ευρωκοινοβουλίου για τα λογισμικά κατασκοπίας και μέλος του Renew Europe, δηλαδή της ευρωομάδας του Εμανουέλ Μακρόν, γεγονός που εκτός των άλλων κατακρημνίζει ακόμα περισσότερο και την προσπάθεια του κ. Μητσοτάκη να εμφανίζεται στο εσωτερικό ως ο «Ελληνας Μακρόν».
Και όλα αυτά, ενώ το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας βράζει κι ενώ «γαλάζιοι» βουλευτές και στελέχη, παρότι δεν εκφράζονται δημοσίως, σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις δεν κρύβουν τη μεγάλη απογοήτευση, την ενόχληση και τον θυμό τους, τόσο για τα ίδια τα γεγονότα του σκανδάλου των υποκλοπών όσο και για τη διαχείρισή τους από τον πρωθυπουργό και το μέγαρο Μαξίμου. Εξαλλοι είναι –λένε οι πληροφορίες– ακόμα και βουλευτές που βρίσκονται κοντά στην οικογένεια Μητσοτάκη, ενώ είναι χαρακτηριστική η εικόνα που μας μεταφέρεται ότι, όταν ξέσπασε το σκάνδαλο, σε πολλούς βουλευτές της Ν.Δ. «πέσανε τα σαγόνια». Και βέβαια το πρωθυπουργικό τηλεοπτικό μήνυμα όχι μόνο δεν έδωσε πειστικές απαντήσεις στα σοβαρά ερωτήματα που παραμένουν στα χείλη των «γαλάζιων» στελεχών, αλλά επέτεινε και την παγωμάρα μέσα στο κόμμα, την ώρα που πολλοί βουλευτές έχουν το μυαλό τους στο τι άλλες αποκαλύψεις μπορεί να ακολουθήσουν.
Προσωπικό πλήγμα
Ως γνωστόν, το πρώτο μεγάλο σοβαρό προσωπικό πλήγμα για τον κ. Μητσοτάκη είναι ότι αναγκάστηκε να αποπέμψει δύο καθαρά προσωπικές του επιλογές και με απολύτως προσωπική σχέση μαζί τους. Πρώτα απ’ όλα το κατά πολλούς πραγματικό νούμερο 2 της κυβέρνησης, τον ανιψιό και «δεξί χέρι» του, δηλαδή τον γενικό γραμματέα του πρωθυπουργού Γρηγόρη Δημητριάδη που έλυνε κι έδενε στο μέγαρο Μαξίμου. Και κατά δεύτερον τον τέως διοικητή της ΕΥΠ Παναγιώτη Κοντολέοντα, με τον οποίο επίσης ο Κυρ. Μητσοτάκης ταυτίστηκε πλήρως, ήδη από την περίοδο που έφτασε μέχρι να αλλάξει και τον νόμο προκειμένου να νομιμοποιήσει το γεγονός ότι ο εκλεκτός του δεν είχε τα τυπικά προσόντα για τη θέση.
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις ο πρωθυπουργός υποχρεώθηκε να καρατομήσει τους τόσο στενούς του συνεργάτες, μόνο όταν διαπίστωσε ότι θα πρέπει να τους θυσιάσει σε μια προσπάθεια να διασωθεί ο ίδιος και να βγει από το κάδρο των ευθυνών του. Μάλιστα, στην περίπτωση του κ. Δημητριάδη, η πρώτη αντίδραση του μεγάρου Μαξίμου ήταν να προσπαθήσει να τον περισώσει, αποδίδοντας την παραίτησή του στο «κλίμα τοξικότητας» και όχι στο ζήτημα των ευθυνών του. Για να αλλάξει ρότα στη συνέχεια και να έρθει ο κ. Μητσοτάκης στο τηλεοπτικό του μήνυμα να του χρεώσει τελικά την «αντικειμενική πολιτική ευθύνη», σε μια απέλπιδα προσπάθεια να την αποσείσει από πάνω του, αφού, ως γνωστόν, η «αντικειμενική πολιτική ευθύνη» εξ ορισμού ανήκει στον πολιτικό προϊστάμενο, δηλαδή στον ίδιο τον πρωθυπουργό.
Οσο για τον κ. Κοντολέοντα, αυτός αποφασίστηκε εν τέλει να ριχτεί στα λιοντάρια, προκειμένου να υπηρετηθεί ο ισχυρισμός του πρωθυπουργού ότι δεν γνώριζε για την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη και ότι ενημερώθηκε για πρώτη φορά την προπερασμένη Πέμπτη γι’ αυτήν (για την οποία παραδέχτηκε ότι ήταν «λάθος», αλλά μόνο αυτή και όχι οι υπόλοιπες παρακολουθήσεις, ενώ επέμεινε στη γραμμή ότι ήταν «νόμιμη»). Στην ίδια γραμμή ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου ισχυρίστηκε ότι «δεν υπήρξε εγκαίρως ενηµέρωση για τη νόµιµη παρακολούθηση του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη, παρότι η ΕΥΠ βρίσκεται υπό την εποπτεία του γραφείου του πρωθυπουργού. Γι’ αυτό και ο πρωθυπουργός ζήτησε και έλαβε την παραίτηση του διοικητή της ΕΥΠ». Μόνο που οι ισχυρισμοί ότι ο πρωθυπουργός και το μέγαρο Μαξίμου δεν γνώριζαν έχουν καταρριφθεί προ πολλού. Οπως αποδείξαμε στο χθεσινό φύλλο της «Εφ.Συν.», γνώριζαν τουλάχιστον από τον περασμένο Νοέμβριο ποιους παρακολουθεί η ΕΥΠ.
Αποκαλύψεις της «Εφ.Συν.»
Και όχι μόνο γνώριζαν, αλλά έμπαιναν ασπίδα τόσο μπροστά στις πρακτικές των παρακολουθήσεων πολιτών όσο και μπροστά στο ίδιο το πρόσωπο του τέως διοικητή της ΕΥΠ που σήμερα καρατόμησαν. Συγκεκριμένα, στις 15.11.2021, κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών, είχαμε θέσει ερώτημα στον Γ. Οικονόμου σχετικά με τις τότε αποκαλύψεις της «Εφ.Συν.» για τις παρακολουθήσεις πολιτών από την ΕΥΠ (δημοσιογράφων, δικηγόρων, ανθρώπων που σχετίζονται µε το προσφυγικό, αλλά και αντιεμβολιαστών) και είχε παραδεχτεί πλήρως τις πρακτικές αυτές, είχε επιβεβαιώσει και το δημοσίευμά μας σχετικά με τις κατηγορίες των πολιτών που παρακολουθούνταν και είχε υπερασπιστεί απολύτως τη δράση του κ. Κοντολέοντος με το αίτημα «η ΕΥΠ, η δουλειά και ο ρόλος της να µείνει έξω από τη δηµόσια πολιτική αντιπαράθεση. [...] Να µείνει έξω από τη δηµόσια πολιτική αντιπαράθεση και αυτή και οι απαξιωτικοί χαρακτηρισµοί απέναντι στον διοικητή, τον επικεφαλής της, για λόγους προφανείς». Δυστυχώς όμως για την κυβέρνηση, σήμερα ξέρουμε ότι την ίδια εκείνη στιγμή, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υπερασπιζόταν και την παρακολούθηση του Ν. Ανδρουλάκη που τότε –στις 15.11.2021– βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη, και για την οποία αποκλείεται το μέγαρο Μαξίμου να μην ήταν ενήμερο, ενώ ήταν για τους υπόλοιπους πολίτες που παρακολουθούνταν.
Αλλωστε δεν είναι αυτός ο μόνος ισχυρισμός της κυβέρνησης που καταρρίπτεται με κρότο. Το ίδιο συνέβη και με τις κυβερνητικές διαρροές που έλεγαν ότι η παρακολούθηση Ανδρουλάκη πραγματοποιήθηκε κατόπιν αιτήματος των μυστικών υπηρεσιών της Ουκρανίας και της Αρμενίας. Φυσικά, τόσο ο πρέσβης της Αρμενίας όσο και αυτός της Ουκρανίας διέψευσαν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τους ισχυρισμούς αυτούς. Το ίδιο συνέβη και με τους ισχυρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης που μέσω επιστολών (24.11.2021 και 17.12.2021) του Γ. Γεραπετρίτη προς το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (AFP) διαβεβαίωνε ότι «στην Ελλάδα δεν διενεργείται καµία παρακολούθηση δηµοσιογράφων», σε μια προσπάθεια να συσκοτίσει έτσι την αλήθεια που όλοι γνωρίζουμε. Δηλαδή τη διενέργεια παρακολουθήσεων δημοσιογράφων.
Κρίση
Επειτα από όλα αυτά, το μόνο βέβαιο είναι ότι η κυβέρνηση βιώνει τη μεγαλύτερη κρίση της θητείας της και η οποία στο επίκεντρό της έχει ασφαλώς τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Mια κρίση που, εκτός των άλλων, έχει «κάψει» πια για τα καλά το σενάριο μιας μελλοντικής συγκυβέρνησης της Ν.Δ. με το ΠΑΣΟΚ, ενώ μετά και τις σφοδρές επικρίσεις προς την κυβέρνηση προσώπων όπως ο Ευάγγελος Βενιζέλος ή ο Νίκος Αλιβιζάτος, ο Κυρ. Μητσοτάκης οδηγείται σε ρήξη με κεντρογενή ακροατήρια ψηφοφόρων στα οποία είχε επενδύσει εκλογικά. Προκειμένου να αποπροσανατολίσει από το σκάνδαλο των υποκλοπών, η κυβέρνηση θέλει τώρα να στραφεί στο πεδίο των παροχών της ΔΕΘ, επιχειρώντας να αλλάξει έτσι την ατζέντα.
Για τους ίδιους ακριβώς λόγους, «γαλάζια» στελέχη θα έβλεπαν και έναν ανασχηματισμό πριν από τη ΔΕΘ, ο οποίος όμως αυτή τη φορά θα πρέπει να είναι μεγάλος. Οσο για τις εκλογές, τα ίδια στελέχη εκτιμούν ότι μετά τις συνταρακτικές εξελίξεις ο κ. Μητσοτάκης θα θελήσει να τις μεταφέρει όσο πιο μακριά γίνεται, ελπίζοντας να αλλάξει εντωμεταξύ την ατζέντα. Από την άλλη, άλλα στελέχη της Ν.Δ. πιστεύουν ότι ο Κυρ. Μητσοτάκης πρέπει να πάει άμεσα σε εκλογές γιατί διαφορετικά θα μείνει πρωθυπουργός μιας θητείας, όπως ο πατέρας του. Τα στελέχη αυτά βλέπουν ότι το σκοτεινό αυτό σκάνδαλο δεν πρόκειται να φύγει από την επικαιρότητα και θα σέρνεται εκεί για πολύ καιρό. Οσους τρόπους αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης και αν ψάχνει να βρει ο κ. Μητσοτάκης...
Γιάννης Μπασκάκης
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου